Κίτρινη υπομονή
Γκιουρσέλ
Τις Κυριακές ο μικρός μας κόσμος κατακτιέται απ’ τα ραδιόφωνα. Στη διαπασών, σκαρφαλωμένα σε περβάζια, παραδομένα σε νούμερα ακροβατικά με σύρματα και κιγκλιδώματα κερδίζουν στα σημεία τη σιωπή.
Κάποια στιγμή δυναμώνουν ακόμη περισσότερο την έντασή τους. Είναι η ώρα που η μέρα πεθαίνει και οι τεχνικές των ψευδαισθήσεων αρχίζουν. Με μια κίνηση που ισοδυναμεί μ’ επανάσταση οι φωνές υψώνουν την έντασή τους, στέλνουν και αυτοί με τη σειρά τους σήματα στ’ άλλους εξώστες, σ΄ άλλους μόνους ανθρώπους του μικρού μας κόσμου.
Και έπειτα να δεις που αργά τα ραδιόφωνα χαμηλώνουν, τα βλέμματα, οι φωτισμοί. Όλα κάμπτονται μετά από μια τέτοια ήττα. Μιλάς μέσα μου όπως την ώρα των νυχτερινών εκπομπών με τους εκφωνητές που διαβάζουν μελαγχολικά τον Ίψεν, με τους εκφωνητές που θυμούνται πόσο άδοξοι υπήρξαν οι ποιητές. Με τους εκφωνητές που κλαίνε για την ανώφελη ζωή τους πίσω απ΄τα μικρόφωνα, κάπως ασφαλισμένοι μα σ΄απόλυτη απορία. Η μνήμη μιας κάποτε ωραία γυναίκας, τ’ όνειρο που χάθηκε, το νοικιασμένο κοστούμι της εποχής. Οι φωνές της μέρας που έσβησαν, ο χρόνος που αθροίζεται μες στα μικρά μας δωμάτια.
Με τέτοια υλικά δεν διορθώνεται η μοναξιά μας. Οι σπασμένες καρδιές οι εκφωνητές, οι ανταποκρίσεις και τ’ ακρυλικά ποτέ δεν θα μας σώσουν.
Και όμως εμείς σαν άστρα καιγόμαστε.
*
Ήρθαν απόψε τα τραγούδια και ανέτρεψαν το σκηνικό. Το κέντρο της πόλης άναψε από μια παράξενη αιτία. Στίχοι απ’ τα ωραιότερα τραγούδια της ζωής μας τίναξαν τα φτερά τους μες στο δωμάτιο. Θυμήθηκε τους ποιητές που πεθαίνουν ωραίοι και άδοξοι μες στα μικρά τους δωμάτια, η πίστη του δοκιμάστηκε σε δρόμους αδιέξοδους. Η Σύλβια πέρασε ηδονικά τη γλώσσα στα χείλη της. Κάποτε θα φτιαχτεί ένα μνημείο για την άγνωστη Σύλβια.
Την τελευταία στιγμή ο εκφωνητής δίνει το σύνθημα. Μικρή παύση και έπειτα τα λαϊκά που αγάπησε ο Γκόρπας στα βάθη της οδού Θεμιστοκλέους.
Είπες, τον άλλο χειμώνα θα ’μαι κοντά σου. Είπες ψέμματα.
*
Η Δανάη έχει ένα πολύχρωμο, μουσικό κουτί. Με χορευτές και ίππους και τον Καρυοθραύστη από ξύλο λεπτό που τόσο κουράστηκε στον μονότονο χορό του και πια δεν σαλεύει. Μες σ’ εκείνον τον κόσμο πάντα χιονίζει. Η Δανάη έχει ένα αηδόνι μες στο στόμα της, μιλά για ’κείνη, κλαίει για ’κείνη το χάραμα. Η Δανάη έχει ένα πολύχρωμο, μουσικό κουτί που παίζει μια διάσημη σονατίνα.
Τώρα η Δανάη γέρασε. Ζει μονάχη κοντά στην δημοτική αγορά. Κάθε που κοιτάζει το μουσικό κουτί της κλαίει. Σαν άλλη Παναγία εν Δόξη μετρά τα χρόνια που πέρασαν. Η Δανάη ανήκει σ΄εκείνα τα κορίτσια που πάντα προορίζονταν για να υποφέρουν.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Édouard Boubat.]