Τη γνώρισα και την ξεχώρισα στο εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής της Χαράς Νικολακοπούλου. Πνεύμα οξυδερκές, λόγος διατυπωμένος από πένα που «τόχει», αποθήκη μνήμης τεράστια, μας έδωσαν εκεί τις πρώτες της διηγήσεις. Την ενθαρρύναμε όλοι να βγάλει στο φως όσα έκρυβε στον νου και την καρδιά της. Και να, λοιπόν που η Φωτεινή Βασιλοπούλου πρωτοεμφανίζεται στα νεοελληνικά, μεσσηνιακά Γράμματα με δεκαεπτά (17) διηγήσεις της τοποθετημένες σ’ ένα κομψότατο βιβλίο με τίτλο Για μια χούφτα ζωή, που εκδόθηκε στο τέλος του καλοκαιριού από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Το ασυνήθιστο σχήμα και λιλιπούτειο μέγεθος του βιβλίου λίγο απέχει από ένα καλεντάρι που όλοι θα θέλαμε να έχουμε στην τσέπη μας. Και ίσως του δόθηκε το μικρό αυτό σχήμα για να μπορεί κάθε Μεσσήνιος να το χρησιμοποιεί σαν τέτοιο, μια και εκεί η Φωτεινή Βασιλοπούλου θησαύρισε ιστορίες, εικόνες, μνήμες από την παλιά ζωή στη Μεσσηνία που όλοι οι Μεσσήνιοι θα θέλαμε να κρατήσουμε, να φυλάξουμε. Ο ναΐφ ζωγραφικός πίνακας, μ’ ένα καθαρά ελληνικό τοπίο της υπαίθρου, κοσμεί το εμπροσθόφυλλο και είναι απολύτως ταιριαστός με τους ναΐφ, δηλαδή τους απλοϊκούς χαρακτήρες που είναι οι πρωταγωνιστές, οι ήρωες στις αφηγήσεις της και που φυσικά ζουν στο φυσικό περιβάλλον που απεικονίζεται σ’ αυτόν και μιλούν τη μεσσηνιακή ντοπιολαλιά.
Η νεαρή φιλόλογος της αγγλικής και της ελληνικής γλώσσας που ζει και εργάζεται στην Καλαμάτα, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση γεννήθηκε στην Καλαμάτα, αλλά μεγάλωσε στη Χρυσοκελλαριά Ανατ. Πυλίας. Κάνοντας βεβαίως την πρώτη συγγραφική της απόπειρα, η Φ.Β. πιστεύω ότι δύο βασικούς στόχους είχε στο μυαλό της. Ο πρώτος στόχος ήταν να αποδώσει έναν οφειλόμενο σεβασμό σ’ εκείνη την κοινωνική ομάδα των ξωμάχων που κράτησαν όρθια την Ελλάδα σε προηγούμενες δεκαετίες και ο δεύτερος, ίσως και σημαντικότερος, να διασώσει τη μεσσηνιακή ντοπιολαλιά που άρχισε να χάνεται οριστικά στη δεκαετία του ’80.
Με γνώμονα και τους δύο αυτούς στόχους, το βιβλίο της Φ.Β. είναι μια κιβωτός μέσα στην οποία διαφυλάσσονται καταστάσεις, πρόσωπα και χαρακτήρες που θα χαθούν με το «φευγιό» και των σημερινών ωρίμων από τη ζωή, αλλά κυρίως ένας γλωσσικός θησαυρός που ως αυτή την έκδοση έχει τηρηθεί στην αφάνεια. Είναι επομένως βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει ούτε ένας Μεσσήνιος ενήλικας που δεν θα συγκινηθεί από την ανάγνωση, είτε γιατί θα θυμηθεί το σκληρό πρόσωπο της παλιότερης μεσσηνιακής αγροτικής ζωής, είτε γιατί θα ηχήσουν στ’ αυτιά του οι ομιλίες, οι διάλογοι του παππού, του μπάρμπα ακόμα και του πατέρα ή της μάνας του.
Αυτούς τους ανθρώπους η Φωτεινή Βασιλοπούλου βάλθηκε να τους ζωντανέψει με τον προικισμένο λόγο της με το πολύ προσωπικό και ιδιαίτερο ύφος της κι έτσι να τους κρατήσει για πάντα στη ζωή. Γι’ αυτό και το βιβλίο αυτό δίκαια το αφιέρωσε στο χωριό της, τη Χρυσοκελλαριά και αυτή της η προσπάθεια ίσως της πρόσφερε μια λύτρωση ψυχής, «γιατί κάθε απόγιομα ο θάνατος και οι σκιές μας κυνηγούν», σημειώνει η ίδια την παραπάνω ρήση ως εισαγωγή στο βιβλίο της.
Οι δεκαεπτά ιστορίες της Φ.Β. προέρχονται από ένα παρελθόν που σβήνει στις παρυφές της δεκαετίας του ’70 και στηρίζονται σε ψήγματα αφηγήσεων προσώπων κοντινών προς αυτήν ή σε αφηγήσεις που άκουσε τυχαία ή σε γεγονότα που η ίδια ως παιδί έζησε στην περιοχή της Πυλίας και, επειδή διασταλτικά καταγράφτηκαν, εντυπώθηκαν ισχυρά στο παιδικό και νεανικό της μυαλό.
Με βάση τα παραπάνω έπλασε τους χαρακτήρες της, τους έδωσε σάρκα και οστά, κινούμενη στα όρια πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Μίλησε για τις συνήθειες της συγκεκριμένης περιοχής, κατέγραψε άμεσα ή έμμεσα το ήθος των ανθρώπων της πυλιακής υπαίθρου, δηλαδή τους ηθογράφησε, χωρίς ωστόσο η ηθογράφηση να αποτελεί την αρχική της πρόθεση. Ταυτόχρονα βεβαίως περνάει στον αναγνώστη και μηνύματα που προκύπτουν από τα παρελθόντα ήθη, ενώ υπογραμμίζει εκείνες τις αξίες που διαχρονικά φτάνουν ως τις μέρες μας.
Κάθε διήγησή της είναι αφιερωμένη σε κάποιο κοντινό της πρόσωπο. Ωστόσο δεν θα ήταν καθόλου απαραίτητο και χρήσιμο, ο αναγνώστης να προβληματιστεί αν στοιχεία του μύθου προσιδιάζουν στον χαρακτήρα εκείνου στον οποίο αφιερώθηκε το κείμενο.
Αν το γενικό κάδρο σε όλες τις ιστορίες είναι μια κοινωνία αναγκεμένη και στερημένη από τα πάντα και φυσικά και από τη μόρφωση, τότε φυσικό είναι μέσα σ’ αυτό να χωρά η αρρώστια (και μάλιστα για εκείνη την εποχή, η φυματίωση), η ξενιτιά, ο πόνος για τον εξαναγκασμό της καταφυγής σ’ αυτήν, η μοίρα των γυναικών που παντρεύονται στα ξένα, η πονηριά που ανθεί, η θλιβερή μοίρα των γυναικών σε οποιοδήποτε σταθμό της ζωής τους (γάμος, θάνατος, χηρεία), η παιδική εργασία, η ανδροκρατούμενη πατριαρχική κοινωνία, το παιδικό πείσμα, η αδικία με την οπτική των αθώων παιδικών ματιών, η επιβεβλημένα ανομολόγητη αγάπη ακόμα κι ανάμεσα στ’ ανδρόγυνα και φυσικά δοξασίες και δεισιδαιμονίες, φόβοι και άγνοια που σχετίζονται με τον θάνατο και τη μεταφυσική.
Η αφηγήτρια, παντογνώστρια και πανεπόπτρια, ενώ μιλά σε τρίτο πρόσωπο, καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον, οδηγώντας κάθε φορά τον αναγνώστη σ’ ένα αβίαστο τέλος που τον αφήνει ή να το μαντέψει ή να το αποφασίσει ο ίδιος. Το μάτι ωστόσο της συγγραφέως διαφαίνεται πάντα σταθερά κριτικό στα διαδραματιζόμενα, γιατί στην αφήγησή της περισσεύει ο σαρκασμός, η ελαφρά ειρωνεία, η διαμαρτυρία και το παράπονο, τα οποία ταυτίζονται με ανάλογα του αναγνώστη, γι’ αυτό και τον κινητοποιούν συναισθηματικά. Οι ιστορίες συχνά ξεκινούν με το στοιχείο του αιφνιδιασμού ή της έκπληξης, οι προτάσεις είναι μικρές και αξίζει κανείς να προσέξει την αβίαστη μετάπτωση από τη γλώσσα της αφηγήτριας στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.
Οι διάλογοι είναι αποκαλυπτικοί των ηθών των ηρώων, ενώ τα σχήματα λόγου, όπου υπάρχουν, είναι επιτυχημένα και στοχεύουν πολύ καίρια στον εξωραϊσμό του νοήματος. Π.χ. (περπατούσε) «σαν μικρός περήφανος ντερβίσης», «μια ομορφιά που την αυλακώνει καθημερινά ο ήλιος, το ξεροβόρι κι η αγροτιά».
Για το ιδιότυπο λεξιλόγιο που αποτελεί και τη σταθερή αξία των κειμένων (πόνηγε, πώς πόνηγε, τα σμπηξε χάμου, σκουτιά και σκουτάκια) η συγγραφέας σωστά παραθέτει εκτεταμένο ερμηνευτικό ευρετήριο.
Με τη βεβαιότητα ότι η μικρή αυτή κιβωτός του αφηγηματικού λόγου της Φωτ. Βασιλοπούλου θα έχει ωραίο και χρήσιμο ταξίδι στον χρόνο, αναμένουμε με περιέργεια τη συνέχεια… από μια ήδη ώριμη λογοτέχνιδα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Inge Morath.]
Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.