Χριστίνα Φραγκεσκάκη
Πιάνεις χώμα
Εκδ. Κέδρος 2016
Ένας ικανός άνθρωπος μπορεί να Πιάνει χώμα και να γίνεται χρυσάφι, λέει μια ελληνική παροιμία για να δείξει την αξία της δουλειάς που μεταστρέφει το μείον σε συν, πράγμα στο οποίο ελπίζει κάθε μετανάστης που φεύγει από τη χώρα του για να ξεκινήσει τη ζωή του σε μιαν άλλη. Ωστόσο, η κατάκτηση του ονείρου μιας ευτυχισμένης ζωής βρίσκεται, αν βρίσκεται, στο τέλος ενός δρόμου γεμάτου από αγκάθια, πόνο, υπομονή και ταπείνωση, αφού ξεπεραστεί ο δρόμος του ερχομού και αφού, δεν ναυαγήσει στα νερά του Αιγαίου, όπως δείχνει η περίσταση των τελευταίων ετών. Έτσι, λοιπόν, με αυτή την αισιόδοξη, πλην όχι και τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμη παροιμία στην τσέπη, η Χριστίνα Φραγκεσκάκη γράφει το βιβλίο της. Από την παροιμία, κρατάει στον τίτλο της μόνο το πρώτο μέρος σαν προοικονομία του χώματος, στο οποίο θα υποχρεωθεί να θάψει τα όνειρά της και την πίκρα της.
Το βιβλίο της έχει δύο μεγάλα μέρη. Το ένα είναι «Το Πριν» και το άλλο είναι «Το Μετά». Γενικώς απαρτίζεται από μικρά κεφάλαια, με εναλλασσόμενες τις αφηγήσεις της γυναίκας- μάνας, που έχει φτάσει στο πλούσιο ελληνικό νησί, και του μικρού γιου της. Την υπόλοιπη οικογένεια τη γνωρίζουμε από την αλληλογραφία με τον σύζυγο, ο οποίος δίστασε να πάρει τη μεγάλη απόφαση να φύγει μαζί με τη γυναίκα του. Έτσι, εκείνη θα βγάλει το φίδι από την τρύπα, θα δουλέψει και θα στέλνει τα χρήματα, όπως το είδαμε πολλές φορές να συμβαίνει. Οι άντρες παρέμειναν στην εστία και ξενιτεύτηκαν οι γυναίκες για να αναλάβουν το δύσκολο έργο είτε αυτό λέγεται καθαρίστρια είτε φροντίδα ηλικιωμένου κατάκοιτου στο σπίτι.
Στο ερώτημα, Ποιο είναι το νησί; Η επικαιρότητα θα μας παρέσυρε στη Λέσβο αλλά όχι. Η Λέσβος είναι η νεότερη εκδοχή της περιπέτειας. Είναι το νησί των ναυαγών. Η Ρόδος θα αποκαλυφθεί από τα συμφραζόμενα ότι είναι η γη της επαγγελίας. Ωστόσο, καμία σημασία δεν έχει. Σημασία έχει, όπως και αν λέγεται το νησί, ότι εκεί είναι ο τόπος όπου θα πιάσει χώμα, ελπίζοντας να το μετατρέψει σε χρυσάφι. Με τα χέρια της. Σε ένα εποχιακό ξενοδοχείο όπου καθαρίζει δωμάτια αλλά κυρίως, τις λεκάνες στην τουαλέτα, μέχρι να αστράψουν να γίνουν σαν καθρέφτες. Και τις ελεύθερες ώρες θα σιδερώνει με τις ώρες σε ένα πλουσιόσπιτο. Ο γιος με τη σειρά του, για να μην τρελαθεί από την απομόνωση, έχει ένα φετίχ. Το ποδήλατό του κι ένα τετράδιο στο οποίο μαζεύει δύσκολες λέξεις, να τις μάθει για να μπορέσει να κάνει παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς, που για την ώρα τον κοιτάζουν ύποπτα και υποτιμητικά. Ο ρατσισμός πηγάζει από τα ρούχα και κυρίως τη γλώσσα· «Οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα», «Τρισβάρβαρα τα ελληνικά των· οι άθλιοι», έγραφε ο Καβάφης και πόσο πικρός ακούγεται.
ΤΟ ΠΡΙΝ
Έρχονται από μακριά. Άφησαν το σπίτι τους και τη στρωμένη ζωή τους, την ημέρα που άλλαξαν τα πάντα που «χάθηκαν τα λεφτά του κόσμου». Τότε είναι που αποφάσισαν να γίνουν πολίτες τελευταίας κατηγορίας στη χώρα μας, στο «νησί», το ανώνυμο. Και η ηρωίδα που ήταν μια καλοβαλμένη καθηγήτρια στην πατρίδα της είναι τώρα υποχρεωμένη να κάνει μια εξευτελιστική δουλειά. Ο γιος της μόνος, χωρίς φίλους με τα παιδιά του σχολείου να τον κοροϊδεύουν για το όνομά του, Γκεζίμ τον λένε και Ανδρέα τον ξαναβάφτισαν, και πρέπει να μάθει ελληνικά αν θέλει να επιβιώσει ανάμεσα σε ανθρώπους έτοιμους να τον κατασπαράξουν. Γι’ αυτό μαζεύει τις λέξεις. Μόλις γίνουν διακόσιες θα πάει να μιλήσει στα παιδιά. Για την ώρα τον κοροϊδεύουν. Ακούνε Γκεζίμ κι λένε «γκαζιέρα» ή «γκάρισμα» και γελάνε· και ο Γκεζίμ, ο Ανδρέας, καταγράφει στο τετράδιο τη νέα λέξη που περιγράφει το συναίσθημα «Απόγνωση». Σαν τον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη που περιφερόταν στην Αλεξάνδρεια, έχοντας «κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του».
Η αφήγηση είναι μοιρασμένη σε κεφάλαια στα οποία μιλούν εναλλάξ, μια η μητέρα και μια ο γιός της, μέσα όμως από την αλληλογραφία με το σύζυγο βλέπουμε και την υπόλοιπη οικογένεια. Η Ευγενία, έτσι λένε τη γυναίκα, γράφει για τους μεγάλους, καθαρούς δρόμους, τους κάδους, τα φώτα που «δε σβήνουνε ποτέ». Αλλά ανεβαίνει και στο λόφο και βλέπει τα καράβια που φεύγουν, γιατί την τρώει η επιθυμία της πατρίδας. Στον αντίποδα αυτής της επιθυμίας, θυμίζω τον Σεφέρη που κατεβαίνει στον Πειραιά και βλέπει τα καράβια που δεν φεύγουν: «Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά/… μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης/καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει/ ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά». Τίποτα δεν ταξιδεύει. Μια αίσθηση μπλοκαρίσματος από την ανάποδη.
Η ηρωίδα μας βλέπει τα καράβια και μονολογεί: «την έμαθα πια την ώρα τους. Μαζί ξεκινούν. Μαύροι καπνοί με χαιρετούν»· κι εδώ δεν μπορώ να μην κάνω άλλη μια στάση και να θυμίσω εκείνο το πανέμορφο ποίημα του Αλέξανδρου Μπάρα, που άρεσε πολύ και στον Κώστα Ταχτσή: «H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”, /χρόνια τώρα, κάνουν τον ίδιο δρόμο, /φτάνουν την ίδια μέρα, /φεύγουν την ίδιαν ώρα. … Πάνε /να μουντζουρώσουν τα γαλάζια / του Aιγαίου και της Mεσογείου /με τους καπνούς των». Ίδια αίσθηση, διαφορετικές συνθήκες. Ο Μπάρας πλήττει από τη μονοτονία, η ηρωίδα υποφέρει από τη νοσταλγία.
Η αυλή του μικροσκοπικού σπιτιού τους έχει τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής ελληνικής αυλής. Είναι σκεπασμένη από μια κληματαριά, όπου μια δεκαοχτούρα κατεβαίνει από το δέντρο διστακτικά στο πεζούλι για να πιει νερό, λέει η ηρωίδα, και αυτή είναι μια εικόνα, σχεδόν ολόιδια, με μια άλλη του Σεφέρη: «Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει / σαν έρχεται να πιει/ κι ακούς καμιά φορά φωνή της δεκοχτούρας… Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές/ μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου/ να πέφτει σε δυο κόκκινα γαρούφαλα/ σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα» («Θερινό Ηλιοστάσι», Ζ΄). Πόση είναι η απόσταση της αφηγήτριάς μας από τον πρόσφυγα Σεφέρη, που κι αυτός πέρασε θάλασσα για να ’ρθει από απέναντι, κι ακολούθησαν και άλλα ταξίδια – προσφυγιές; Αν και διαφορετικές οι συνθήκες, «Τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη, του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς», λέει ο Σεφέρης και αυτό ακριβώς είναι και το συναίσθημα της γυναίκας του βιβλίου μας που καταπίνει την υπερηφάνειά της και αποδέχεται, όχι εύκολα, αλλά πρέπει, την εξίσωσή της με τις άλλες. Καθαρίστρια. «Γίναμε ίσες κι όμοιες», σκέφτεται. Και στο πλουσιόσπιτο: «δε ζηλεύω τίποτα. Ούτε τ’ ασημικά, ούτε τις πορσελάνες. Τα βιβλία μόνο. Πες μου τι διαβάζεις να σου πω ποιος είσαι».
ΤΟ ΜΕΤΑ
Και ο σύζυγος, μαθηματικός στην πατρίδα του, ήρθε στην Ελλάδα κι έγινε οικοδόμος, νοσταλγώντας την Αουλόνα, το σπίτι του, τη σχολική αίθουσα, τον πίνακα, την κιμωλία και τα μαθηματικά του. Καλός ο ξένος τόπος αλλά ξένος. Να τα χαίρεται τα καλά του. Γιατί εκείνον μία και μόνη η Αουλόνα τον κυριεύει (θυμόμαστε άραγε τον Κάλβο εδώ;). Η μοίρα του, όμως, τον περίμενε στη διασταύρωση νοσταλγίας και δουλειάς γωνία. Έπεσε από τον πέμπτο όροφο. Το σώμα του τώρα αναπαύεται στο νησί αλλά «Η Αουλόνα είναι ένας τόπος που ξαναφτάνει κανείς όταν πεθάνει». Κι ο μικρός συμπληρώνει την νέα λέξη στο τετράδιό του· «οδύνη».
Ότνα έρθει ο αδελφός, ο μικρός θα τον ξεναγήσει στην όμορφη πόλη και τα αξιοθέατά της. Θα του δείξει και τα απέναντι τα βουνά της Μικράς Ασίας. Κι εδώ πολύ εύστοχα η Φραγκεσκάκη μας θυμίζει πως εκείνα τα βουνά ανήκουν στις χαμένες πατρίδες, από τις οποίες ήρθαν πρόσφυγες οι Έλληνες που έχασαν πατρίδα, σπίτι και περιουσία. Στέλνει τη σκέψη σε οικεία κακά και πάθη, στις σελίδες του Μυριβήλη και του Βενέζη και την Ιστορία των Μικρασιατικών. Έτσι η νοσταλγία του σύγχρονου μετανάστη μας θυμίζει μια παλαιότερη δική μας, με μια διαφορά μικρότερη των εκατό ετών.
Τον επίλογο στην ιστορία θα γράψει ο μικρός. «Σήμερα ανοίγουν τα σχολεία. Θα πάω στην πέμπτη. Κανονικά θα πήγαινα γυμνάσιο, αλλά εδώ γράφτηκα στην πέμπτη. Σε λίγους μήνες κλείνω τα δεκατρία. Μιλώ και γράφω καλά ελληνικά…». Το αγόρι ωριμάζει στη ξένη γη, εγκλιματίζεται πιο εύκολα, αλλά δεν ξεχνά αυτά που θα έκανε με τον πατέρα: κι αυτό, κι ετούτο κι εκείνο και όλα θα ήταν «ωραία στην Αουλόνα» που δεν πρόλαβαν. Ωστόσο, έστω και σακατεμένο το όνειρο θα πραγματοποιηθεί. Η σταθερή φωνή της μάνας «Παρ’ το απόφαση. Εδώ θα ζήσουμε. Χώνεψέ το» θυμίζει εκείνη τη εντολή του καπετάνιου στις «Γάτες του Άι-Νικόλα» του Σεφέρη: «Γραμμή». Η ζωή πάει μπροστά. Η Αουλόνα είναι πίσω αλλά θα ζει πάντα στα όνειρα. Και με αυτό το γλυκόπικρο τέλος σαν το γλυκό του κουταλιού που έφτιαχνε η μητέρα θα συνεχιστεί και η γλυκόπικρη ζωή.
Το βιβλίο τελείωσε. Η γραφή, η φόρμα, το ύφος, στα μέτρα τα ανθρώπινα. Το περιεχόμενο επίκαιρο και αιώνιο. Τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου δεν έχουν τελειωμό, μας το έχει πει ο Παπαδιαμάντης. Η οδύσσεια συνεχίζεται. Η λιτότητα της αφήγησης δεν μπορούσε να είναι παρά έτσι όπως είναι. Σε μικρές μερίδες, με κοντές ανάσες, με μικρές προτάσεις, σαν μισές φράσεις, μισοφανερωμένες σκέψεις, ύφος απολογητικό, εξομολογητικό, σχετλιαστικό, αλλά και ενημερωτικό και σταθερό. Βράχος η μάνα, οι άντρες είναι αδύνατοι στα δύσκολα. Το βάζουνε στα πόδια, ακόμα και πεθαίνοντας, αν χρειαστεί.
“Έξω φυσάει δυνατά Οδύσσεια”, λέει ο Γ. Βέης (Μετάξι στον Κήπο), αποδίδοντας τη συμφορά που συνέβαινε, συνέβη και συμβαίνει στον κόσμο σήμερα.