frear

Η ποίηση του Αρχίλοχου υπό το πρίσμα της μυθιστορηματικής γραφής – της Αναστασίας Οικονόμου

Γρηγόρης Τεχλεμετζής, Ο Αρχίλοχός του, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016.

Αντικρύζοντας τον τίτλο του μυθιστορήματος Ο Αρχίλοχος του γίνεται αντιληπτή η προσέγγιση του έργου από τον συγγραφέα· η προσωπική και καλλιτεχνική πινελιά αποτυπώνεται στην κτητική αντωνυμία «του». Το συγκεκριμένο βιβλίο κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον πραγματικό και τον φανταστικό, τον ονειρικό, τον κόσμο που όλα φαντάζουν ιδανικά. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο το μυθιστόρημα εξελίσσεται εκ του ημίσεως σε χρόνο αληθινό, γιατί στην πραγματικότητα μοιάζει εξ ολοκλήρου φανταστικό. Ίσως αυτό να αποτελεί το «παιχνίδι» του μυθιστορήματος· η συνεχή εναλλαγή του φανταστικού και πραγματικού κόσμου που στην ουσία ανήκει στην σφαίρα φαντασίας του συγγραφέα.

thumbnailΣυγκεκριμένα στον φανταστικό κόσμο παρουσιάζεται ο βίος, οι στρατιωτικές μάχες στη Θάσο και η αγάπη του ποιητή Αρχιλόχου για την όμορφη Νεοβούλη και στον πραγματικό η ζωή, ο καθημερινός μόχθος και η μη ερωτική ολοκλήρωση ενός σκληρά εργαζόμενου ατόμου, του Δημήτρη Δάκου, ο οποίος θαυμάζει και ταυτίζει τον εαυτό του με τον Αρχίλοχο. Συχνά «νόμιζε ότι βρισκόταν στη θέση του, μέσα στο μυαλό του, σκέφτονταν ό,τι εκείνος, αισθανόταν όπως αυτός, και όλη η ζωή του, στις στιγμές του ονείρου, ήταν καταχωρημένη και εκχωρημένη σ’ αυτόν, σαν να υπήρχε μια ταυτοπροσωπία» (σ. 27), όπως χαρακτηριστικά γράφει ο συγγραφέας. Η συχνή ονειρική επαφή του ήρωα με τον αρχαϊκό ποιητή του δίνει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τις καθημερινές οικογενειακές και εργασιακές δυσκολίες. «Τον ευχαριστούσε και ήταν ίσως το μόνο. […] Και τι να τον κάνεις έναν τέτοιο κόσμο, το μόνο που χρήζει είναι αντιμετώπισης και όχι απόλαυσης» (σ. 86).

Ο Δημήτρης από παιδί διακατεχόταν από φαντασία, ένα χάρισμα που χαρακτηριζόταν από το οικογενειακό του περίγυρο ως τρέλα και από τη δασκάλα των καλλιτεχνικών ως «ιδιότυπο καλλιτεχνικό ταλέντο». Η έντονη επιθυμία του να γίνει συγγραφέας, καθώς «του άρεσε να πλάθει διαρκώς ιστορίες, που ξεπηδούσαν σαν χείμαρρος από το μυαλό του, και αυτό ήταν μια παρηγοριά σε έναν κόσμο που τον έβρισκε ανιαρό και ανούσιο» (σ. 29), ήταν, όσο το δυνατόν μπορούσε, φυλακισμένη και συγκαλυμμένη με δραστηριότητες που επιβάλλονταν από τους γονείς του. Η πηγαία κλίση είναι αδύνατο να κρυφτεί από άλλες ενασχολήσεις, καθώς με την κατάλληλη ευκαιρία θα ξεπηδήσει και θα ζητήσει τον χώρο της, ό,τι στερήθηκε. Η επιβολή των επιθυμιών των γονιών στη ζωή των παιδιών αποτελούσε κοινό χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας του Αρχίλοχου και του Δημήτρη. Πόσο οικεία μπορεί να μας φαντάζει αυτή η εικόνα; Τα θέλω του οικογενειακού κλοιού πολλές φορές αντιτίθενται στις επιθυμίες των παιδιών, τα οποία προσπαθούν εναγωνίως να φτιάξουν τον μικρόκοσμό τους, να εισέλθουν σε αυτόν και να ζήσουν ό,τι έχουν ονειρευτεί.

Συνδετικός κρίκος των δύο προσώπων αποτελούσε, επίσης, η δυσκολία σύναψης ερωτικής σχέσης με το πρόσωπο που έχεις ερωτευθεί και έχεις φανταστεί ότι ολοκληρώνεσαι σαν άνθρωπος, σαν προσωπικότητα. Ήδη το μότο, που υπάρχει πριν την έναρξη της αφήγησης και προέρχεται από το Μυθιστόρημα Γ΄ του Γιώργου Σεφέρη, μας παραπέμπει, ή καλύτερα θα έλεγα, μας προοικονομεί για μια βαθιά ερωτική σχέση που θα διατρέξει όλες τις σελίδες του μυθιστορήματος και δεν θα έχει αίσιο τέλος· μια ερωτική ένωση που βιώνεται σαν άπιαστο όνειρο και όταν βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την ευόδωσή της, αυτή παίρνει τις αποστάσεις της και βυθίζει σε θλίψη και πόνο τον άνθρωπο. Από τον βίο του Αρχίλοχου γνωρίζουμε τον έρωτα που έθρεφε για την Νεοβούλη, την οποία και αρραβωνιάστηκε αλλά μετέπειτα ο μεταξύ τους δεσμός διαλύθηκε. Η θέληση του πατέρα της να την παντρέψει με τον «Αρχηνακτίδη, πλούσιο ευγενή από την Μίλητο» (σ. 284), μετέβαλε τον Αρχίλοχο σε μεγάλο εχθρό της οικογένειας, ο οποίος δεν ξεχνούσε μέσω της θεόπνευστης ποίησής του να καταφέρεται εναντίον της οικογένειας. Σωστά ο Τεχλεμετζής σχολιάζει πως «τα πραγματικά συναισθήματα έχουν διάρκεια, δεν είναι εκλάμψεις μιας στιγμής ενθουσιασμού, μια υπερβολή λαμπρών απόλυτων υποσχέσεων, που καταλήγουν τελικά στη γελοιότητα της διάψευσης».

Ο Δημήτρης βέβαια βίωσε την «γελοιότητα της διάψευσης», καθώς γνώριζε καλά πως ο γάμος του αποτέλεσε συμβιβασμό λόγω της καθιερωμένης αποκατάστασης του ατόμου και όχι λόγω έντονου συναισθηματικού πόθου. Μπορεί να αγαπούσε την γυναίκα του, καθώς είχαν δημιουργήσει την οικογένειά τους αποκτώντας και δύο παιδιά, αλλά ο έρωτάς του ήταν βαθιά κρυμμένος στην εποχή και την ποίηση του Αρχίλοχου. Άλλωστε πίστευε πως έρωτας είναι αυτά που νιώθεις· αυτά που σε κάνουν είτε να πετάς στα σύννεφα είτε να πονάς… Και τα δύο συναισθήματα τα βίωνε καθημερινά.

Τα προαναφερθέντα σημεία σύγκλισης των δύο πρωταγωνιστών ξετυλίγουν το κουβάρι της πλοκής και η σύνδεση των συνεχειών του μυθιστορήματος γίνεται με τρόπο εξαιρετικό, καθώς ο αναγνώστης κινείται ανάμεσα στον πραγματικό και τον φανταστικό κόσμο.

Φυσικά το έναυσμα της εξέλιξης της πλοκής δίνουν τα αποσπάσματα της ποίησης του Αρχιλόχου, τα οποία συμπλέκονται με τα μυθιστορηματικά στοιχεία υπό το πρίσμα της αληθοφάνειας ‒χωρίς να γίνονται άμεσα κατανοητά από τον αναγνώστη‒ στήνοντας με περίτεχνο τρόπο το κάδρο του ποιητή και ταυτόχρονα το ιδεατό ψηφιδωτό της ζωής του Δημήτρη, έναν κόσμο «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα του. Ο Δημήτρης, σαν σκηνοθέτης, στήνει τον χώρο του, τοποθετεί τους δικούς του ανθρώπους με βάση τα θέλω του και αρχίζει το ονειρικό του παιχνίδι, αρχίζει να ζει… Ταξιδεύει στους αρχαίους χρόνους, σε κόσμους που θαυμάζει και αγαπά. Το ίνδαλμά του μετουσιώνεται στο όνειρό του και εμφανίζεται μπροστά του. «Ολοδικός του θαμπόφεγγε, φίλος που του ψιθύριζε πλέον στιχάκια στο αυτί, με το μελωδικό ήχο μιας ιαμβικής να ακούγεται συνοδευτικό συναισθηματικό φόντο» (σ. 148), όπως γράφει ο συγγραφέας.

Η συνειδητοποίηση της κατάστασής του πραγματοποιείται με καταλυτικό τρόπο στο τέλος του έργου. Ο Δημήτρης γνωρίζει πως όλα ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας του και κατ’ επέκταση του συγγραφέα, αλλά γνωρίζει, επίσης, πως ο μόνος τρόπος διαφυγής από την σκληρή πραγματικότητα είναι η φαντασία.

Γι’ αυτό στο πρόσωπο του Δημήτρη μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος που καθημερινά «παλεύει» να φέρει εις πέρας όλες τις οικογενειακές και εργασιακές υποχρεώσεις του και οριοθετεί τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Το προσωπείο του Δημήτρη καθρεφτίζει τον σημερινό άνθρωπο που λόγω έλλειψης χρόνου δεν ασχολείται με κάτι που τον ευχαριστεί και καταπιέζεται σε καταστάσεις που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει και εν τέλει τον απορροφούν. Είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να βιώσει την πραγματική αγάπη και τον πραγματικό έρωτα, καθώς οι ερωτικές σχέσεις δεσμεύουν και δεν απελευθερώνουν το άτομο συναισθηματικά· δεν του αφήνουν περιθώριο απόλαυσης, ελπίδας, ευχαρίστησης. Τον καθημερινό μόχθο και τα προβλήματα των ανθρώπων είχε παρουσιάσει με πρωτοφανή ρεαλισμό και ο Αρχίλοχος, πράγμα που κάνει την ποίησή του διαχρονική ως τις μέρες μας.

Σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος θα μπορούσα να αναγνωρίσω αυτοσχόλια του συγγραφέα, τα οποία δίνονται με μορφή αποφθέγματος. Χαρακτηριστική αποφθεγματική ρήση αποτελεί η περίοδος λόγου: «Οι μεγαλύτεροι ακρωτηριασμοί είναι αυτοί που φοβόμαστε μην έρθουν και όχι αυτοί που είναι εδώ» δίνοντας έμφαση στον φόβο για το άγνωστο, που πολλές φορές αφοπλίζει τον άνθρωπο, καθώς τον αιφνιδιάζει με την παρουσία του, και όχι τόσο στον φόβο μιας άσχημης επαναλαμβανόμενης κατάστασης, που στην πραγμάτωσή της, όσο δύσκολη κι αν είναι, πάντα βρίσκεται μια μικρή χαραμάδα ελπίδας.

Άλλωστε η συχνή χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου ζωντανεύει την πλοκή μέσα από τα λόγια του συγγραφέα, που στην ουσία εκφράζονται διά στόματος των ηρώων ή έχουν αποτελέσει σκέψεις, απορίες και προβληματισμούς.

Το μυθιστόρημα παρουσιάζεται σαν έργο γραφής του Δημήτρη («Άνοιξε την πρώτη σελίδα του μπλοκ κι άρχισε να γράφει παθιασμένα:», σ. 308), αποτελώντας αυτοσχόλιο του συγγραφέα για την τέχνη του. «Ήθελε η υπόθεση να κυλά σαν γρήγορο ρυάκι από μέσα του. Γιατί ήταν μέσα του σαν κομμάτι του σήμερα. Ήταν ο Αρχίλοχός του, δικός του, μόνο δικός του, και τώρα θα τον μοίραζε στον κόσμο να μεταλάβει το παρελθόν του, ζωντανό χωρίς προγονοπληξίες, να το κάνει να ξυπνήσει μέσα του» (σ. 310). Η ποίηση του Αρχίλοχου παίρνει «σάρκα και οστά» μέσω της μυθιστορηματικής ιστορικής γραφής του Τεχλεμετζή.

Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ποίηση του Αρχίλοχου διακρίνονται για τον αντιπολεμικό τους χαρακτήρα. Μέσω της ονειρικής αναπόλησης του Δημήτρη στις πολεμικές συρράξεις που έλαβε μέρος ο ποιητής, ο Αρχίλοχος παρουσιάζεται ως αντιήρωας, ένας ήρωας που μας προκαλεί θαυμασμό μέσω της συμπεριφοράς του. Καταφέρεται εναντίον των πολεμικών συγκρούσεων, μοτίβο που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα. Ο ποιητής δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του, ειδικότερα όταν θα κερδιζόταν μέσω ενός ηρωικού κατορθώματος, που θα είχε ως απόρροια τον εκούσιο θάνατο ενός ανθρώπου από το χέρι του κατά τη διάρκεια της μάχης. Όπως είχε πει ο ίδιος:

«Κανείς σαν πεθάνει δεν μένει μες στους πολίτες ξακουσμένος και σεβαστός˙
μόνο οι ζωντανοί κυνηγάμε την εύνοια των ζωντανών,
κι όσο για το νεκρό όλα μάταια πάντοτε καταντούν». (σ. 231)

Καθίσταται σαφές πως ο Αρχίλοχος απομυθοποίησε το ηρωικό ιδεώδες, που μέχρι τότε αντικατοπτριζόταν στα ομηρικά έπη, το σημαντικότερο έργο διαπαιδαγώγησης και μελέτης των παιδιών της Αρχαίας Ελλάδας. Γι΄ αυτό άλλωστε ο Τεχλεμετζής τον βάζει να αναφωνεί «Αυτό ήταν το πολυτραγουδισμένο πρόσωπο του πολέμου;» (σ. 93).

Την ίδια αντιηρωική ταυτότητα προσπάθησε να συγκροτήσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του· μια κραυγή εναντίον των πολέμων που ταλάνιζαν και ταλανίζουν την ανθρωπότητα. Καταφέρεται εναντίον της ωμότητας και της αθλιότητας του πολέμου, που κατακεραυνώνει στο διάβα της τα πάντα.

Η αυλαία του μυθιστορήματος «πέφτει» με ένα μότο του Γιώργου Σεφέρη από τη συλλογή Γυμνοπαιδεία, καθώς ο συγγραφέας ήθελε με διδακτικό τόνο να επισημάνει ότι καθημερινά φοβόμαστε, κρυβόμαστε, προσποιούμαστε και δεν εκφράζουμε την αλήθεια κατάματα. «Όλα είναι και δεν είναι, υπάρχουν και δεν υπάρχουν», μόνο αυτό έχει να μας πει τελικά ο συγγραφέας δια στόματος Δημήτρη και φυσικά αυτή είναι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και η «γελοιότητα της διάψευσης».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Γιάννης Β. Κωβαίος.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη