Το μαγαζί ήταν ένα αχανές ημιυπόγειο συνοικιακής πολυκατοικίας, με εξωτερική επένδυση γκρίζου γλιτσιασμένου μάρμαρου. Είχε αργήσει. Πριν πάρει θέση μπροστά στη μηχανή έβγαλε και κρέμασε προσεκτικά το πουκάμισο. Το φανελάκι δεν του πήγαινε να το βγάλει με τόσα κορίτσια γύρω. Τα δουλευταράδικα μεσήλικα “κορίτσια του”!
Ο αερισμός ανύπαρκτος – σα τι να μπει από μια σταθερή τρεχάμετρη* γωνιακή τζαμαρία, μια μονόφυλλη πορτούλα εισόδου, πάντα κλειστή για να κρατάει έξω τα αδέσποτα, κι ένα τόσο δα φεγγιτάκι, μισάνοιχτο προς τα εκατό επί εβδομήντα εκατοστά του σκοτεινού φωταγωγού, που έφτανε κάτω διασχίζοντας ισόγειο συν πέντε ορόφους συν δύο ρετιρέ.
Ήταν βλέπεις ο παρατεταμένος καύσωνας που του τσιγάριζε το μυαλό κι όλο σκεφτόταν πώς να πυρπολούσε αυτό το τσουρούτικο άνοιγμα, να μπουκάρει, λέει, αέρας φρέσκος και δροσερός. Από τις επτά και σαράντα πέντε που έφτανε, μέχρι τ’ απόγευμα στις τέσσερις δε σκεφτόταν παρά τρόπους να γλιτώσει από την αφόρητη ζέστη. Να μη χρειάζεται να δουλεύει βράζοντας ασταμάτητα στην υψικάμινο.
Κατά τις δώδεκα χωνόταν στο κλειστοφοβικό βεσέ κι άλλαζε τη μουσκεμένη φανέλα κι αν έπρεπε και το παντελόνι του, ανάλογα πόσος ιδρώτας είχε κυλήσει και αν το είχε μουσκέψει κι αυτό. Το εσώρουχο δεν το άλλαζε, έχωνε μόνο το ιδρωμένο στη σακούλα. Άλλαζε, μα κόλλαγε. Καμιά φορά μάλιστα συγκαίγονταν τ’ αχαμνά του, ιδρωμένα και τριχωτά.
Αλλά θα ερχόταν χειμώνας, δε θα έρχονταν; Να βάλει το απόγευμα τη τραγιάσκα του και να σουλατσάρει στο ψιλόβροχο στον κεντρικό πεζόδρομο με τα γυάλινα κουβούκλια των μαγαζιών! Να τα βλέπει γεμάτα κόσμο και χνώτα ζεστά, αλλά αυτός να μένει έξω, μόνος, μ’ ένα μειδίαμα ικανοποίησης για την πολυπόθητη διάψευση του παιγνιδιού, χωρίς μάλιστα άσκοπα να ξοδευτεί.
Κι όλο έπαιζε το παιγνίδι και σκάρωνε ιστορίες για μπουγελώματα στην πόλη και για διακοπές μ’ απλωτές, ιστορίες με κακορυθμισμένα αυτόματα ποτιστικά στα παρτέρια της διαδρομής προς τη δουλειά, με ξάστοχα, αυθάδικα ποτίσματα απ’ τα μπαλκόνια, αλλά και πιο τολμηρές, με φεγγαράδες σε ρυτιδιασμένες λίμνες απριλιάτικα, με διάφανα νερά σε κολυμπήθρες, φθινόπωρο στα ορεινά. Πως τάχα ήταν, λέει, άλλη εποχή! Αλλαγμένη από μια δύναμη βαθιά στο μυαλό.
Δε το ‘χε πολύ με τις ιστορίες ο Μάκης και όλο ζούλαγε το τσερβέλο του να σκαρφιστεί κάτι καινούργιο – να ξεχαστεί. Μόνο να μη παίρνει είδηση πως είναι καταμεσής στον καύσωνα, έρμαιο στη μηχανή. Πολύ τον τσίτωνε αυτή του η προσπάθειά, να παίζει το παιγνίδι κόντρα στον ίδρωτα, τη δύσπνοια και τον ατμό.
Αυτά βέβαια το χειμώνα – για όσο μάλιστα δούλευε στο βάθος, κάτω απ’ τις εναέριες ράγες με τα προς παράδοση κρεμαστά του καθαριστήριου, όρθιος στη πρέσα, οκτώ – τέσσερις καθημερινά. Στο ωράριο έβγαζε τις τρεις δωδεκάδες σεντόνια υπέρδιπλα και από κοντά εικοσιπέντε μέτρα κουρτίνες και όλες τις πετσέτες της αλυσίδας κομμωτικής. Ό,τι ξάχνιζε από τ’ ασπρόρουχα, το ρούφαγε αυτός.
Το καλοκαίρι δε σήκωνε το παιγνίδι με τον τάχα μου καύσωνα – τον αποπροσανατόλιζαν άλλωστε όλοι οι άλλοι, που ‘παιζαν κάποια παραλλαγή, τελευταία όλο και πιο φωναχτά. Ντάλα καλοκαίρι ξετσίτωνε, παραδινόταν και διπλοίδρωνε. Έφερνε απλά και δεύτερο φανελάκι στον πάτο της σακούλας με το κολατσιό. Καύσωνας είναι, θα περάσει!
* τρεχάμετρο: υπολογιζόμενο με το τρέχον μέτρο – πολλαπλάσιο μέτρου μήκους (μμ)
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Όλο τον Ιούλιο δημοσιεύουμε κείμενα για τον καύσωνα. Στείλτε κι εσείς το δικό σας!]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.