Ελένη Γκίκα
Ιδεολογικά Ύποπτη
Διηγήματα
Εκδ. Καλέντης, 2016
136 σελ.
1.
«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ’σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα· και το να ’σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ’σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ’χει την υπόσταση φαντάσματος)».
Στο διάστημα μιας πενταετίας, μετά τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματα, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας (υποψήφιο για το βραβείο αναγνωστών 2012), Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ και Λίλιθ, τις δυο ποιητικές συλλογές, Η Αρχιτεκτονική της Ύπαρξης και Εν Ύπνω, και τα βιβλία για παιδιά, Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας, Η ζωγραφιά που ταξιδεύει και Οι μουσικές της Αρσενόης− η Ελένη Γκίκα εκδίδει στα τέλη του 2016 από τις εκδόσεις Καλέντη μια πολύμορφη συλλογή διηγημάτων, με τον τίτλο Ιδεολογικά Ύποπτη.
Τα μικρά ή μεγαλύτερα διηγήματα που συγκροτούν την συλλογή, ακολουθώντας αυτόνομη πορεία τόσο ως προς τους τίτλους όσο και ως προς το περιεχόμενο, συγκροτούν ταυτόχρονα ένα ενιαίο σύνολο χάρη στο ιδιαίτερό τους ηχόχρωμα, την δύναμη της ιδιοπροσωπείας τους και μιας καλά οικοδομημένης και επεξεργασμένης λογοτεχνικής τεχνικής.
Παραθέτουμε από το οπισθόφυλλο:
«Μια Ρόζα που είναι κάκτος και ονειρεύεται ιβίσκους, νεραγκούλες και καμέλια ιαπωνική, αυτοκρατορική, μια Ζέλντα που εξακολουθεί να αγαπά ακόμα κι όταν ο εαυτός της χαθεί, μια Λόλα, “έξω ψυγείο, μάρμαρο, πάγος” και μέσα “σκαντζόχοιρος που αιμορραγεί”, μια γυναίκα που έγινε αυτί, μια Μύρνα που αδίκως την ψάχνουν, μια Χανελόρε που γίνεται άλλη, αναλόγως του πώς τη βλέπει κανείς, η νεραϊδούλα των flower fairies η αυτοκαταστροφική, μία εργασιομανής και μία εμμονική, μία σύζυγος-Πηνελόπη πιστή, μια έγκλειστη ευτυχής, μία άλλη που επιστρέφει, μια που φοβάται και μια που τραυλίζει και μένει εκεί».
2.
23 ιστορίες που σε όλη τους την έκταση (και προέκταση) αποτυπώνουν με τρόπο εναργή όχι μόνο αυτά καθαυτά τα γεγονότα τους αλλά και ό,τι πιο εσώτερο και πολύτροπο κρύβεται πίσω τους.
«Ξημερώθηκε σαν να της υπαγόρευαν. Σαν Ζαν Ντ’ Άρκ. Ακούγοντας φωνή ψιθυριστή μες στο κεφάλι».
Η αφήγηση, αλλού πλούσια και παραστατική και αλλού ασθμαίνουσα και σχεδόν κρυπτική, ξεφεύγοντας από τα στενά πλαίσια μιας δεδομένης πραγματικότητας ενδύεται και μερικές φορές ολοσχερώς παραδίδεται σε καταστάσεις ονειρικές, κυριαρχημένες από ανεκπλήρωτες επιθυμίες και αντιδράσεις ή εικόνες που ξεπηδούν από τη σκοτεινή σπηλιά του ασυνείδητου.
Στο εκτενές πρώτο διήγημα η ιστορία έχει ως εξής: μια κοπέλα που από μικρή αγαπά τα λουλούδια και μεγαλώνει μέσα σ’ αυτά, ─πικροδάφνες, αλμυρίκια, και κυρίως τριαντάφυλλα Miniature Roses, εξ ου και το όνομά της, Ρόζα─, στην ενηλικίωσή της, θα γίνει αίφνης αλλεργική. Εξ αιτίας της αρρώστιας της, θα περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια κλεισμένη μέσα σε ένα γραφείο του Υπουργείου Γεωργίας, ως γεωπόνος, αρμόδια για ψεκασμούς κατά του δάκου. Τα πρωινά στη δουλειά της πλήττει, τα βράδια, όμως, γράφει σαν μανιακή κείμενα, τα περισσότερα για άνθη και φυτά, που τα στέλνει σε ένα περιοδικό. Μέσα από ένα πλήθος στοιχείων αυτοαναφορικότητας και διακειμενικότητας, «Στον τάφο της Μαργκερίτ Ντιράς μια γλάστρα…», «Στους Μποβουάρ και Σάρτρ κάτι κάστορες», «Στην Εντίθ Πιάφ ως και λουλούδι πλαστικό(…)», «Στον Μποντλέρ, τίποτα (…) Σάμουελ Μπέκετ και Ιονέσκο, ολόξεροι και αστραφτεροί (…)» και σε αγαστή συμπόρευση με την παράθεση σκέψεων, απόψεων ή κριτικών κειμένων για λογοτεχνικά βιβλία αγαπημένων συγγραφέων (πρωτοστατεί εδώ η Νένη Ευθυμιάδη) αλλά και μια ευφάνταστη και ποιητική αναφορά σε άνθη φυτά και δέντρα, η ιστορία, στην εξέλιξή της, αποκτά έντονο αστυνομικό σασπένς. Ταυτόχρονα, σκιαγραφώντας με ευρηματικές αφηγηματικές πινελιές την ιδιαιτερότητα, της Ρόζας πρωτίστως, και δευτερευόντως του αστυνομικού Αρσένη, συγκροτεί ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα με έντονα τα στοιχεία του αναστοχασμού και της υπαρξιακής αγωνίας. Το τέλος δεν θα είναι μόνο συγκλονιστικό αλλά και σπαρακτικό.
Ο λόγος, παντού τριτοπρόσωπος, παραμένει μέχρι το τέλος ως προς το ερώτημα ποιο ακριβώς είναι το υποκείμενο που τον εκφέρει, αινιγματικός. Ξεκινώντας ως «Κάκτος σε σχήμα καμέλιας», Α΄ ΜΕΡΟΣ, «Τα ρόδα της Ρόζας», Β΄ΜΕΡΟΣ, Κωδικός παραγγελίας, και στη συνέχεια πάλι «Κάκτος σε σχήμα καμέλιας», αναρωτιόμαστε: το Πέμπτη 17 Ιουλίου, μεσάνυχτα «Γράφει το «Μαύρο Ρόδο», επέχει θέση υπογραφής στο κείμενο που έχει προηγηθεί ή αποτελεί τίτλο-προμετωπίδα στο κείμενο που πρόκειται να ακολουθήσει; Θα μπορούσε η Ρόζα ως Μαύρο Ρόδο να διηγείται με τόση ενάργεια (ειλικρίνεια, αισθαντικότητα, ενδελέχεια) τα διαδραματιζόμενα, σκιαγραφώντας όχι μόνο τον εαυτό της αλλά και τον άλλο ήρωα, τον αστυνόμο Αρσένη;
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ούτε στο προηγούμενο ούτε και στο επόμενο κείμενο αλλάζει το ύφος της. Πρόκειται για αφηγητή παντογνώστη; Το αντίθετο. Ο αφηγητής, όχι μόνο εδώ αλλά και σε όλα τα διηγήματα της συλλογής, μοιάζει περισσότερο με καλειδοσκόπιο. Πολυπρισματικός εστιάζει τόσο πολύ στα πρόσωπα, που στο τέλος μοιάζει να μην είναι αυτός που αφηγείται την ιστορία τους αλλά οι ίδιοι οι ήρωες που τον καθοδηγούν στην καταγραφή της.
Μέσα από την «ομοιοσυστασία» των κειμένων της κυρίας αφήγησης και των κειμένων που στέλνει η Ρόζα στο περιοδικό ως «Μαύρο Ρόδο», αποκαλύπτεται στον προσεκτικό αναγνώστη η κρυμμένη ειρωνεία. Αφηγητής και ήρωες αποτελούν ένα και το αυτό. Συμπληρωματικοί ή άλλοι εαυτοί του ίδιου τού συγγραφέα (συγγραφικά ετερώνυμα, για να θυμηθούμε και τον Πεσσόα).
3.
Πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει από την κόλασή του; «Εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της. (…)
«Με τα πόδια γράφεις», μοιάζει εκείνος να της καταλογίζει, σχεδόν της το κατηγορεί»
«Το να γλεντάς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας».
«Πού πάνε αλήθεια όλες αυτές οι πυροσβεστικές; Αφού καμιά φωτιά δεν σβήστηκε ποτέ επί της ουσίας».
Στο Ράγισε!, δεύτερο κατά σειρά διήγημα, η κεντρική περσόνα «ευάλωτη, σαν άψητο λεπτό γυαλί», και σε έμμεση συνομιλία και συνάφεια με τη ζωή της Ζέλντα Σέιερ μέσω της Σκότι Φιτζέρλντ, κόρης του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ, θα ομολογήσει τελικά πως «η ρωγμή, από την πρώτη στιγμή ήταν σε κείνη».
Στις Ανεπίδοτες επιστολές ένας δεσμευμένος άντρας γράφει σε μια γυναίκα εξομολογούμενος τον έρωτά του και αποκαλώντας την Ιθάκη του και «Πηνελόπη που έπλεκε αντί πουλόβερ ανεπίδοτες επιστολές», ενώ εκείνη θα συνεχίσει να γράφει ανεπίδοτες επιστολές κι όταν αυτός θα την έχει πια αρνηθεί.
Ενδιαμέσως, την σκυτάλη της αφήγησης θα πάρει η νόμιμη σύζυγος που μέσα από μια εκ βαθέων ομολογία θα καταλήξει: «όχι, το βλέπω, το παραδέχομαι (…) όμως είναι για όλους μας αργά, δεν θα σας διευκολύνω».
Άλλο ένα στοιχείο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο εκφέρονται και εξελίσσονται τα αφηγηματικά «ύφη». Ξεκινώντας με λόγο περισσότερο ή λιγότερο καθημερινό γρήγορα υιοθετούν την ρέουσα τονικότητα της εξομολόγησης με στοιχεία πικρά λυρικά, νοσταλγικά ή παραληρηματικά.
4.
«Πώς ανασταίνεται ένα νεκρό χωριό; Με μπαρ, εστιατόρια και καφενεία, όπως στην Τήλο;»
«Πώς μεγαλώνει μια καρδιά; Εύκολα. Είναι πλασμένη από υλικό που τεντώνεται και φτάνει στο άπειρο»
Οι ήρωες στην πλειοψηφία τους φτιάχνουν ένα ψηφιδωτό από πρόσωπα που, ενάντια σε κάθε εμπόδιο καταφέρνουν να ξεπερνούν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αν και ακολουθούν πορεία μοναχική, ταυτόχρονα, χάρη στη δύναμη της ψυχής τους, με τρόπους υπόγειους και κάποτε υπερβατικούς, κατορθώνουν εντέλει να εκφραστούν σαρώνοντας επιφανειακές αγκυλώσεις και υπερβαίνοντας στατικότητες και κοινοτοπίες.
Πρόσωπα που ενώ ασφυκτιούν μες στη ρουτίνα ενός ζοφερού σκηνικού και σιωπηρά υποτάσσονται σε μια ζωή ασύνειδα ακυρωμένη, βρίσκουν εντέλει τη δύναμη να εξεγερθούν. Και σαν από θαύμα, κόντρα σε αυτά που επιμένουν να τους στοιχειώνουν, (κοινωνικές δυστοπίες, παιδικούς εφιάλτες και εφηβικές εμμονές) προχωρούν, κτίζοντας ένα δικό τους πέρασμα, ένα δικό τους προσωπικό καταφύγιο μέσα σε έναν κόσμο σκληρό και ταυτόχρονα ρευστό, υποκριτικό και σαθρό.
Ο λόγος γοητευτικά ιδιοσυγκρασιακός, έντονα λυρικός ή εξαιρετικά αναστοχαστικός και συνειρμικός, κάποτε αγγίζει το στοιχείο του κωμικού και του θρίλερ. Η σύνταξη, ενώ υιοθετεί την μορφή της αφήγησης, εμφανίζεται -σε σημεία- τόσο ποιητική και πυκνή που θυμίζει στιχάκια. Τόσο τα σκηνικά όσο και οι χρόνοι μέσα στους οποίους κινούνται τα πρόσωπα, από συγκεκριμένοι γίνονται αίφνης αβέβαιοι, αμφίσημοι, αινιγματικοί.
Στην Ιδεολογικά Ύποπτη, με τη «ζωή να αποκαλύπτεται σε τρία υστερόγραφα», η γυναίκα που αφηγείται δεν διστάζει να αυτοεκτεθεί λέγοντας πως «δήλωνε ελεύθερη κι ήταν σκλάβα και της ανάσας των άλλων», για να περάσει στην ειρωνεία «όποτε ερχόμουν στο σπίτι σας μονάχα με εκείνες μας συστήνατε: με ιδιότητες», και για κείνον «και συ (…) ένας γκρίζος άντρας ήσουν», ενώ με σπαρακτική ειλικρίνεια καταλήγει: «Μόνο το ανέφικτο Τώρα μένει αναλλοίωτο».
Μυχιότητα και στοιχεία πλαγίως αυτοβιογραφικά στα εκτενέστερα Εν πλω, ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ- Γυναίκα στον καθρέφτη, Η μοναξιά της Κυριακής, Το χρονικό ενός αποχαιρετισμού, Η Χανελόπε πάει στον παράδεισο, Αυτός ο άντρας, δυστυχώς, ήταν το «α!, Στον Πολ Όστερ με ένα ψαροκόκαλο στο λαιμό, Ένα κοφάκι και δυο σβαρνάδες, Το γράμμα που λείπει, Η κάλπη-κρύπτη, εξαιρετικά αλληγορικά και ευρηματικά στα σύντομα (της μιας ή δυο σελίδων): Το αυτί, Η Ρόζα που τραυλίζει, Η Χανελόρε πάει στον Παράδεισο, Η νεραïδούλα των Flower Fairies, H φεγγαρόπετρα, Ο αγνοούμενος.
Οι επιμέρους ιστορίες, πολυσυλλεκτικές ως προς την προέλευση, τη μορφή, το θέμα και τη δομή, παράλληλες ή τεμνόμενες, κύριες ή εγκιβωτισμένες, ξετυλίγονται με τρόπο βιωματικό, παραμυθητικό ή υπερρεαλιστικό και αινιγματικό.
Οι νοηματικές αντιθέσεις και τα παιχνίδια με τις λέξεις είναι ποικίλα και κυριαρχούν παντού, χαρίζοντας μια άλλη διάσταση ακόμη και σ’ αυτά που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν απλά, τετριμμένα και μονοδιάστατα. Η γλώσσα χωρίς να χάνει πουθενά το στοιχείο της ενότητας, της εσωτερικότητας και της συνειδησιακής ροής, εμφανίζεται εξαιρετικά πολύτροπη.
«Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο»
«Επειδή το αίνιγμα του άλλου σχεδόν πάντοτε είμαστε εμείς»
«έδειχνα δυνατή, υπήρξα το πιο αδύναμο και τρομαγμένο πλάσμα της γης. (…) Μέσα μου μια μοναξιά κατρακυλούσε σαν σκαντζόχοιρος και με μάτωνε (…) έμπαινα στο σπίτι όπως πάντα ντυμένη καθώς πρέπει με μια μονόχρωμη μονοτονία».
Θρυμματισμένες ιστορίες στο μεταίχμιο του πραγματικού και του φανταστικού, μόνοι, αμφίδρομοι ή παράλληλοι μονόλογοι, ο έρωτας και ο θάνατος σαν έκρηξη, αίνιγμα ή καταδίκη.
Η Ελένη Γκίκα, επί σειρά ετών δημοσιογράφος στο Έθνος, συγγραφέας πολυγραφότατη και εξαιρετικά ασκημένη σε όλα τα είδη γραφής και αφήγησης: επιστολογραφία, κριτικό ή δοκιμιακό λόγο, καταγραφή, εξιστόρηση κλπ. με την Ιδεολογικά Ύποπτη μας καταθέτει ένα ακόμη σπονδυλωτό και πολλαπλής ταυτότητας υβριδικό κείμενο, ένα (ακόμη) απαιτητικό αλλά και γοητευτικό βιβλίο μυθιστορίας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]