Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Μητροπόλεως 125, σε έναν λιτό, μινιμαλιστικό χώρο, στην “ΟΚΤΟ Photogallery”, από τις 16 ως τις 24 Μαΐου, συναντιέται η φωτογραφία με την ποίηση, η εικόνα με τη λέξη.
Ο Θανάσης Ράπτης, φωτογράφος, και η Αναστασία Γκίτση, ποιήτρια, συνομιλούν με τον Γερμανό ρομαντικό ποιητή Friedrich Rückert (1788-1866) και συστήνονται με απλότητα και σεβασμό στο κοινό της πόλης.
Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, ενώ ο βαρύτονος Γρηγόρης Πυριαλάκος ερμήνευσε με την καθηλωτική φωνή του κάποια από τα έργα του Γερμανού ποιητή που είχε μελοποιήσει ο Gustav Mahler.
H ποιήτρια, Αναστασία Γκίτση, ζώντας τα τελευταία χρόνια μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, «γνώρισε» τον τιμώμενο ποιητή Rückert από το άγαλμα-μνημείο του που δεσπόζει στην πλατεία της γενέτειράς του, Schweinfurt, όπου η Αναστασία διαμένει, και «συνδέθηκε στενά» μαζί του, θέλοντας εξαρχής να πραγματοποιήσει κάποιο σχετικό με αυτόν project.
Ο Friedrich Rückert, λοιπόν, υπήρξε πολυγραφότατος ποιητής, μεταφραστής και καθηγητής Ανατολικών γλωσσών στα πανεπιστήμια του Erlangen και του Βερολίνου αργότερα. Γνώριζε 45 (!) γλώσσες και οραματιζόταν έναν κόσμο αλληλοκατανόησης και αδελφοσύνης που μέσω της ποίησης μπορούσε να επιτευχθεί. Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε το 1834 τα περίφημα “Kindertotenlieder” («Τραγούδια για νεκρά παιδιά») μετά το θάνατο των δικών του δύο παιδιών. Τα ποιήματα αυτά δημοσιεύτηκαν το 1872, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του ίδιου, και πέντε μελοποιήθηκαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, από τον Mahler, o οποίος είχε εμμονή με το θέμα του θανάτου, έχοντας μια τραυματική παιδική ηλικία, καθώς είχε χάσει έξι από τα αδέλφια του.
Στην εν λόγω έκθεση, η Έλενα Παλλαντζά, καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, μεταφράζει κάποια από αυτά τα ποιήματα του Rückert στα ελληνικά, ενώ η Αναστασία Γκίτση δημιουργεί δικά της, συνομιλώντας με τον θλιμμένο ποιητή αλλά και με τον φωτογράφο.
Ο τελευταίος επιλέγει ασπρόμαυρες φωτογραφίες άλλων ανώνυμων φωτογράφων με μικρά έως νεαρά κορίτσια που βρέθηκαν είτε σε παλιά οικογενειακά άλμπουμ είτε σε κορνίζες είτε σε κάποιο μνήμα. Αθώες παιδικές φυσιογνωμίες, νεαρές κοπέλες γεμάτες σφρίγος και υποσχέσεις στο βλέμμα, εκπρόσωποι μιας εποχής περασμένης αλλά και κοντινής ταυτόχρονα. Γιατί «η φωτογραφία είναι η διατήρηση του κόσμου», όπως είπε ο διάσημος Αμερικάνος φωτογράφος Eliot Porter, υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και του τόπου, όπως και η ποίηση, τολμώ να συμπληρώσω εγώ.
Ο Γερμανός ποιητής θρηνεί για το «σβησμένο λυχνάρι στη δική του σκηνή», αλλά προσβλέπει πάντα στο «αιώνιο φως» (“ewige Licht”), «για κει απ’ όπου όλες οι λάμψεις βγαίνουν» (“Dorthin, von wannen alle Strahlen stammen”).
Και η φωτογραφία άλλωστε επιβεβαιώνει τον ποιητή και πραγματοποιεί το ασύλληπτο, την ακινησία του χρόνου και την αιχμαλωσία του άπειρου σε μια ματιά: “Ο Augen! O Augen!/ Gleichsam um voll in einem Blicke/Zu drängen, eure ganze Macht zusammen”(« ω μάτια εσείς, ω μάτια/ Όλη τη δύναμή σας θέλοντας να κλείσετε/Σε μια ματιά μονάχα»). Η κάθε φωτογραφία που εκτίθεται ποίηση παγιδευμένη στο κλάσμα του δευτερολέπτου μοιάζει…
Η ποιήτρια, Αναστασία Γκίτση, ως διερμηνέας μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου, μεταξύ παρόντος παρελθόντος, αφουγκράζεται με προσοχή και σεβασμό τον πόνο του Friedriech Rückert και ανοίγει διάλογο μαζί του, αλλά και με τα ασπρόμαυρα, θολά από το πέρασμα του χρόνου, πρόσωπα των νεκρών κοριτσιών, απευθύνοντας ερωτήσεις που γράφει ιδιοχείρως με γαλαζοπράσινο μελάνι στο λευκό πλαίσιο των φωτογραφιών, ζητώντας εναγωνίως απόκριση∙ αυτήν που ίσως μόνο οι νεκροί μπορούν να δώσουν. Ο χρόνος παγωμένος σε μια στιγμή∙ μετά απόλυτη σιωπή: «βουβό ρολόι/ το στόμα σου//δεν λέει/ούτε το πριν/ούτε το μετά// πότε θα μου μιλήσεις;»
Η φωτογραφία εδώ, όπως και το ποίημα, δεν απευθύνεται μόνο στη νόηση, αλλά κυρίως στην καρδιά και στις αισθήσεις. Συγκινούν και ταξιδεύουν τον κοινωνό τους, προκαλώντας συναισθήματα που ξεφεύγουν από τα τοπικά και χρονικά όρια των εικόνων και των λέξεων, συνδέοντας πανηγυρικά το θάνατο με τη ζωή, εκμηδενίζοντας τη λήθη μέσω της εικαστικής και ποιητικής μνήμης. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Ο Φωτοφράκτης» απηχείται με μοναδικό τρόπο η αισθητική αποτίμηση του ποιητή για τη φωτογραφία και η κινητοποίηση της φαινομενικής στατικότητάς της μέσω της ποίησης:
Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα· από μια στατική στιγμή (ας πούμε καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών και πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε οντοποίησιν απτήν και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας.
Πριν κλείσω, θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους νέους και πολλά υποσχόμενους συντοπίτες μου, που εμπνεύστηκαν και υλοποίησαν, μέσω της λιτής αλλά περιεκτικής αυτής έκθεσής τους, τη σύζευξη τόπων, χρόνων και τεχνών, κομίζοντας το μήνυμα της ενότητας και της αδελφοσύνης που πρεσβεύει η τέχνη και ο πολιτισμός.
Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.