“To see the earth as it truly is, small and blue
and beautiful in that eternal silence where it
floats, is to see ourselves as riders on the
earth together, brothers on that bright
loveliness in the eternal cold –brothers who
know now they are truly brothers.”
Archibald MacLeish, Αμερικανός ποιητής
Ο Κ οδηγεί το αυτοκίνητό του στην εθνική οδό. Ξάφνου, χάνει τον έλεγχο και πέφτει με ταχύτητα πάνω σε ένα άλλο διερχόμενο όχημα. Το αυτοκίνητο του Κ βρίσκεται εκτός εθνικής οδού, σχεδόν, ολοσχερώς κατεστραμμένο. Ο Κ επέζησε, ο οδηγός του άλλου οχήματος, όμως, όχι. Μετά από δυο ημέρες, ένας γνωστός του, ο Α, τον πλησιάζει και του λέει ότι ξέρει ακριβώς τι περνάει. Ο Κ γίνεται έξω φρενών με την παραδοχή του αυτή και φωνάζει γεμάτος οργή «Όχι! Δεν έχεις ιδέα τι περνάω! Κανείς δεν ξέρει το οτιδήποτε για τον άλλο!».
Τι είναι ακριβώς αυτό που δεν δέχεται; Ο Κ αρνείται την ικανότητα ενσυναίσθησης [1] του Α. Έχει δίκιο ο Κ ή όχι; Έχουμε ή όχι τη δυνατότητα να μπούμε στη θέση του άλλου; Τι είναι, λοιπόν, η ενσυναίσθηση;
Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω παράδειγμα, θα λέγαμε ότι η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα του Α να καταλαβαίνει τη συναισθηματική κατάσταση του Κ, να μπορεί δηλαδή να «μπαίνει στη θέση» του Κ. Εφόσον αυτό επιτυγχάνεται, ο Α είναι σε θέση να αναπτύξει αισθήματα συμπάθειας για τον Κ, δηλαδή ο Α μπορεί συναισθηματικά και λογικά να κατανοήσει τον Κ και να ενδιαφερθεί σε βάθος για την κατάστασή του. Για τον Carl Rogers [2], εμπνευστή της πελατοκεντρικής ψυχοθεραπείας, η ενσυναίσθηση είναι η δυνατότητα να αντιλαμβάνεται κανείς το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς κάποιου άλλου με ακρίβεια και με τα συναισθηματικά συστατικά και νοήματα που αφορούν το πλαίσιο αυτό σαν να ήταν ο άλλος άνθρωπος, αλλά χωρίς ποτέ να χάσει τη συνθήκη «σαν να». Επίσης, από άλλους μελετητές, γίνεται λόγος για «ετεροενδοσκόπηση» και προβολική ταυτοποίηση, όπου δύο υποκείμενα μπορούν και συνδέονται ασυνείδητα. Έχουμε ή όχι τη δυνατότητα να μπούμε στη θέση του άλλου;
Πρώτα από όλα, πρέπει να δούμε κατά πόσον ο Κ δικαιολογείται να υποστηρίζει ότι ο Α δεν μπορεί να τον καταλάβει. Ο Κ τονίζει ότι ο Α δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς περνάει και αισθάνεται. Αν ισχύει αυτό, τότε ο Κ είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται την εσωτερική κατάσταση του Α. Οπότε συγκρίνει την κατάστασή του με αυτή του Α και οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο Α δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει. Αν μη τι άλλο, ο Κ βρίσκεται μπλεγμένος μέσα σε μια παραδοξότητα: από τη μία ο ίδιος πιστεύει ότι μπορεί και μπαίνει στη θέση του Α, από την άλλη ισχυρίζεται ότι «Κανείς δεν ξέρει το οτιδήποτε για τον άλλο!». Αν δεχτούμε ότι κρίνει σωστά τη στάση του Α, τότε αυτομάτως ο ισχυρισμός του καταρρέει! Ακόμα και αν ο Κ κρατήσει μια πιο μετριοπαθή στάση, λέγοντας δηλαδή ότι ο Α δεν έχει επαρκή κατανόηση, πάλι θα βρεθεί εμπρός στο προαναφερθέν αδιέξοδο.
Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τρόπος του αισθάνεσθαι είναι μοναδικός και ιδιαίτερος για κάθε άνθρωπο. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απίθανο δύο άνθρωποι να έχουν το ίδιο συναίσθημα για κάτι ή να έχουν πρόσκαιρα το ίδιο βίωμα μέσα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη.
Στη δυτική φιλοσοφία γίνεται αποδεκτό ότι κάποιος ξεκινά πρώτα με βάση τη γνώση των δικών του αισθητηριακών και συναισθηματικών καταστάσεων και στη συνέχεια χτίζει επάνω σε αυτή τη βάση την κατανόησή του για τον εξωτερικό κόσμο. Ο Rene Descartes, για παράδειγμα, δεν έθεσε ποτέ σε προβληματισμό τον θεμελιώδη τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον κόσμο, αντιθέτως αναρωτήθηκε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να έχει γνώση για τα υλικά πράγματα και τους άλλους ανθρώπους. Ο John Locke κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα καθώς δέχτηκε ότι κάθε άνθρωπος έχει άμεση επαφή και γνώση μόνο των δικών του ιδεών. Η γνώση που έχουμε για τα υλικά πράγματα και τους ανθρώπους είναι έμμεση και συνήθως μη επαρκώς θεμελιωμένη. Ο David Hume [3] προσπάθησε να κάνει ένα βήμα παραπάνω και παρουσίασε τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η κατανόηση μεταξύ δύο υποκειμένων. Έδωσε έμφαση στον ρόλο των συναισθημάτων για τη θεμελίωση των ηθικών κρίσεων και υποστήριξε ότι η ηθική αξία των πράξεων καθορίζεται από τις συναισθηµατικές µας αντιδράσεις σε αυτές. Δέχεται την αξία της συµπάθειας, δηλαδή της ικανότητάς µας να αναγνωρίζουµε την κατάσταση που βιώνουν οι άλλοι, να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά τους, να τα βιώνουµε σαν να είναι δικά µας και να συµπάσχουµε µαζί τους. Συγκεκριμένα, κάνει την παρακάτω αναφορά:

«Οι νόες όλων των ανθρώπων οµοιάζουν σε σχέση µε τα συναισθήµατα και τις λειτουργίες τους. ∆εν είναι δυνατόν να κινητοποιηθούν από κάποιο αίσθηµα που δεν θα αγγίζει τους υπολοίπους. Όπως τα ελατήρια που έχουν κουρδιστεί µε τον ίδιο τρόπο η κίνηση του ενός µεταδίδεται στα άλλα, έτσι και τα αισθήµατα αµέσως περνούν από το ένα πρόσωπο στο άλλο και προκαλούν σε κάθε ανθρώπινο πλάσµα τις αντίστοιχες κινήσεις. Όταν παρατηρώ τα αποτελέσµατα ενός πάθους στη φωνή και στις χειρονοµίες κάποιου, ο νους µου περνάει αµέσως από τα αποτελέσµατα αυτά στις αιτίες τους και σχηµατίζει µια τόσο έντονη εικόνα του πάθους που αµέσως µετατρέπεται σε πάθος καθεαυτό……Παρόµοια, όταν παρατηρώ τις αιτίες ενός συναισθήµατος, ο νους µου µεταφέρεται στα αποτελέσµατά του, και κινητοποιείται από ένα παρόµοιο συναίσθηµα… [Η συµπάθεια] είναι εκείνη η αρχή που µας βγάζει τόσο πολύ από τον εαυτό µας, ώστε να µας δηµιουργήσει την ίδια ευχαρίστηση ή την ίδια ανησυχία που υπάρχει σε κάποιον άλλο χαρακτήρα, σαν αυτές να είχαν την τάση να µας ωφελούν ή να µας ζηµιώνουν».
Ο παρατηρητής, λοιπόν, ενός άλλου υποκειμένου, έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει συναίσθηµα συµπάθειας προς αυτό «φανταζόµενος τον εαυτό του στη θέση του πράττοντος, στο πλαίσιο των συγκείµενων περιστάσεων υπό τις οποίες εκείνος ενεργεί ή πάσχει. Έτσι, ο συµπάσχων παρατηρητής γίνεται το παθόν υποκείµενο» [4].
Άρα, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η άρνηση του Κ να δεχτεί ότι ο Α καταλαβαίνει τη συνθήκη του, τον οδηγεί ουσιαστικά και στην άρνηση της ικανότητας του Α να υπάρχει απέναντί του ως συμπάσχων παρατηρητής διαμέσου της λειτουργίας του μηχανισμού της φαντασίας. Όμως, σύμφωνα με την κοινή αίσθηση, ακόμα και αν κάποιος δεν έχει ακριβώς τα ίδια βιώματα με το άλλο υποκείμενο, είναι πάραυτα σε θέση να φανταστεί τη συνθήκη του άλλου προβαίνοντας σε ένα είδος εσωτερικής προσομοίωσης. Έχοντας κατά νου τον Hume, θα μπορούσε να λεχθεί ότι όπως είναι κάποιος σε θέση να δημιουργήσει σύνθετες ιδέες δια της χρήσεως πιο απλών ιδεών, έτσι είναι δυνατόν να κατανοήσει τι σημαίνει ότι κάποιος προκαλεί τον θάνατο κάποιου ανθρώπου, παρόλο που δεν έχει ποτέ βιώσει μια παρόμοια συνθήκη. Εδώ τον ρόλο των υπό σύνθεση απλών ιδεών μπορεί να το παίξουν πχ το βίωμα της απώλειας ενός άλλου ανθρώπου, παρεμφερή επώδυνα βιώματα, αναγνώριση συναφών συναισθημάτων, οι σκέψεις μας για τις νομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πράξης κοκ.
Προλαβαίνοντας πιθανές ενστάσεις του Κ, η παραπάνω λειτουργία δεν αναφέρεται απλά στον περιγραφικό σχηματισμό της έννοιας του πόνου του Κ από τον Α, χωρίς ο Α να έχει την παραμικρή εμπειρία πόνου. Αλλά μοιάζει περισσότερο με τον σχηματισμό μιας εσωτερικής συνθήκης με βαθύ βιωματικό ορίζοντα [5]. Ανακαλώ μια σχετική παρατήρηση του Ludwig Wittgenstein [6]:
«Θα μπορούσε κάποιος να καταλάβει τη λέξη «πόνος» χωρίς ποτέ να έχει νιώσει πόνο; Είναι η εμπειρία που θα με διδάξει αν αυτό είναι αλήθεια ή όχι; Και αν πούμε ότι: «Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τον πόνο χωρίς να έχει κάποτε νιώσει πόνο» πώς το γνωρίζουμε αυτό; Πώς μπορούμε να αποφασίσουμε αν αυτό είναι αλήθεια;». Με άλλα λόγια, ο Wittgenstein περιγράφει, εμμέσως, τη δομή του μηχανισμού προσομοίωσης (έννοια «πόνος», εμπειρία πόνου, κατανόηση) και επισημαίνει παράλληλα ότι δεν είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να φανταστεί τη νοητική και συναισθηματική συνθήκη του άλλου.
Ο Κ μοιάζει να είναι σε διαρκές αδιέξοδο. Έχει, όμως, ακόμη όπλα στη φαρέτρα του. Μπορεί να επικαλεστεί τη μη πρόσβαση του Α σε σημαντικές εσωτερικές του πληροφορίες, με αποτέλεσμα ο Α να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι τροφοδοτείται κατάλληλα ο εσωτερικός του μηχανισμός προσομοίωσης. Ας δούμε το παρακάτω παράδειγμα: ο Κ μπορεί να ισχυριστεί ότι γνώριζε τον οδηγό του οχήματος, για τον οποίο δεν έτρεφε και ιδιαίτερη συμπάθεια.
Εφόσον ο Κ επικαλείται κρυφά συναισθήματα, κάποιος θα μπορούσε να απαντήσει με τον εξής τρόπο: όσο μοναδικά και αν είναι όσα νιώθει ο Κ, δεν αναιρείται η δυνατότητα του Α να μπαίνει στη θέση κάποιου που έχει προκαλέσει τον θάνατο ενός άλλου ανθρώπου. Είναι, όμως, τόσο απλό; Είναι δυνατόν να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της ενσυναίσθησης σε έναν άνθρωπο χωρίς να υπάρχει άμεση ή/και στενή επαφή με τον αληθινό εαυτό του άλλου υποκειμένου;
Είναι απαραίτητο να κατανοηθεί καλύτερα ο μηχανισμός της ενσυναίσθησης. Λαμβάνοντας υπόψη και τις προηγούμενες αναφορές, θα έλεγα ότι βασίζεται, μάλλον, σε μια εσωτερική συνθήκη μίμησης κατά την οποία ένα υποκείμενο προσπαθεί να φανταστεί και να εκδραματίσει μέσα του την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιο άλλο υποκείμενο. Σε αυτή τη διαδικασία της δυναμικής εκτίμησης των συναισθημάτων του άλλου, χρησιμοποιούνται διάφορα υλικά (εμπειρίες, μνήμες, στερεοτυπικά προσδοκώμενες συμπεριφορές, δεδομένα του άλλου κοκ) με τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίσταται εφικτή ακόμα και η ενεργοποίηση παρεμφερών σωματικών συμπτωμάτων. Η Edith Stein [7] αναφέρει ότι η ενσυναίσθηση είναι το παράδοξο εκείνο ενέργημα μέσω του οποίου μια μη οικεία πραγματικότητα μετατρέπεται σε συστατικό στοιχείο της βαθύτερης και διευρυμένης εμπειρίας μας. Δεν πρόκειται απλώς για μια διαδικασία προσέγγισης της κατάστασης του άλλου με τρόπο επαγωγικό ή αποδεικτικό, αλλά μοιάζει περισσότερο με ικανότητα να «παίξει» κανείς μέσα του τη συνθήκη του άλλου ανθρώπου, μια λειτουργία που στηρίζεται στη συνεργασία διαφορετικών μερών του εσωτερικού μας κόσμου: νόηση, συναισθήματα, μνήμη, εμπειρίες, σωματικές λειτουργίες κοκ. Οπότε προκύπτει το εξής ερώτημα: από τη στιγμή που ο Α δεν διαθέτει σημαντικές πληροφορίες (πχ την κρυφή ηδονή που μπορεί να νιώθει ο Κ για τον θάνατο του οδηγού), μπορούμε να δεχτούμε ότι ο Α συνεχίζει να είναι ικανός να μπει στη θέση του Κ; Χωρίς επαρκή εισροή δεδομένων από τον Κ, μήπως ο Α παραμένει μέσα στο πλαίσιο της ιδωμένης αλλιώς εαυτότητάς του;
Είναι πολύ πιθανό. Όμως, οι εσωτερικές προβολές του Α (πχ θα ένιωθα Χ αν προκαλούσα τον θάνατο κάποιου) δεν αποτελούν και αυτές υποστηρικτικό υλικό της ενσυναίσθησης; Μάλλον ναι. Το θέμα είναι ότι πρέπει να εμπλουτισθούν με την πραγματικότητα του Κ, ώστε να μειωθεί η μεταξύ τους απόσταση. Ο Κ είναι σε ένταση: ο Α προσπάθησε να τον καταλάβει προσαρμόζοντας πάνω του παλιές προσομοιώσεις, που πιθανώς να στηρίζονται σε αμφιβόλου σχετικότητας δεδομένα.
Ο Κ μπορεί να μας πει ακόμη κάτι πολύ σημαντικό: εφόσον δεχτούμε το φαινόμενο της ενσυναίσθησης, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό της. Χρειάζεται εμπειρία, ανοιχτότητα, κατάλληλο πλαίσιο αναφοράς και μεγάλη εσωτερική χωρητικότητα και δεκτικότητα. Πώς είναι δυνατόν να μπει κανείς στο θέση του άλλου όταν εσωτερικά είναι συρρικνωμένος, όταν φοβάται ή αμύνεται; Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο με συχνές συμπεριφορές άσκησης ψυχολογικής βίας. Η βία λαμβάνει, συνήθως, χώρα όταν η εσωτερική ζωή του δρώντος υποκειμένου στερεύει απελπιστικά. Αυτός που επικαλείται τέτοια μέσα δεν μπορεί να επηρεάσει και να αγγίξει εσωτερικά τον άλλο και ασκεί βία ως μια απέλπιδα ανάγκη για επαφή. Η επιβολή πόνου και ψυχολογικού βασανισμού είναι η ύστατη προσπάθειά του να αγγίξει ή να επηρεάσει τον άλλο απέναντί του. Τι είναι ικανός, άραγε, να «δει» σε έναν άλλο άνθρωπο όταν βρίσκεται μέσα σε μια τόσο θολή εσωτερική κατάσταση;
Ο Κ ρωτά ευθέως: «εφόσον ο Α δεν πρόλαβε να εκτεθεί στα υπαρξιακά μου δεδομένα, πώς μπορεί να ισχυριστεί ότι κατόρθωσε να με καταλάβει ενεργοποιώντας μέσα του τον μηχανισμό της ενσυναίσθησης;». Θα μπορούσε να επεκτείνει το επιχείρημά του και να χρησιμοποιήσει πολλά καθημερινά γεγονότα για να μας δείξει ότι οι άνθρωποι, μάλλον, δυσκολεύονται να καταλάβουν τους άλλους: τρομοκρατικές επιθέσεις, ανεύθυνη οδήγηση, κατάληψη εξουσίας μέσω χρήσης ψεμάτων, εκμετάλλευση ανθρώπων, πώληση επιβλαβών προϊόντων, ξενοφοβικές συμπεριφορές κοκ. Θα μπορούσε, επίσης, να προσθέσει ότι είναι δυνατή η έκφραση μιας ψευδούς συμπεριφοράς κατανόησης προς επίτευξη ιδιοτελών στόχων: η έκφραση κατανόησης ενός πωλητή προς τον πελάτη με απώτερο σκοπό την πραγματοποίηση μιας πώλησης. Ή ότι είναι δυνατόν κάποιος να ενεργοποιήσει αισθήματα συμπόνιας σε κάποιον άνθρωπο με απώτερο σκοπό την χειραγώγησή του πχ άνθρωποι που δίνουν ψευδή δεδομένα οδύνης, ώστε να προκαλέσουν ενοχές και να μπορέσουν εύκολα να ασκήσουν στους άλλους χειριστικές συμπεριφορές. Θα μπορούσε, τέλος, να αναφερθεί στις περιπτώσεις της «συναισθηματικής μόλυνσης»: ένα βρέφος βλέποντας τη μητέρα του να κλαίει είναι πολύ πιθανό να αντιδράσει με την ίδια συμπεριφορά. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει ενσυναίσθηση;
Ο Κ παραμένει σκεπτικός μέσα σε μια ουδέτερη ζώνη: ενώ δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυνατότητα να μπαίνουμε στη θέση κάποιου άλλου ανθρώπου, είναι πάραυτα σε θέση να δείξει ότι δεν μπορούμε να έχουμε καθαρή εικόνα του τι είναι ακριβώς η ενσυναίσθηση και κάτω υπό ποιες ειδικές προϋποθέσεις ενεργοποιείται. Μοιάζει με μια βιωματική συνθήκη που βασίζεται στο συνεχές πέρασμα ενός υποκειμένου μέσα από διαφορετικές καταστάσεις: παρατήρηση του άλλου, προοπτική του άλλου, προοπτική του εαυτού. Είναι ομολογουμένως δύσκολο να πάρει κάποιος τη θέση του Κ όσο εκείνος βρίσκεται ακόμη εκεί. Μπορεί, όμως, να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του, να εκτεθεί στον κόσμο του και να βρει τον Κ εκ νέου μέσα του, προβαίνοντας σε διαρκείς εσωτερικές συνθέσεις νέων προοπτικών της πραγματικότητας.
***
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κατάγεται από τον όρο Einfühlung (που θα πει: η κατάσταση του εντός σε), ο οποίος εισήχθη τον 19ο αιώνα από τους φιλοσόφους Hermann Lotze και Robert Vischer.
2. Arthur Bohart and Leslie Greenberg (1997) Empathy Reconsidered: New Directions in Psychotherapy. Washington, DC: American Psychological Association.
3. David Hume (1739) A Treatise of Human Nature, III, I, I, (µετάφραση Φιλήµονα Παιονίδη)
4. Alexander Broadie (2006) Sympathy and the Impartial Spectator in The Cambridge Companion to Adam Smith K.Haakonssen, ed., Cambridge University Press, Cambridge, pp. 158-188
5. «Βαθύ» σημαίνει να είναι δυνατόν να συλληφθεί η λεπτότητα και οργανωτική πολυπλοκότητα των άμεσων και αισθανόμενων νοημάτων και βιωμάτων του άλλου (βλέπε Arthur Bohart and Leslie Greenberg (1997, 422 σελ))
6. Ludwig Wittgenstein (1958) Philosophical Investigations. (§315)
7. Συγγραφέας της πρωτοποριακής διδακτορικής διατριβής: Zum Problem der Einfühlung (On the Problem of Empathy) (1917)
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Tatsuo Suzuki.]