-Κύριε, κύριε θα μας πείτε μια ιστορία;
-Ιστορία; Μα τι ιστορία θέλετε να ακούσετε;
-Να, κάτι που να έχει σχέση με τα Χριστούγεννα.
-Ωραία λοιπόν ελάτε, καθίστε.
-Μια φορά κι έναν καιρό…
Και ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία του Σκρουτζ, ενός παλιοτσιγκούνη γέρου που απεχθανόταν τα Χριστούγεννα.
Τον συμπαθούσα πολύ τον κύριο Λάμπρο. Ήταν ο μόνος που είχε μείνει να ενδιαφέρεται για τις πολύ απλές παιδικές μας ανάγκες, όπως δηλαδή την εξιστόρηση ενός παραμυθιού σαν και αυτό του Σκρουτζ. Θα εκπλησσόταν κανείς με την τεράστια σημασία που έχει ένα μονάχα παραμύθι για τα παιδιά. Είναι ολόκληρος ο κόσμος τους. Ένας κόσμος γεμάτος από μυθικά πλάσματα και παράξενα τοπία, ένας κόσμος ανέγγιχτος από βιαιότητες και συμφέροντα, ένας κόσμος ειδικά πλασμένος για τις άφθαρτες και αθώες ψυχές μικρών αγγέλων. Και αυτό ο κύριος Λάμπρος το εκτιμούσε και δεν έχανε ευκαιρία αλλά αφηγούνταν καθημερινά στα παιδιά από μια ιστορία. Είχε έρθει ως εθελοντής, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που καραδοκούσαν, απλά και μόνο για να βοηθήσει εμάς, να κρατήσει το παιδικό πνεύμα ζωντανό, καθώς ο πόλεμος, ο οποίος είχε καταδικάσει με την σκληρότερη ποινή την πόλη μας, το είχε διαφθείρει τόσο που πλέον δεν υπήρχαν παιδιά αλλά μηχανήματα. Οι βιαιότητες που συνέβαιναν γύρω μας όχι μόνο δεν προκαλούσαν το κλάμα μας, όπως θα ήταν φυσιολογικό, αλλά αντιθέτως μας μετέτρεψαν σε ανέκφραστα και απαθή όντα. Ο φόβος και η απελπισία έχουν πάρει μια διαφορετική διάσταση.
Τα Χριστούγεννα όμως είναι μια εποχή που, ανεξήγητα, φέρνει χαρά σε όλους μας παρά την κατάσταση που επικρατεί. Η δύναμη της μαγευτική αυτής γιορτής είναι τόση που κατάφερε να αναζωπυρώσει την όλο και πιο αδύναμη φλόγα της παιδικότητας και της ξεγνοιασιάς. Η ελπίδα μας για ένα καλύτερο μέλλον επανήλθε στην επιφάνεια και η παγωμένη ατμόσφαιρα του πολέμου άρχισε σιγά-σιγά να λιώνει.
Καθώς ο κύριος Λάμπρος συνέχιζε την ιστορία, εγώ είχα χαθεί, οι σκέψεις μου στο παρελθόν, εκεί που μπορούσα να βρω κάποια παρηγοριά. Τότε που τα Χριστούγεννα γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια και οι εχθρότητες παραμερίζονταν. Θυμάμαι από τον περσινό χρόνο, την πόλη μου ως μία από τις πλουσιότερες και ομορφότερες στην χώρα, και καθώς βρισκόταν στην ακμή της χιλιάδες τουριστών την επισκέπτονταν στις γιορτές των Χριστουγέννων για να παρευρεθούν στα πανηγύρια μας, που ήταν χωρίς αμφιβολία τα σπουδαιότερα. Πλανόδιοι έμποροι έστηναν σε μεγάλους ξύλινους πάγκους τα εμπορεύματά τους, ενώ τοπικοί καλλιτέχνες τραγουδούσαν με χαρά και προθυμία γιορτινά τραγούδια. Παντού κόσμος. Κάποιοι παζάρευαν την τιμή των προϊόντων, άλλοι χόρευαν στον ρυθμό της μουσικής και άλλοι απολάμβαναν την παρουσία των αγαπημένων τους προσώπων.
Αντιθέτως, τώρα η ένδοξη αυτή πόλη είναι ερημωμένη από ανθρώπους και η σκόνη από τα συντρίμμια έχει σκεπάσει κάθε χιλιοστό της κάνοντάς την άχαρη και γκρίζα. Τα σπίτια μας, που στέκονταν περήφανα και στόλιζαν την πόλη, είναι κατεστραμμένα και δεν υπάρχει τίποτα εκτός από μπάζα και τσιμεντόλιθους.
Αναπολώ το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο που ήταν τοποθετημένο στην κεντρική πλατεία, με τα ογκώδη πολύχρωμα στολίδια του και τα χρωματιστά του λαμπάκια που αναβόσβηναν σαν τρελά κάτω από τον σκοτεινό ουρανό της νύχτας. Σαν μικρό παιδί και εγώ και θαμπωμένη από την μαγευτική αυτή εικόνα είχα την εντύπωση ότι το φως τους έφτανε να φωτίζει ολόκληρο το σύμπαν, τόση ήταν η ομορφιά τους!
Αχ να ταξίδευα στον χρόνο, να μπορούσα να πάω πίσω, στις εποχές που τα Χριστούγεννα ήταν εποχή αντάμωσης με συγγενείς και φίλους, ανταλλαγής δώρων, προσφοράς σε αυτούς που έχουν ανάγκη. Τότε που δεν χρειαζόταν να ανησυχώ για το αν θα ξυπνήσω το επόμενο πρωινό, τότε που δεν φοβόμουν μήπως το ταβάνι με πλακώσει λόγω εχθρικών πυρών, τότε που είχα τους γονείς μου να με προστατεύουν και να με αγαπούν.
Και ξαφνικά ένα κύμα οργής με διαπερνά. Μα πώς είναι δυνατόν αυτός ο Σκρουτζ, για τον οποίο τόση ώρα μας μιλάει ο κύριος Λάμπρος, να μην αγαπά τα Χριστούγεννα; Πώς είναι δυνατόν να του δίνεται μία τέτοια ευκαιρία να περάσει την σημαντική αυτή μέρα με ανθρώπους που τον αγαπούν και νοιάζονται για εκείνον, παρά τις παραξενιές του, και να μην την αρπάζει αμέσως; Τέτοια αχαριστία……
Ξαφνικά, οι σκέψεις μου διακόπτονται από έναν εκκωφαντικό ήχο, πανικός παντού. Τα υπόλοιπα παιδιά τρέχουν τρομοκρατημένα να βρουν ένα ασφαλές μέρος να προφυλαχθούν. Και ξανά ο ίδιος ήχος, αυτός που στοιχειώνει κάθε βράδυ τα όνειρά μου, αλλά αυτή τη φορά ακούγεται ακόμη πιο δυνατά. Ο φόβος με κρατά ακίνητη. Κάθομαι στην ίδια θέση και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Άλλος ένας χτύπος και όλα έχουν τελειώσει.
Δέκα θύματα, όλα κάτω των δεκαπέντε ετών. Αίτιο θανάτου, εχθρικά πυρά. Ο ισοπεδωτικός αυτός πόλεμος έχει ως παράπλευρα θύματα μικρές αθώες ψυχές. Καταπίνει στο πέρασμά του οτιδήποτε συναντήσει και δεν αφήνει τίποτε παρά συντρίμμια και σωριασμένα άψυχα πτώματα. Αυτά τα Χριστούγεννα πόσοι ακόμη θα χαθούν;
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η Έρρικα Χαρακοπούλου είναι μαθήτρια στο Πειραματικό Λύκειο Αγ. Αναργύρων και μας έστειλε το κείμενό της με προτροπή της φιλολόγου Ελένης Χρ. Γούλα.]