Ι.
Μοίρα ήταν του βράχου να παραστέκει σιωπηλός
Η θέληση του δέσμια κόντρα στη δύναμή της
Και η θάλασσα άλλοτε μ’ απανωτά φιλήματα τη ρίζα του να ζώνει
Κι άλλοτε να πλαντάζει, στη ράχη του να ρίχνεται με τρομερή αντάρα
Με το υγρό, με τ’ αλμυρό της άγγιγμα, μ’ αχλή να τον τυλίγει
Να σκάβει επάνω του στοές, ρωγμές και κόγχες
Φαρμάκι ήταν και βάλσαμο μαζί επάνω στις πληγές του
Να μπόραγε να μέρωνε λιγάκι την ορμή της
Που ολοένα ήθελε νά ’ρχεται, να φεύγει βιαστική
Κι ήταν για εκείνη το ριζικό
Τον δήμιο και τον λυτρωτή να σεργιανά αντάμα
Σμίλη το κύμα, αδιάκοπα σφυροκοπά τον βράχο
Πέρασμα νά ’βρουν τα νερά
Που τον τραβούν εκστατικά στη ζάλη του βυθού τους
Τρίμμα της πέτρας κι αμμουδιά
Να ταξιδεύει με καιρούς στων θαλασσών το πέρας
Ελεύθερος να ρέει παντού
Και να μη στέκει πουθενά να μετρηθεί μαζί τους
Τώρα, τόπο πού νά ’βρουν να σταθούν
Σταλιά να ξαποστάσουν
Τα ρημαγμένα μυστικά που κουβαλά το κύμα
ΙΙ.
Αιχμή του θαλασσόβραχου το φρύδι του θανάτου
Εκεί, στερνό ήταν που έσυρε χορό ο μαύρος καβαλάρης
Διάφανη κόρη λυγερή στη σέλα του δεμένη
Το βράδυ εκείνο ανέμιζαν στους ώμους τα μαλλιά της
Και έμπλεκαν με του φεγγαριού την αργυρή την κόμη
Εικοσιπέντε Μάηδες, το αγλάισμα της νιότης
Θυσία κύλησαν γοργά στις αιχμηρές του κόγχες
Νωπό αστράφτει το αίμα της, τη λησμονιά γυρεύει
Ο ήλιος το ψήνει στις ρωγμές, ένα με το αλάτι
Καμιά βροχή δεν τόλμησε ως τώρα να το αγγίξει
Τα δάκρυα μόνο του κύρη της, με τα φτερά στους ώμους
Που οι στεναγμοί του τράχυναν την όψη σαν την πέτρα
Και το θολό του βλέμμα από ψηλά όλο στυλώνει και ρωτά
Γιατί… γιατί… μια άνοιξη να ποντισθεί σε παγερούς χειμώνες
Είπαν πως τάχα στον αφρό τα μύχια του βυθού θέλησε ν’ ανεβάσει
Τα κοραλλένια χρώματα και τα κλειστά χοχλάδια
Έκτοτε, αν σε κάποια ακτή χαράξει χέρι τρυφερό τα αρχέγονα σημάδια
Μέσα σε υπνοφαντασιά
Έρχεται λεν η κόρη στον αφρό ντυμένη μ’ άσπρα πέπλα
Να τα ευλογήσει μυστικά
Και πριν στην άμμο οριστικά βουλιάξουν τα όνειρα της
Κι ύστερα πάλι στου πυθμένα τη σιωπή αέρινη μακραίνει
Το πεπρωμένο αναμετρά κι απόφαση δεν παίρνει
Κατάρα αν ήταν, λευκό σκοτάδι ή μαύρο φως
Ό,τι την άγγιξε… Βυθός
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Ιvan Αivazovsky.]