Στὸν κ. Κώστα Ε. Τσιρόπουλο, μὲ ὅλη μου τὴν ἐκτίμηση
Μὲ συγκίνηση κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ἀποχαιρετοῦμε τὸ πάγκαλο θέρος, ποὺ ἀποσταμένο ἀποχωρεῖ πιά, γιὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ τοῦ χρόνου πάλι μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς πιὸ ἀνανεωμένο καὶ φωτεινό, ἡ ὁποία τοῦ κλείνει καὶ τὴ θύρα μὲ τὴν ἔσχατη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τοῦ χρόνου τὴ γιορτή, τῆς Καταθέσεως τῆς Τιμίας Της Ζώνης.
Ὡστόσο, μπορεῖ νὰ κατευοδώνουμε τὸ φωτεινὸ τὸ καλοκαίρι, ὅμως ὑποδεχόμαστε τὸ νοσταλγικὸ, «τὸ συνετό» (Ὀδυσσέας Ἐλύτης) καὶ ρεμβῶδες φθινόπωρο, τὴν ἐποχὴ δηλαδὴ τῆς ἀναζωογόνησης τῆς φύσης, ἀλλὰ καὶ τῆς δικιᾶς μας τῆς ψυχῆς, μὲ βακτηρία σταθερὴ τὴ γόνιμη τὴ μοναξιά, ποὺ τὴ χαρίζει στὰ «δειλινὰ τὰ πένθινα, τὰ φθινοπωρινά»( Κ. Οὐράνης).
Ριτυδωμένα τὰ νερὰ τῆς θάλασσας, μέσα στὴν ὁποία χαιρόμασταν τοῦ θερινοῦ τοῦ μεσημεριοῦ τὴ φιλοξενία. Κι ἀπὸ τὸ βάθος, μιὰ γραμμὴ μισοσκότεινη, γκρίζα καὶ χαμηλὰ φωτισμένη, μᾶς ἀνοίγει πιὰ τὴν πύλη γιὰ νὰ χαροῦμε τὴ φθινοπωρινὴ τὴν ἡσυχία, τὴ ρέμβη καὶ περισσότερο νὰ καταλάβουμε τὴν ψυχή μας. Γιατὶ μὲ αὒτὲς τὶς μελαγχολικὲς νότες τῶν ἐποχῶν ἀρχίζει καὶ τὸ ξεφύλλισμα τοῦ πολυγραμμένου τετραδίου τῆς ζωῆς μας, ποὺ δὲν παραλέιπει νὰ διασώζει σημειώσεις καὶ μνῆμες. Αὐτὰ τὰ μοναδικὰ τεκμήρια, ποὺ θὰ ἀφαιρέσουν ἀπό τοὺς μεταγενέστερους τὴν ἰδιότητα νὰ ψάχνουν. Ἄν φυσικὰ τὸ ἐπιθυμοῦν…
Ὅμως μέσα στὸ σχεδίασμα τοῦ χάρτη τοῦ φθινοπωρου πού μᾶς ἄγγιξε, ὑπάρχουν καὶ τὰ σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ κάθε τέτοιον καιρὸ μᾶς γνεφουν νὰ τὰ ἐπισκεφτοῦμε. Κι ὄχι μονάχα αὐτό, ἀλλὰ νὰ κατορθώσουμε νὰ ξαναζήσουμε, ἔστω γιὰ λίγες, ἀπειροελάχιστες στιγμὲς τὴν τρυφερότητα καὶ τὴν ὀμορφιὰ πού διακρατοῦν. Κι εἶναι οἱ στιγμὲς αὐτὲς, ἐκεῖνοι οἱ πρῶτοι μας βηματισμοὶ στὸ Σχολεῖο. Βηματισμοὶ δειλοὶ καὶ ἀμήχανοι, καθὼς μέσα στὸ πρωϊνὸ ποὺ εὐωδίαζε μοῦστο καὶ νοτισμένο χῶμα, μὲ τὸ τετράδιο καὶ τὸ μολύβι στὸ χέρι, καθόμασταν στὸ παλιὸ ξύλινο θρανίο, ὅπου διακρίναμε τὰ σημάδια τῆς παρουσίας τῶν προηγούμενων ἀπὸ μᾶς παιδιῶν, ἀφοῦ ἦταν χαραγμένα κάποια ἀρχικά, ἤ ὑπῆρχαν σταλαγμοὶ ἀπὸ μελάνη… Ἀλήθεια, σκέφτεσαι σήμερα, ὕστερα ἀπὸ ἐξήντα περίπου χρόνια: Νὰ σώζονται ἀκόμα ἐκεῖνα τὰ παλιὰ ξύλινα θρανία, ὅπου κι ἐσὺ χάραξες τ᾿ ἀρχικά σου;
Θυμᾶσαι ἐπίσης τὴν πρώτη ἀπόπειρα νὰ γράψεις, μὲ τῆς καλῆς δασκάλας τὸ μητρικὸ τὸ χέρι νὰ κρατάει τὸ δικό σου, γιὰ νὰ χαραχτεῖ ἔτσι ἡ πρωτη γραμμούλα, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπό τὴ βροχούλα. Πότε κάθετη, πότε λοξή… Ὅπως τὴ βλέπαμε ἀπό τὰ μεγάλα τὰ παράθυρα τοῦ Σχολείου νὰ πέφτει καὶ νὰ ποτίζει τὸ χῶμα, τὰ δέντρα, τὰ φυτά. Γυαλοκοποῦσαν τὰ φύλλα τότε, ἀλλὰ καὶ τὸ μωσαϊκὸ στὰ σκαλιά. Κοιτούσαμε κι ἐμεῖς καὶ σχεδιάζαμε αύτὲς τὶς κάθετες ἤ λοξὲς λεπτὲς ὓδάτινες κλωστές… Καὶ χαιρόμασταν, καθὼς γεμίζαμε τὰ φύλλα τοῦ τετραδίου, τοῦ ντυμένου μὲ κόλλα σκοῦρα μπλὲ καὶ στολισμένου μὲ τὴν ἀσπρογάλαζη ἐτικέτα ποὺ ἔγραφε τὸ ὄνομά μας. Ποῦ νὰ ξέραμε τότε πὼς ἡ λιτὴ βροχούλα θὰ μεταμορφωνόταν ἀργότερα σὲ γράμματα, σὲ λέξεις, αὐτὰ τὰ μαγικὰ στοιχεῖα τοῦ λόγου, σὲ φράσεις, ποὺ θὰ μᾶς βοηθοῦσαν νὰ γράφουμε τόσα καὶ τόσα, νὰ ἐπικοινωνοῦμε καὶ ν᾿ ἀφήνουμε κομμάτια τῆς ψυχῆς μας ὡς κληρονομιά στοὺς μεταγενέστερους: τὰ βιβλία δηλαδή, τὶς ἐπιστολές, ἀκόμα καὶ τὰ πλέον λιτὰ σημειώματα…
Γι᾿ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ θ᾿ ἀνατείλει τὸ φθινόπωρο ἀναζητῶ ἐκείνη τὴ βροχούλα καὶ τὸ ζεστὸ χαμόγελο τῆς δασκάλας μας, ποὺ μᾶς γέμιζε μὲ αἰσιοδοξία καὶ θἐληση γιὰ μάθηση. Καὶ μὲχρι σήμερα τὴν εὐγωμονῶ…
[Πρώτη δημοσίευση. Ἡ φωτογραφία εἶναι τοῦ Κωνσταντίνου Μάνου.]