[…] Ο κριτικός δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να είναι πάντα καλός. Οι θετικές και οι αρνητικές κριτικές αποκτούν νόημα κι αξία μόνον αν συνυπάρχουν. Η κριτική υποβιβάζεται τόσο αν εξυπηρετεί εθιμοτυπικές φιλοφρονήσεις, όσο κι όταν κατά σύστημα απορρίπτει λόγω νοησιαρχικής υπεροπτικής προσέγγισης κριτικού το λογοτεχνικό δημιούργημα. Η ηθική της κριτικής, απόληξη συνδυασμού λογικής κι αντικειμενικότητας, συγκροτεί τα κριτήρια πάνω στα οποία στηρίζονται τα όρια της επιχειρηματολογίας του κριτικού. Ο κριτικός δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει με φορμαλιστική τακτική στον προσωπικό τόνο του πνευματικού έργου, στην ενατένιση των πραγμάτων του κόσμου που κάνει ο συγγραφέας και παραδίδει στην κρίση του αναγνώστη και του κριτικού. Είναι φυσικό η ανάγνωση ενός έργου να γίνεται με διαφορετικό τρόπο και σκοπό από τον κριτικό απ’ ό,τι από τον αναγνώστη. Η πρόθεση του κριτικού, διαφορετική από εκείνη του απλού αναγνώστη, ασκείται με το πλεονέκτημα της ειδίκευσης του πρώτου, αρκεί να μη χρησιμοποιεί, όπως προείπαμε, στερεότυπα καλούπια κρίσεων, να μην καταφεύγει σε απλουστεύσεις, αμφισβητήσεις, αφοριστικές γενικεύσεις οι οποίες απομακρύνουν από την εμβαθυντική μελέτη του κρινόμενου έργου. Απώτερος σκοπός της κριτικής είναι να οδηγήσει τον συγγραφέα στην ωριμότητα που εκφράζει μία δεύτερη, διαφορετική από τη δική του, σκέψη, σε άλλη ενατένιση των πραγμάτων κι όχι να τον απογοητεύσει ή να τον καταδικάσει. Ο κριτικός χρειάζεται να ξέρει, να μπορεί να αγαπάει, να λειτουργεί σε «συνάρτηση κατανόησης, εντιμότητας, ειλικρίνειας» κατά τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο.
Η έκταση της κριτικής δεν έχει να κάνει με την ποιότητά της. Είναι αναμφισβήτητο ότι μία κριτική που εξετάζει το λογοτεχνικό βιβλίο από όλες του τις πλευρές -γλωσσικά, αισθητικά, από την άποψη της σύλληψης και της εξέλιξης της μυθιστορίας, της παρουσίασης των ηρώων, της ανάπτυξης των ιδεών κ.λπ.- χρειάζεται ικανή έκταση. Υπάρχουν κριτικές στις οποίες αναπτύσσεται αντίλογος προς το παρουσιαζόμενο έργο ή επιχειρείται προέκταση προς άλλες κατευθύνσεις (επιστημονικές, ιδεολογικές, συγκριτικές κ.ά.). Στις περιπτώσεις αυτές η έκταση δεν μπορεί να είναι περιορισμένη. Παράλληλα σημειώνονται κριτικές μικρής έκτασης -π.χ. μιας παραγράφου- στις οποίες ο κριτικός παρέχει συνοπτικές απόψεις, κρίσεις, παρατηρήσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηρίσουν το συγκεκριμένο βιβλίο. Αυτή η λιγόλογη κριτική παρουσίαση που δεν έχει σχέση με τη βιβλιοπαρουσίαση, δεν μπορεί παρά να προέρχεται από ιδιαίτερα ικανό κριτικό, με πείρα και προϋπηρεσία στο αντικείμενο.
Μία άλλη ορθή διαφοροποίηση τίθεται από τον Γ. Χατζίνη όταν γράφει: «Ο κριτικός που μιλάει για ζωντανούς συγγραφείς, θέλω να πω για συγγραφείς που βρίσκονται στη ζωή κι εξακολουθούν να δημιουργούν, είναι σα να περπατάει πάνω σ’ ένα τεντωμένο σύρμα που τίποτα δεν τον βεβαιώνει για την στερεότητά του. Σε ό,τι θα πει, είναι πολύ πιθανόν να διαψευσθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Τίποτα πιο απρόοπτο από την καλλιτεχνική δημιουργία. Ένα καινούργιο έργο, μπορεί να είναι η αφετηρία μιας νέας πορείας, για την οποία δεν υπήρξε καμία υποψία». Στο θέμα της μη σταθερής αξίας της λογοτεχνικής δημιουργίας του ίδιου συγγραφέα θα επανέλθουμε παρακάτω. […]
[Από το υπό έκδοση από τις εκδ. Παπαζήση βιβλίο του Διονύση Κ. Μαγκλιβέρα.]