Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, Βουβή συνοδεία, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2014.
Εκεί όπου κοιτάζω εγώ
υπάρχουν μόνο πολυκατοικίες
υπάρχει
μόνο γκρίζο και μπετόν
υπάρχουν μόνο άνθρωποι
πολλοί άνθρωποι
γκρίζοι και αυτοί και από μπετόν
Η βαρύτητα του ρήματος «κοιτάζω» σε α΄ πρόσωπο, στον εναρκτήριο στίχο του ποιήματος «Εδώ Σκοτεινιάζει» σελ. 18, συμπυκνώνει ευθύς εξαρχής την ποιητική κίνηση/στάση του ποιητή, τόσο προς τα πράγματα, όσο και προς τους ανθρώπους. Η Βουβή συνοδεία είναι το δεύτερο ποιητικό χνάρι του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Το ταξίδι των πλοίων της νιότης, είχε επίσης εκδοθεί από τις εκδόσεις «Σαιξπηρικόν». Καλαίσθητη έκδοση, σε χρώμα που παραπέμπει σε θερμές περιοχές ψυχικών και σωματικών καταστάσεων, κοσμημένη στο εξώφυλλό της με την περίτεχνη vignette της εικαστικού ποιήτριας Γεωργίας Τρούλη.
Επανέρχομαι στη σημασία του ρήματος «κοιτάζω» και το συνδέω με το απόσπασμα από το βιβλίο της Virginia Woolf Γράμμα σ’ έναν νέο ποιητή. Η Virginia Woolf αναφέρει πως η μεγαλύτερη δυσκολία της ποίησης είναι αυτό ακριβώς το βήμα του δημιουργού από την κλειστή περιγραφή του «μέσα εγώ» προς την περιγραφή του «έξω εγώ». Γράφει η ίδια: «οι ποιητές δεν γράφουν για τίποτε άλλο παρά μόνο για τον ίδιο τον ποιητή[…] Συμπεραίνω λοιπόν ότι το “εγώ” δεν φέρει δυσκολίες. Προφανώς είναι ευκολότερο να γράψεις ένα ποίημα για τον εαυτό σου από το να γράψεις για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Τι εννοούμε όμως με τη λέξη “εγώ”; […] Όχι βέβαια αυτόν που αγαπά μια γυναίκα, μισεί έναν τύραννο ή στοχάζεται το μυστήριο το κόσμου. Όχι -το “εγώ”, […] είναι αποκομμένο απ’ όλα αυτά. Είναι κάποιος που κάθεται μόνος στο δωμάτιο του τη νύχτα, με τα παντζούρια κλειστά. Με άλλα λόγια, ο ποιητής ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο γι’ αυτά που μας αφορούν όλους, απ’ όσο γι’αυτά που τον διαφοροποιούν. […] Ο ποιητής προσπαθεί να περιγράψει, με κάθε ειλικρίνεια και ακρίβεια, έναν κόσμο που ίσως δεν έχει υπόσταση παρά μόνο για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μια συγκεκριμένη στιγμή. Κι όσο πιο ειλικρινής είναι στην ακριβή σκιαγράφηση των ρόδων και των κουνουπιδιών του ιδιωτικού του κόσμου, τόσο περισσότερο μας μπερδεύει εμάς που, από πνευματική οκνηρία, έχουμε συμφωνήσει να βλέπουμε τα ρόδα και τα κουνουπίδια όπως τα βλέπουν, λίγο-πολύ, οι εικοσι έξι επιβάτες ενός ανοικτού λεωφορείου. Βάζει τα δυνατά του για να μας περιγράψει κάτι που στραβωνόμαστε για να το δούμε».
Στη Βουβή συνοδεία ο ποιητής δεν βάζει τα δυνατά του να μας περιγράψει κάτι ‒σαφώς και δεν αναιρώ την επίπονη προσπάθεια της ποιητικής διαδικασίας και τεκνογονίας του κάθε στίχου! Απεναντίας εννοώ πως ούτε ο ποιητής χρειάζεται να βάλει τα δυνατά του ούτε και εμείς να καταβάλλουμε υπερρεαλιστική σχεδόν προσπάθεια για να κατανοήσουμε ή έστω, για να υποπτευθούμε τι άραγε μπορεί να εννοεί ο ποιητής. Στη συλλογή αυτή η διαύγεια των νοημάτων και τα αποφθεγματικά σχόλια, που αφορούν πανανθρώπινα ερωτήματα, όπως αυτά της μοναξιάς, της μελαγχολίας, της καλοσύνης, του εσωτερικού αγώνα, συνέχουν το εύρος των ποιημάτων και αποτυπώνονται επιδέξια, τόσο στην προσωπική χάρτα του όσο και σε εκείνη όλων των ανθρώπων.
Οι ήρωες της συλλογής είναι οι αντιήρωες των εποχών, οι καθημερινοί άνθρωποι της στιγμής μέσα στη ζωή, είναι οι ένδοξοι βετεράνοι που δεν βρίσκουν λόγο ύπαρξης πέραν της στρατιωτικής τους ιδιότητας, οι δραπέτες, οι εξόριστοι, οι καταραμένοι ποιητές, οι αθώοι και οι ένοχοι, οι παρόντες και οι απόντες, οι αβοήθητοι που μέσα τους έρχεται να κατοικήσει η ψυχή του ποιητή.
Σε ένα λιμάνι μακρινό
κάπου σε μια χώρα του παρελθόντος
άνθρωποι φωνάζουν ̇
τους χωρίζουν από αυτούς που αγαπούν
τους χωρίζουν από την αγάπη.
Πειρατές και βασιλιάδες
τους βασανίζουν
τους αγοράζουν
τους πουλούν.
Είναι οι σκλάβοι
που δεν τους δόθηκαν οι ευκαιρίες
που τη ζωή που θέλουνε δε ζούνε
που υποφέρουν καθημερινά.
Εκεί μέσα στους αβοήθητους
η ψυχή του ποιητή φωλιάζει
μέσα σε ένα αμπάρι πλοίου
που ταξιδεύει προς το άγνωστο.
Με όπλο του μια γραφή απλή, καθόλου όμως απλοϊκή, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και λυρική ασφυξία, τιθασεύει στο στίχο τη πολύσημία των ψυχολογικών εννοιών που φαίνεται πως κατέχει παρακαταθήκη σπουδών. Συμπυκνώνει την καθαρότητα της πληροφορίας του με την ακριβή τοποθέτηση των λέξεων μέσα σε ευσύνοπτα λεκτικά σχήματα που δεν πάσχουν από σουρεαλιστικές ή υπερμοντέρνες ποιητικές εμμονές. Λόγος καθαρός, αφηγηματικός, ουσιαστικά περιγραφικός, ενίοτε, εφελκύει από το παρελθόν καβαφικούς απόηχους (αξίζει να αναφερθεί το ποίημα «Το πέρασμα», σελ. 39-42, που συνομιλεί με καβαφικούς στίχους).
Διαπραγματεύομαι
επίμονα την ύπαρξή μου
αναζητώντας το χαμένο χρόνο
απολογούμαι ακόμα
για ό,τι στο πρόσωπό μου καθρεπτίζεται
για είδωλα που δεν είναι εγώ.
Στον απόηχο της ελπίδας
παραδεχόμενος το αδιέξοδο
μορφάζω χαμογελαστά.
Σαν θαρραλέος…
Λόγος καταγραφικός του εσωκόσμου ενός παρατηρητή. Ο ποιητής γίνεται ο παρατηρητής του κόσμου, ο περιπατητής του «εγώ’ του κόσμου σε όλες του τις εκφάνσεις και κυρίως στη δυαδική του αρμονία. Στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα γράφει:
Του επικίνδυνου η παραζάλη πρόβαλε σθεναρά
ενώ ο κόσμος
επευφημούσε
περπάτησα με τη δικαίωση του εξερευνητή
σε ό,τι μου είναι αφιλόξενο.
Ο ποιητής καταγράφει τον κόσμο στην ολότητά του. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι, όμως, πώς καταγράφει και τον άνθρωπο στην ολότητά του, και τη στιγμή -ή σε πληθυντικό αριθμό- τις στιγμές, που εν είδη μωσαϊκού συνθέτουν μια ολόκληρη ζωή. Τίποτα δεν περισσεύει, τίποτα δεν απολείπει από το μέγα μυστήριο της ζωής των ανθρώπων. Εκφραστικά ο ποιητής το δηλώνει με την αντινομία λέξεων αλλά και ζεύγη εκφράσεων. Αναφέρω ενδεικτικά: «εξαφανίζονται/εμφανίζονται, δεν αναλογίζονται/αναλογίζονται, της απομάκρυνσης/της ενότητας, αυτών που δεν ήταν παρόντες/αυτών που ήταν παρόντες, ότι θα ζήσω εγώ/ενώ εσύ θα πεθάνεις, και τότε που δεν τη βλέπουν/τότε η μορφή εμφανίζεται, εκείνη να μιλά/εκείνος να σιωπά, αυτοί που μισούνε/αυτοί που αγαπάνε, τι άξιζε, αναλογίζεται εκείνος, με μίσος να γεμίζω και περιφρόνηση;/Τί αξίζει, αναλογίζεται εκείνη, με αγάπη να γεμίζω και αφέλεια;» Ο ποιητής τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο της αγωνίας του˙ εν μέσω χώρου και χρόνου, παρατηρεί, ψυχογραφεί, επεξεργάζεται εσωτερικά, σιωπηλά, τους ανθρώπους στην πεπερασμένη τους πορεία. Καταγράφει τους τριγμούς της ψυχής τους, αποκαλύπτει τις αντιφάσεις των επιλογών και των επιθυμιών τους, κατανεύει στην αρμονία του όποιου τέλους των προσπαθειών τους. Εν τέλει, τοποθετεί την ανθρώπινη ύπαρξη στον αγώνα της για επιβίωση και, τελικώς, την δικαιώνει σε κάθε μάχη ή ήττα της.
Εάν ανήκεις κάπου
ως ήρωας που σιωπηλά υποφέρει
μα εκεί όπου ανήκεις δε βρίσκεσαι
τότε και μόνο τότε,
ω περιπλανώμενε ταξιδιώτη,
εδώ έχεις θέση
εδώ από όπου πέρασαν κι εκείνοι
προτού φανερώσουν ποιοι είναι
εκείνοι με το βαρύ τους πεπρωμένο.
Στο ποιητικό κάδρο του Νικολόπουλου, η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκεται πάντα σε μια δυνητική κίνηση που αυτοπραγματώνεται και αυτοαναιρείται πολλαπλώς, που περιέρχεται καλοπροαίρετα τις δύο ή περισσότερες όψεις της προοπτικής της, που υπερνικά τη στεγανότητα της μονοσήμαντης έκφανσής της και από μονόχνοτη και κλειστή γίνεται δεκτική και, άρα, ανοικτή και ζωντανή σε ό,τι έλκει ή απωθεί. Ο ποιητής μας δεν έχει κλειστά τα παντζούρια, ακόμη και αν στέκει μοναχός κατά τη διαδικασία καταγραφής του κόσμου του, βρίσκεται ολόκληρος πολλαπλασιαζόμενος στις αγωνίες του κόσμου ‒του έξω κόσμου‒, παρά στην αυτιστική περιστροφή του εαυτού του. Διά μέσω των άλλων, ορίζει τον δικό του βηματισμό. Στο ποίημα «Προσωπογραφία», το καταληκτικό ποίημα της συλλογής, σελ. 45 γράφει:
Σκυθρωπός συμμετείχα
στην ερημιά των ψυχών,
απομεινάρια που ακόμα και οι γύπες
αποφάσισαν να μη δεχτούν˙
απογοητευμένος παρακολούθησα
τι γινότανε γύρω μου
με την ελπίδα ότι θα επηρεάσω
τις πιο αγνές από εμένα ψυχές
που ήδη διέσχιζαν τα τελευταία μέτρα δακρύζοντας,
μιας και η απόσταση
που μας χώριζε
από τον προορισμό μας
ήταν απροσδιόριστη,
κατάφερα τουλάχιστον
να αποφασίσω
το δρόμο που θα ακολουθούσα
όταν θα είχα το κουράγιο
να αποχωριστώ
τους άλλους
για να ανοίξω τα δικά μου φτερά.
Στη Βουβή συνοδεία ο άνθρωπος συνομιλεί με τα πράγματα, δημιουργεί μέσω του ιστού μνήμης νέες σχέσεις π.χ. στο ποίημα «Οι κούκλες»:
Ο τρόμος σου πέρασε.
Πλαστικά σκουπίδια, είπες ξανά
χαμηλόφωνα
κι έφυγες γρήγορα
μέσα σε μια αίσθηση
ρίγους ερωτικού και διέγερσης.
Επέστρεψες στο κρεβάτι.
Αποκοιμήθηκες ενθουσιασμένος.
Ο άνθρωπος συνομιλεί με αισθήματα, αποδομεί παλαιότερα, αναπλάθει καινούργια, όπως στο ποίημα «Θυμάμαι»:
Θυμάμαι
μάτια με θαλπωρή
να με ατενίζουν
με ενοχή και αθωότητα συγχρόνως
[…]
Θα θυμάμαι των καιρών το πέρασμα
την πόλη
τη μοναξιά των ανθρώπων
Στη Βουβή συνοδεία έχουν θέση και η μελαγχολία, κι η θλίψη κι η πικρία κι οι πληγές και το σκοτάδι, όλα όμως εξημερωμένα στο ήρεμο πεδίο της ψυχής του ποιητή. Η πένα του τα έχει ησυχάσει, επειδή πρωτίστως τα έχει καλοδεχτεί. Παραθέτω προς κατανόηση ένα ποίημα του Χιόνη:
«Ένα δειλό, θλιμμένο δειλινό χτυπά ανεπαίσθητα το τζάμι ενός μοναχικού ανθρώπου. Αυτός του ανοίγει και το βάζει στο δωμάτιο. Κάθονται εκεί, ακίνητοι και σιωπηλοί, μέχρι που πέφτει η νύχτα. Τότε, ο άνθρωπος σηκώνεται, “Συγγνώμη”, λέει, “αύριο πάλι”, κι ανάβει το φως.» Ο ποιητής ξέρει να λέει και το «συγγνώμη» και το «αύριο πάλι», επειδή για τις νίκες γνωρίζει πως θα διασχίσει μάχες, και θα τις περπατήσει όσο αφιλόξενες και αν είναι, γνωρίζει πως κι οι ήττες του είναι πάλι νίκες επειδή την καθ’ ολοκληρία των τοπίων την ορίζει η ποικιλία και η διαφορετικότητά τους. Η Virginia Woolf καταλήγει το σκεπτικό της με την εξής συμβουλή: «Αυτό ίσως είναι το έργο σου ‒ να βρεις τη σωστή σχέση ανάμεσα σε πράγματα που φαίνονται αταίριαστα κι ωστόσο έχουν μια μυστηριώδη συγγένεια˙ να αφομοιώσεις κάθε εμπειρία που σου προσφέρεται, άφοβα, έτσι ώστε το ποίημά σου να αποτελέσει ολότητα, κι όχι απόσπασμα.»
Ο ποιητής της Βουβής συνοδείας έχει αφουγκραστεί, κατά πολύ, τον άρρητο ιστό συνοχής των αταίριαστων πραγμάτων, αισθημάτων, εννοιών και δεν δειλιάζει να περπατήσει πέραν του εαυτού του. Δεν διστάζει να κοιτάξει πέραν του εαυτού του, καθώς υποσυνείδητα γνωρίζει πως όσο βηματίζει εκτός, τόσο κατευθύνεται εντός της ουσίας, και της δικής του και του κόσμου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο εκφωνήθηκε στις 10 Ιουνίου 2015 κατά την παρουσίαση της συλλογής.]