Αξόδευτη η ευφορία μετά τις διακοπές, απομεσήμερο στο κρεβάτι και βλέπω απέναντι στον καθρέφτη της ντουλάπας να καθρεφτίζεται η βιβλιοθήκη ‒σπίτια στη σειρά που κατηφορίζουν αμφιθεατρικά, νησιώτικα, χρωματιστά προς το λιμάνι, τα βιβλία. Θάμπωσε ο νους. To πρόσφατο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου το είχαμε βάλει στο σακίδιο για τις διακοπές από πλοίο σε πλοίο, νύχτες και ξημερώματα, χρυσή συντροφιά μαζί με τις Ασκήσεις περιέργειας του Κ. Βρεττάκου, το Ουζερί του Ξ. Μαυραγάνη και το Έχων σώας τας φρένας, του Α. Χιόνη. Ακόμα ένα προσκύνημα / στις Κυκλάδες και στα μικρά Δωδεκάνησα, που για μένα ένα δώρο από μόνο του είναι έτσι κι αλλιώς το καλοκαίρι, που έμαθα να το αγαπώ από τα παιδικά μου χρόνια, για το ατέλειωτο παιχνίδι, για το πρωτόγνωρο φως των πραγμάτων, σκέφτομαι τώρα, και τη γενναιοδωρία του απέναντι στον κοινωνικό δαρβινισμό του χειμώνα. Ο χειμώνας είναι για τους πλούσιους ‒το έλεγαν οι μεγάλοι ή το υπονοούσαν απλώς κι έβγαζαν το τραπέζι στην αυλή για μια φέτα καρπούζι όλοι μαζί με γέλια κάτω απ’ τ’ αστέρια, στο καλοκαιριάτικο βράδυ– ο πατέρας, εργάτης εκτεθειμένος να δουλεύει όλη τη χρονιά στις βροχές και στα χιόνια, στη βία του χειμώνα.
Τώρα το καλοκαίρι με τα διαβάσματα πυκνώνει ο χρόνος και γεμίζει ίσκιους και προεκτείνεται στον ύπνο και γίνεται ακριβός, έστω λόγω της συναίσθησης του τέλους, όσο μεγαλώνουμε και λιγοστεύει η άμμος στην κλεψύδρα κι όλα τα απλά πράγματα της ζωής γίνονται ανεκτίμητα. Μια επίσκεψη-αστραπή στην πόλη που ζει ο γιος μας, σε μια Αθήνα που έβραζε, στο νέο του σχεδόν φοιτητικό ακόμα σπίτι, ήταν δώρο. Βραδάκι που φτάσαμε εκείνος πότιζε τον κήπο, χάρη για τους γείτονες που είχαν φύγει για διακοπές ‒ένα ανισόπεδο παλιό σπίτι, με εσωτερική αυλή. Μόλις μπήκαμε έτρεξε να μας προϋπαντήσει η γάτα τους, με την ουρά σηκωμένη. Κρύο νερό και καφές κι ενώ τα λέγαμε μια χαρά με τα παιδιά , πετάχτηκε ο Δημήτρης να κυνηγήσει πάνω κάτω τη γάτα, που έτρεχε σε αλαζονικό θρίαμβο μπρος-πίσω στην αυλή, μ’ ένα σπουργίτι στο στόμα. Τρέχανε μπρος-πίσω, ώσπου την ανάγκασε να αφήσει το θύμα της, και ω του θαύματος, το πουλάκι πέταξε μακριά. Ευτυχώς. Για να σας ευχαριστήσει, δώρο σας έκανε, που σας πρωτογνώρισε, διευκρίνισε η κοπέλα του παιδιού μας. Δώρο κι αυτό. Το φέρνω στο μυαλό μου το περιστατικό μαζί με την ευγνωμοσύνη και χαρά της συναναστροφής τους αργότερα στο ταβερνάκι, ευγνωμοσύνη και χαρά που μας συνόδεψαν ως το πλοίο που ταξιδεύαμε το άλλο πρωί για την Αστυπάλαια κατ’ αρχάς και την Κάλυμνο μετά.
Η ομορφιά του νησιού, η αποκάλυψη του γαλάζιου ως εκεί που φτάνει το μάτι, και της θάλασσας, απ’ το πρωί ως το βράδυ, η λευκή απλότητα και το μεσημεριανό θάμπωμα. Όσο για την πρόσφατη συλλογή του ξεχωριστού συγγραφέα, Θάμπωσε ο νους, η ανάγνωσή της – στοχασμός πάνω στη γλώσσα, ή ένα πέρασμα από έναν κόσμο λυπημένο, τυραννισμένο και κρυφό, με έκανε να νιώσω κομμάτι της κοινότητας και παρηγορημένη, όπως νιώθω συνήθως και με τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όπως ήταν –ή είναι;‒ ίσως και ο κόσμος του νησιού, όταν δεν αρκεστείς στη ματιά του τουρίστα Κύκλωπα, πάνω στο κατάλευκο σκηνικό της ομορφιάς στο παλιό λιμάνι, στη χώρα και στο κάστρο, όπως φωτογραφίζεται δοξαστικά στα έντυπα του τουριστικού οδηγού ‒σε τέσσερις γλώσσες, πλήν της ελληνικής.
Αν ξανοιγόσουν σε συζητήσεις με τους ντόπιους Αστυπαλίτες, όπως έπιναν το καφεδάκι τους στο καφενείο H ΒΟΥΛΗ, στον ΠΕΡΑ ΓΙΑΛΟ, θα μπορούσες να διαβάσεις κάτω από τις γραμμές την αλήθεια του νησιού. Ο νοικοκύρης μας, στις «Νηρηίδες», στο φροντισμένο κατάλυμα όπου μείναμε, το επονομαζόμενο ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ, παλιός μετανάστης στην Αυστραλία, όπως ένα σωρό κόσμος στην Αστυπάλαια, αλλά και στην Κάλυμνο και στα άλλα Δωδεκάνησα, μας εξήγησε ότι έχουν όλα τους επισκέπτες δεύτερης και τρίτης γενιάς, μετανάστες από την Αυστραλία και την Αμερική ‒τους συναντούσαμε άλλωστε μεγάλες χαρούμενες εξωστρεφείς νεανικές παρέες στις ακρογιαλιές και στις ταβέρνες του νησιού, στην Κάλυμνο ακόμα περισσότερο. Η φτώχια τους έδιωχνε τότε. Τώρα, εύρωστοι οικονομικά, έρχονται πίσω, συγκινημένοι επισκέπτες του καλοκαιριού στα σπίτια των γονιών, ή των παππούδων, όσων είναι ακόμα στη ζωή. «Δεκάξι χρονώ ήμουνα φευγάτος, κρυφά από τους γονείς, για την Αυστραλία», μας ξανοίχτηκε ο Μανόλης. «Έμεινα και δούλεψα. Μόνο που όταν πέθανε ο πατέρας μου γύρισα, κατά το ’65. Χρειάστηκε να υπηρετήσω στο στρατό, τελικά έμεινα εδώ για πάντα. Αφήσαμε τον παράδεισο κι ήρθαμε στην κόλαση.»
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Alexander Calder.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.