ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΝΟΡΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗ
Χλόη Κουτσουμπέλη, Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.
Το πένθος, τόπος σκοτεινός και άδηλος, ακαθόριστος ως προς τα σύνορα ή την τοπιογραφία του, συχνά γίνεται της ποίησης τόπος καθώς η απόπειρα περιγραφής του δεν υπακούει σε γλωσσικές νόρμες. Το πένθος δεν περιστέλλεται με τη γραφή, μα θρυμματίζεται σε λέξεις για να αναδομηθεί με την ποίηση. Εκεί, θα διατηρηθεί αν όχι ανέπαφο, τουλάχιστον επισκέψιμο.
Η συλλογή χωρίζεται σε δυο μέρη. Κοσμείται από τις λιτές εκφραστικές φωτογραφίες της Μαρίας Κοσσυφίδου, όπου το άλγος του θανάτου και της ζωής αποτυπώνεται σε ασπρόμαυρα στιγμιότυπα και φτάνει στον αναγνώστη με ευγένεια και τρυφερότητα.
Στο πρώτο μέρος της συλλογής με τίτλο «Τα γυάλινα σπίτια» η ποιήτρια ενορχηστρώνει το πένθος και τις ποικίλες εκφάνσεις του σε δημιουργία. «Οι ομοτράπεζοι» νεκροί της, ξαποσταίνοντας στο ποίημα απολαμβάνουν το αγαθό της μη-λήθης. Μα το πένθος δεν αφορά μόνον τους δικούς της νεκρούς και το καταθέτει ξεκάθαρα η ποιήτρια στο ομότιτλο της συλλογής σπονδυλωτό ποίημα που απαρτίζει μιαν από τις ενότητες του πρώτου μέρους. Παιδιά -πρόσφυγες πνιγμένα στην παγωμένη κόλαση του βυθού, θύματα παλιά και νέα της ωμής βίας των βομβαρδισμών, απέθαντες σκιές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά και της σύγχρονης κοινωνικής βίας περνούν συχνά απ’ τα παράθυρα του ποιήματος: «Μερικές φορές έξω από το παράθυρο / περνάει ένας νεαρός / με μία ζώνη δεμένη σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό. / Στο οικοτροφείο περνούσα καλά, της γνέφει / αν εξαιρέσεις τους αλλεπάλληλους βιασμούς, / ένας άλλος σωριάζεται στην τριανταφυλλιά, / την βάφει κόκκινη / στην πλάτη σφηνωμένο ένα μαχαίρι / τραγουδάει για λύκους και μαύρες κουκούλες / και μια σβάστικα που απλώνεται παντού».
Η διαχείριση του πένθους ακολουθεί θαρρείς ένα τελετουργικό που απαιτεί οπωσδήποτε τη θυσία της σιωπής. Εδώ πρέπει να σαλπάρει ο σπαραγμός, η οδύνη οφείλει να σπάσει το νήμα της ιδιωτικότητας και οι λέξεις να βαφτούν με όλες τις αποχρώσεις του μαύρου, για ν’ αποκτήσει υπόσταση η πρόθεση του ποιήματος. Ο λόγος της σπαραχτικός, αποκαλυπτικός, καταγγελτικός. Τα ποιήματα γίνονται σπίτια γυάλινα, διάφανα, διαπερατά στο βλέμμα του αναγνώστη. Συχνά καταρρέουν κι όλα τα θραύσματα καρφώνονται στο ποίημα: «Αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια / δεν είχαν ποτέ καλοστρωμένο κυριακάτικο τραπέζι /κανείς δεν τους πέρασε ποτέ το αλάτι / όσο για το βούτυρο απλώς έλιωνε επάνω στις πληγές / αυτοί που ζουν σε γυάλινα σπίτια / διακριτικά ας αδειάζουν τα σταχτοδοχεία / και ας προσφέρουν πηχτό καφέ παρηγοριάς /σε σεμνά φλιτζανάκια ενός δακρύου».
Σ’ αυτή τη συλλογή δεν λειτουργεί ο υπαινιγμός. Το υπόστρωμα της θλίψης, οι ψυχολογικές διακυμάνσεις, η ενσάρκωση και η επέκταση των τραγικών μύθων στο σήμερα (Θέλω να μάθω/ πώς ο αγαπημένος / μπορεί να είναι γιός και εραστής / πατέρας, βασιλιάς / τυφλός χρησμός / πρησμένη θηλιά/ βήματα με μπαστούνι / ξένος που ξέχασε το αίνιγμα), η οργή και η διαμαρτυρία για τις σύγχρονες και τις παλαιές σφαγές , δεσπόζουν τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος της συλλογής. Το ύφος της διακρίνεται για την πυκνότητά του, ωστόσο διατηρεί πάντα το ουσιώδες. Υποθάλπτοντας τον λυρισμό και μια ιδιάζουσα μουσικότητα, το ύφος γίνεται έρεισμα για το περιεχόμενο που άλλοτε ξεσπά συναισθηματική καταιγίδα κι άλλοτε εκλεπτυσμένος σαρκασμός: «Βγαίνοντας, κλείσε το καλοκαίρι / πίσω σου ανώδυνα. / Έτσι και αλλιώς ο πόνος / θα σε περιμένει στην αποθήκη / μαζί με τα βατραχοπέδιλα / για να τον φουσκώσεις πάλι / το άλλο καλοκαίρι».
Η δεινότητα με την οποία η ποιήτρια χειρίζεται το ισοζύγιο των λέξεων, του ρυθμού και του συγκινησιακού φορτίου, οδηγεί σε ποιήματα όπου η υπέρβαση του αισθητού κόσμου εξωτερικεύει περίτεχνα τις διεργασίες του υποσυνείδητου, πράγμα που συναντάμε και σε προηγούμενες συλλογές της. Άλλοτε ξορκίζει την οδύνη αφήνοντας τις καθημαγμένες λέξεις της στις έρημες εκτάσεις του πόνου κι άλλοτε σηκώνει ανάστημα, σαρκάζει με τόλμη και παρρησία την σήψη και την απάθεια της εφησυχασμένης κοινωνίας. Μερικές φορές, ένα ποίημα μάς βοηθά να κατανοήσουμε κάτι που μέχρι πριν ήταν μακρινό κι ακατανόητο, κάτι που κρύβαμε ακόμη (κυρίως) από τον εαυτό, μα η ποιήτρια το αποκαλύπτει, το εξομολογείται στους αναγνώστες: «Μην έρχεστε σε μένα τους φωνάζω / Διαβάστε την πινακίδα, / είμαι από τη γενιά του ιδιωτικού οράματος / που ομφαλοσκοπεί. / Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι / χώνονται στους στίχους / μπλέκονται στο αμπάρι / πλημμυρίζουν το κατάστρωμα.»
Το πρώτο μέρος κλείνει με το συγκλονιστικό ποίημα –που παραπέμπει σε διάλογο αρχαίας τραγωδίας– με τον τίτλο «Αποχαιρετισμός», μία από χέρι χαμένη αναμέτρηση με τον θάνατο που οδηγεί όμως στον θρίαμβο του ποιήματος.
Ωστόσο, δεν εξαντλείται στο πένθος. Ο έρωτας, σημαντικό θεματικό κέντρο στην ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη κάνει την εμφάνισή του με τα εξαιρετικά ποιήματα «Μαραθώνιος» και «Κινηματογράφος», ακατάλυτος και εμμένων. Δείχνει κατάκοπος, με σπασμούς και τρεμάμενα χέρια κουλουριασμένος λουφάζει μέσα στην κοιλιά της μαύρης φάλαινας. Όμως, χάρη στην ιδιαίτερη ποίηση της Χ. Κουτσουμπέλη, ακόμη κι ο ματαιωμένος έρωτας αντιπροσωπεύει πάντα τις αντιφάσεις και την πολυμορφία των χειρονομιών της αγάπης, τον πλούτο των ενστίκτων και των αισθημάτων που αντιπαλεύουν την άβυσσο του θανάτου.
Το δεύτερο μέρος της συλλογής με τίτλο «Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;» εμφανίζει πολύ ιδιαίτερη δομή. Η ποιήτρια σμιλεύει με στίχους έναν μικρόκοσμο, μια συνοικία θα τολμούσα να πω με ποιήματα-κτίσματα πάνω στα σαθρά θεμέλια του δήθεν καλύτερου κόσμου. Ο αναγνώστης προετοιμάζεται κιόλας από το πρώτο ποίημα της δεύτερης ενότητας γι αυτή τη μετάβαση σ’ ένα άλλου είδους πένθος που έχει απωλέσει την αθωότητα και την ενάργεια του, αφού δεν πρόκειται για το πένθος του θανάτου, αλλά για το άνευρο, αργόσυρτο και βλοσυρό πένθος της ζωής. Δημιουργεί με τους στίχους της ένα αντιπαραμύθι όπου οι ήρωες, το περιβάλλον και τα αντικείμενα που τους περιστοιχίζουν, όλα, εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: διαφυλάττουν τον καθωσπρεπισμό (το πιο «χαϊδεμένο» απ’ όλα τα παιδιά της πολιτισμένης κοινωνίας). Με γνήσια και πρωτότυπη δημιουργική πνοή δίνει ανάσα σε πρόσωπα και προσωπεία που κατοικούν στο ποίημα. Προσδίδει σε αυτά, όχι τυχαία, ονόματα αγγλοσαξονικής προέλευσης και επίθετα-οικόσημα του αδιάβρωτου, εδώ και αιώνες, συντηρητισμού: αξιοσέβαστος, αξιοζήλευτη, αξιότιμος, μοναχοκόρη, καθαρές, εύθυμη. Με τα ουσιαστικά-αντικείμενα φετίχ της αριστοκρατικής κληρονομιάς, όπως οικογενειακά πορτρέτα, κομοδίνα, κορνίζες, πιάνο, μελανοδοχεία και πένες, μπαστούνια και μπουτουνιέρες, νυφικά με ουρά, φραμαπλάδες, δαντέλες, πορσελάνες, κουνιστές πολυθρόνες, γκουβερνάντες και σφιχτές γραβάτες, η ποιήτρια στήνει το σκηνικό για να ερμηνεύσει ο θίασός της την «πολιτισμένη πολιτεία». Οι κάτοικοι αυτής της πολιτείας κοιμούνται και ξυπνούν, συνδιαλέγονται, διαπλέκονται, προσποιούνται (κυρίως προσποιούνται), καιροφυλακτούν, βασανίζουν τους αδύναμους, κομπάζουν, θάβουν τις επιθυμίες τους, ταΐζουν την αλαζονεία, υποκύπτοντας έως θανάτου στα στεγανά της κοινωνικής ευπρέπειας. Οι σχέσεις τους ποικίλουν: οικογενειακές –αδέρφια, σύζυγοι (με οχτώ γάμους και βάλε), εραστές αληθινοί και φαντασιακοί– ταυτοπροσωπίες, μα κυρίως είναι σχέσεις εξουσίας, οι κατ’ εξοχήν σχέσεις του σύγχρονου κόσμου. Όλοι, ομοτράπεζοι στα γεύματα της σιωπής και της υποκρισίας. Οι περσόνες που δημιουργεί η Χλόη Κουτσουμπέλη με τολμηρή εικονοποιία και πρωτοποριακή μορφή, βυθίζονται εκούσια στο ποίημα και αναδύονται ξανά για ν’ αντιμετωπίσουν επιτέλους τον εαυτό τους, να μιλήσουν στον αναγνώστη για τους μύχιους πόθους, την οδύνη και το τραύμα, την ανάγκη για αγάπη, το πάθος της γραφής, μα κυρίως λαχταρούν να μιλήσουν για το ανέκφραστο καθημερινό τους πένθος, για τη φενάκη της ζωής τους, σ’ ένα περιβάλλον στεγνό και στυγνό, όπου σχεδόν ολόκληρος ο κόσμος επινοείται. Ειδικά ο αξιοσέβαστος αστός κ. ΄Οουεν όλα τα επινοεί: «Στο τέλος τον ίδιο του τον εαυτό. / Ένα τέλειο όμικρον με διαβήτη. / Εμπρός λοιπόν κύριε ΄Οουεν,/ εισχωρήστε στο ταπεινό μας σώμα / πλημμυρίστε με χώμα /τα μάτια μας, τα χείλη, την καρδιά / ώσπου να γίνουμε κι εμείς /ένα ακόμη χρυσό δόντι /στην οδοντοστοιχία που αστράφτει.», ενώ η μοναχοκόρη Κόνστανς επινοεί τις αδερφές της για την επιτακτική ανάγκη της επιβίωσης, της δικής της και του ποιήματος. «Οι αδερφές μου είναι στοργικές. / Κάθονται πάντα δεξιά και αριστερά μου./ Έχουν τα μαλλιά του σε κότσο σφιχτό / απαγορεύουν την αιμομιξία. // Μα μια στιγμή, / δεν είχα ποτέ αδερφές. / Αφού από πάντα μου υπήρξα / μοναχοκόρη των δακρύων.» Σάμπως η αξιοζήλευτη δεσποινίς Εντελβάϊς Φλέτσερ έκανε διαφορετικά; «μ’ ένα πινέλο ζωγράφιζε τα δάκρυα. / Ω πόσο λυπημένη ήταν η Εντελβάις. /Ύστερα πάλι τα έσβηνε / και χρωμάτιζε χαμόγελα./ Ω πόσο χαρούμενη ήταν η Εντελβάις.» για ν’ αντέξει την κακοποίηση για την οποία η ίδια σιωπά, μα η ποιήτρια δεν διστάζει να γράψει γι’ αυτήν και τους σκοτεινούς βυθούς όπου καταποντίζει τα θύματά της.
Επίσης, ο φασισμός που δεν έχει εξαλειφθεί, οι επώδυνες παιδικές μνήμες, ο τρόμος των ενοχών, ο πανικός της μητρότητας, η αδηφάγα της θηλυκής υπόστασης μητρική φύση, η βία στην οικογένεια, ο φόβος που εκφράζεται ακόμη και με διατροφικές διαταραχές, αποτελούν τους κυριότερους θεματικούς άξονες. Ο χωροχρόνος των ποιημάτων αυτών είναι απροσδιόριστος και ρευστός. Οι καθαρές δεσποινίδες θα μπορούσαν να κοιμούνται αγκαλιά με τη μεταξένια καθαριότητα των φραμπαλάδων τους στις αρχές του 19ου αιώνα και να ξυπνούν σ’ ένα μοναχικό τριάρι της σημερινής Αθήνας. Γυναίκες που αδυνατούν να ξεπεράσουν τον καταδικασμένο εαυτό τους, μα οι σκιές τους το καταφέρνουν, αφού όλα στροβιλίζονται γύρω απ’ το ποίημα που όπως αναφέρθηκε νωρίτερα αποτελεί την κατοικία τους. Δημιουργεί ποιήματα που δεν επιδέχονται ανάλυση γιατί από μόνα τους υπερθεματίζουν την ανάγκη της έκφρασης και αποτελούν μανιφέστο. Τέτοιο είναι το ποίημα «Ο αξιότιμος κύριος Πόμπους» που μόνο με τα αντιφασιστικά ποιήματα του Μπρεχτ μπορώ να το παραλληλίσω. Τέλος, με μαεστρία και χάρη φέρνει τον Σέρλοκ Χολμς στη συνοικία του μικρού Χανς για να μας θυμίσει ότι συνήθως μπερδεύουμε τον Έρωτα με τον Θάνατο. Αυτή η σύγχυση δεν είναι άλλωστε από πάντα χαραγμένη στα σπλάχνα της ποίησης;
Καθώς διάβαζα και ξαναδιάβαζα τη συλλογή, αναρωτήθηκα πολλές φορές για τις επιρροές της. Τελικά δεν κατέληξα σε ασφαλές συμπέρασμα γιατί ενώ ορισμένα ποιήματα μου θύμισαν τους λυγμικούς στίχους της Ανν Σέξτον, άλλα οδήγησαν συνειρμικά στη φεμινιστική, διαπεραστική ποίηση της Αντριάν Ρίτς και κάποια, σα να συνομιλούσαν με την συγκινησιακή ποίηση της Ντενίς Λέβερτοφ, τελικά συνειδητοποίησα ότι δεν μοιάζει με καμιά ποίηση που έχω διαβάσει. Η Χλόη Κουτσουμπέλη κομίζει κάτι νέο σ’ αυτή την συλλογή που ίσως δεν είμαι αρμόδια να περιγράψω, ωστόσο μπορώ να το αισθανθώ και να το θαυμάσω. Η καινοτομία που εκφράζεται με όλη της τη δύναμη, επικυρώνει την παραπάνω από ερωτική σχέση της με την ποίηση. Η ρίζα της και το σπίτι της, η ποίηση.
Αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια εμπλέκει τα πρόσωπα και τα σπίτια-ποιήματά τους, όπως στο ποίημα με τον τίτλο: Ο μικρός Φρανκ με το ξύλινο πόδι «Πού να είναι άραγε το τυφλό πόδι /του μικρού Φρανκ; / Μήπως το έφαγε ο λυσσασμένος σκύλος / του κυρίου Πόμπους; // Μήπως το καταβρόχθισε η κερένια κούκλα / της κυρίας Σμιθ;». Ο αναγνώστης οδηγείται στην πεποίθηση ότι ο ένας χαρακτήρας γέννησε τον άλλον στης έμπνευσης τον στροβιλισμό.
Με πάθος, θεατρικότητα, εσωτερικό μονόλογο που ενίοτε εκφράζεται και με διάλογο μέσα στο ποίημα, λογοτεχνικές αναφορές και φεμινιστικές προσεγγίσεις, χωρίς ποτέ να καταλήγουν σε κήρυγμα, η Χλόη Κουτσουμπέλη επιχειρεί και καταφέρνει μια νεκροψία των επί χρόνια ψυχορραγούντων κοινωνικών θεσμών, ρόλων και κανόνων. Το πόρισμά της, ποιήματα καταπέλτες ενάντια σε κάθε φανερή ή κρυμμένη εκδοχή φασισμού και βίας, καταγγέλλοντας συγχρόνως την απάθεια και τον συμβιβασμό που κυριαρχεί στα καθαρά λευκά κελιά της δήθεν ευπρέπειας: «“Αυτοί ήταν τότε γάμοι” ξεφυσάς/ και χτυπάς κάτω το μπαστούνι σου. /Διαρκείας από ξύλο ανθεκτικό, /οι άνθρωποι σαπίζουν μαζί με το κρεβάτι / και τα κομοδίνα με σκαλίσματα /δεξιά κι αριστερά. //Γίνομαι κολλαριστή για να με αγαπήσεις ./ Ένας αιώνας πέρασε / και ακόμα δεν με κοιτάς / όταν γδύνομαι μπροστά σου.»
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.