Ούρσουλα Φωσκόλου, Το κήτος. Μικρά και μεγάλα πεζά, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2017.
Ούρσουλα Φωσκόλου, όνομα σημαντικό, σαν να ’ναι του Ούγου Φώσκολου θυγατέρα. Όνομα που ευδοκιμεί στα Επτάνησα δηλαδή, οπότε το κορίτσι μπορεί να αντλεί το ταλέντο του από το ιόνιον φύσημα, που θα ’λεγε ο Κάλβος.
Έκανα την εισαγωγή αυτή, γιατί με κεντρίζει το ονοματεπώνυμο και δεν μου φαίνεται τυχαίο επειδή στο Κήτος της, στα μικρά και στα μεγάλα της πεζά, διακρίνεται μια σπάνια ευαισθησία κι ένα βάθος απρόσμενο, κι ακόμα μια έκφραση που παρά κάτι είναι ποιητική και, δεν ξέρω αν υπερβάλλω, θυμίζει τους «καταραμένους» του είδους.
Πρώτο κείμενο «Η σκόνη». Η αφηγήτρια, που μανιακή με το ξεσκόνισμα κι αφού καθάρισε καλά τα πάντα ακόμα και τα «ντουβάρια», είδε τη «μάνα» να προβάλει, με τις ανέσεις που της προσφέρει η φαντασία, και να κάθεται στον καναπέ βλοσυρή. Η μάνα που, εντοιχισμένη, σαν μέρος τοιχογραφίας, ήταν αφομοιωμένη από τον τοίχο και ζούσε, κρυμμένη στη σκόνη της. Η αφηγήτρια όμως, με τη μανία του ξεσκονίσματος, της τάραξε την ησυχία και ίσως γι’ αυτό εκείνη είναι βλοσυρή. Και σαν όλο το σύννεφο της σκόνης, που με μανία έδιωξε, το εισέπνευσε, αυτό εκδικούμενο τώρα την εμποδίζει ν’ αναπνεύσει. Εκείνη βήχοντας κι εκείνο ψάχνοντας διέξοδο να βγει πετάχτηκε και πήγε πάλι κι έκατσε εκεί που ήταν πρώτα. Στον καναπέ, στα έπιπλα στους τοίχους, πάνω στη μάνα. Και κάλυψε τα πάντα.
Χωρίς να θέλω, τα Επτάνησα με τράβηξαν απ’ το μανίκι. Όμως, όχι ο Φώσκολος, αλλά ο Κάλβος αυτή τη φορά. Με πήγε εκεί στο νεκροταφείο, όπου μια «λεπτή αναθυμίασις/ επυκνώθη» στη μορφή της μητέρας, η οποία τον αποτρέπει να την αγγίξει διότι «Ανόμοιος είναι η μοίρα μας,/ και προσπαθείς ματαίως Να με αγκαλιάσεις», του είπε. Κι εκείνος κλαίει και η αφηγήτρια κλαίει, αλλά η μητέρα είναι «βλοσυρή». Το μήνυμα, ωστόσο, με σαφήνεια το δίνει. Μην προσπαθείς ματαίως, μην ξεσκονίζεις, μην ξεσκαλίζεις τα παλιά. Η πατίνα, η σκόνη του καιρού, κάνει τη δουλειά της και η ζωή συνεχίζεται. Άσε τους πεθαμένους στην ησυχία τους, ησύχασε κι εσύ.
Και από το ένα στο άλλο μου έρχεται στο νου μια σικελική ιστορία του Πιραντέλο. Εκείνος με τη σκέψη του «καλεί» την πεθαμένη μάνα κι εκείνη έρχεται και κάθεται στον καναπέ απέναντί του, μαλώνοντάς τον. Περίεργος είσαι Λουίτζι, του λέει. Δεν τα ξέρουν όλα οι ζωντανοί. Πρέπει να περάσεις από την άλλη μεριά για να μάθεις. Και η μάνα του Κάλβου παρόμοια του είπε. Θα ξανασυναντηθούμε όταν έρθεις κι εσύ από εκεί. Το θέμα της αναζήτησης ή της συζήτησης με τη νεκρή μάνα έχει δοθεί σε πολλές καλλιτεχνικές εκδοχές, έχει πάρει πολλές προεκτάσεις και η Ψυχανάλυση έχει πολλά να πει από την πλευρά της. Κι ο ταραγμένος νους που δεν βρίσκει ησυχία από κάτι μεγάλο βασανίζεται.
Στο δεύτερο κείμενο με τίτλο «Οι νεκροί», οι νεκροί έρχονται από τα δέντρα· «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας» λέει ο Σεφέρης και «Κάθε νύχτα… βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα», λέει ο Ρίτσος. Και δεν νομίζω πως είναι άσχετοι οι ποιητές μεταξύ τους, στους οποίους συμπεριλαμβάνω και την Φωσκόλου. Οι νεκροί ζουν μέσα μας.
Στο διήγημα «Το κήτος», που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου, η ευχή/ κατάρα «Να ’ρθει ένα κήτος, να σηκώσει κύμα, με τα πτερύγια ν’ ανοίξει την κοιλιά του πλοίου. Έτσι, για να εξαφανιστείς», η ευχή/κατάρα πιάνει. Όμως είναι η ίδια που μπαίνει στο στόμα του κήτους, και το όλον μοιάζει με την παραισθησιακή εκείνη κατάσταση της ενσωμάτωσης του «άλλου» στο εγώ ή το αντίστροφο. Το αφηγηματικό εγώ είναι τόσο απορροφημένο από το «άλλο» ώστε ταυτίζεται με αυτό και χωρίζεται από αυτό ταυτοχρόνως.
Σχεδόν πάντα μια θηλυκή φιγούρα είναι παρούσα. Άλλοτε σαν μητέρα, άλλοτε σαν ερωτική σύντροφος, άλλοτε σαν αδελφή, σαν γιαγιά που μύριζε σαπούνι, σαν την Ρόζα που μύριζε φαγητό. Αλλά και ο «θείος» (που σχεδόν είναι ίδιος με την «μάνα» του πρώτου κειμένου, αλλού ένας απωθητικός «γέρος», ο γέρο Έλιοτ που περιμένει το θάνατό του, ο Αντώνης που δίδασκε στο κοριτσάκι πόκα ή ο παππούς, όλοι αυτοί μου φαίνονται σαν αλληγορία του χρόνου, είναι φιγούρες περίεργες, ωστόσο, φυσιολογικές μέσα στο αφύσικο περιβάλλον που είναι τοποθετημένες. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και τι είναι εκείνο που τροφοδοτεί την έμπνευση της Φωσκόλου;
Νομίζω πως η νεαρή πεζογράφος ζει και δημιουργεί μέσα σε αναμνήσεις θολές, ακαθόριστες, σε μπερδεμένα περιβάλλοντα, όνειρα, σκέψεις, παιδικές μνήμες, εικόνες πραγματικές και άλλες, αλήθειες, ψέματα, έρωτες, συνουσιάσεις, παιδεραστία, ομοφυλοφιλία. Γενικώς, το κλίμα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι κατά κανόνα ενοχλητικό έως απωθητικό και φρικιαστικό, αν και λαθραία εισβάλλει και το ρομαντικό και το όμορφο, αλλά παράπλευρα και λοξά («Αναΐς»). Τίποτα δε δικαιώνεται, όλα μένουν στη μέση, η ροή του κόσμου δε βρίσκει τη φυσική της κοίτη. Όλα είναι ψηφίδες ενός μωσαϊκού που καταλήγει πάντα σ’ ένα ασαφές αποτέλεσμα, με πολύ σαφή όμως δυσάρεστη αίσθηση. Αίσθηση ματαίωσης, ανολοκλήρωσης, σαν το αναστατωμένο εγώ να μην μπορεί να ησυχάσει γι’ αυτό και διαρκώς μεταμορφώνεται πρωτεϊκα, χωρίς να παίρνει οριστικό σχήμα, αλλά πάντα προς το κακό ή το χειρότερο. Κι όσο αυτό το σχήμα μένει σε εκκρεμότητα άλλο τόσο και η διάθεση και τα πλάσματα ή παιχνίδια του νου, δημιουργήματα παραισθητικά, εγκαθίστανται στην θέση του αληθινού. Το «κήτος» είναι ο μέσα κόσμος με όλα όσα καταπίνει και όλα όσα αναδεύονται και αγωνιούν να βγουν, έστω και τραυματίζοντας τον οισοφάγο της ψυχής.
Η Φωσκόλου σαν καλλιτέχνης καταφέρνει να στήνει καλά το υπαινικτικό περιβάλλον, να δημιουργεί το φυσικό ή παρα-φυσικό φαινόμενο στο πνεύμα, να παραλλάσσει τα αφηγηματικά της πρόσωπα –ποτέ δεν ξέρουμε ακριβώς ποιος/ποια αφηγείται– να κρύβεται πίσω τους, να παρατηρεί και να δημιουργεί. Με άλλα λόγια, έχει βρει τον τρόπο να μπαινοβγαίνει με φυσικότητα στον εφιάλτη ή στο όνειρο, να το ζει και να το περιγράφει σαν γεγονός αληθινό, να συνομιλεί με νεκρούς, να παλεύει με εφιάλτες, δικούς της ή άλλων, για να το πω αλλιώς, έχει βρει τον τρόπο να σκηνοθετεί τα όνειρά της για να της πουν αυτό που η ίδια θέλει να πει.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]