α΄
Το φως που εγκλωβίστηκε στον κήπο.
Όχι τόσο ένας κήπος, όσο η ιδέα του κήπου.
Περπατάω ξυπόλητος με ένα φλουτ στο χέρι.
Πράσινα σκοτάδια αποπνέουν τα ύστερα φύλλα,
το τριφύλλι στις πατούσες, ο αφρώδης οίνος
στο λαρύγγι μου, η γεύση από ένα φιλί,
πάλι το αγιόκλημα, οι φιλενάδες
λίγο πριν συγκλίνουν και γίνουν ένα
απόψε, με τα φιλήδονα σκοτάδια του ύπνου.
στ΄
Δυο αγκαλιές κήπος ο κάμπος. Χώμα
για τα ποιήματα: το συναίσθημα
να τον διασχίζει απ’ τον τοίχο του πατρικού
ως εκεί που σπάει το φράγμα του ο ήχος,
να τον διαπερνά και να τον παραδίδει αλώβητο.
Χώμα εύφορο. Χώρος μεταμορφώσεων.
Χορός μεταμφιεσμένων. Ώσπου να ριζώσει
ένα φιλί στο μάγουλο κι ένα φιλί στο στόμα.
Ένας κήπος μικρός στον αδήωτο κάμπο.
ζ΄
Μια αιώρα τεντωμένη ανάμεσα σε δυο
συμβολαιογραφικές πράξεις: αγοράς
και πώλησης. Αλλάζουν οι ιδιοκτήτες.
Ξεφτίδια ενθυμίων. Αναστεναγμοί.
Ένας φίλος. Μια στιγμή. Μια πόλη.
Ένας άντρας. Μια νύχτα. Μια όμορφη.
Αναφιλητά. Ένα, δύο και τρία βήματα βαλς.
Αναοδογυρισμένες καρέκλες. Καμένη χλόη.
Κάποτε έκλεψα κι εγώ έναν κήπο.
[Από τη συλλογή Αλτσχάιμερ αρχόμενο, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2017. Φωτογραφία: Laura Makabresku.]
Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.