frear

Για το βιβλίο της Γεωργίας Παλληκαρίδου-Ποσπορή «Ποίηση Ευαγόρα Παλληκαρίδη» – γράφει ο Άγγελος Σμάγας

Γεωργία Παλληκαρίδου-Ποσπορή, Ποίηση Ευαγόρα Παλληκαρίδη, εκδ. Πήλιο, 2015.

Κάθε Έλληνας στην Κύπρο ή στην Ελλάδα, αλλά και οπουδήποτε επί γης, όσο αμυδρά και αν έχει αποτυπώσει μέσα του την τρισχιλιετή ιστορία της πατρίδας μας, σίγουρα κρατά μια φωτεινή γωνία στο νου και στην καρδία του προκειμένου να φιλοξενεί εις το διηνεκές ό,τι σχετίζεται με τη ζωή και τον θάνατο του Αρχάγγελου της Κύπρου, του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Σύντομο το σεργιάνι του από την Τσάδα, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, στο βουνό, κι από εκεί στο ικρίωμα της αγχόνης που έστησαν οι Άγγλοι αποικιοκράτες στη Λευκωσία για να στραγγαλίζουν κάθε φιλελεύθερη λαλιά. Ήταν ένας έφηβος προικισμένος με σωματικό, ψυχικό και πνευματικό κάλλος, με προσόντα και αρετές που προοιώνιζαν μια ζηλευτή πορεία προς την επιτυχία και την καταξίωση. Η μοίρα όμως και η ιστορία τον απογείωσαν προς μια αιθέρια διαδρομή, τον εξακόντισαν να λικνίζεται πρωτοχορευτής στον χορό των ηρώων.

Αυτή λοιπόν η φωτεινή τροχιά τής πολλά υποσχόμενης ζωής του μέχρι και τη θυσία του, είναι εν πολλοίς γνωστή σε όλους. Εκείνο όμως που πλημμελώς ίσως γνωρίζαμε, είναι η ψυχοπνευματική εκείνη πτυχή που του χάρισε τον τίτλο του «Ποιητή», ώστε το προσωνύμιο του Απόλλωνα να καλύπτει επάξια όχι μόνο τη σωματική τελειότητα αλλά και την ποιητική δεξιότητα.

gggΤο κενό αυτό ήρθε να καλύψει ο θεματοφύλακας της άγιας κληρονομίας της οικογένειας Παλληκαρίδη, η κυρία Γεωργία Παλληκαρίδου Ποσπορή, με την εκπόνηση του νέου της βιβλίου «Ποίηση Ευαγόρα Παλληκαρίδη» που τύπωσε ο εκδοτικός οίκος «Πήλιο». Ευκαιρία να μεταλάβουμε το «λάλον ύδωρ» που εμπεριέχεται σ’ αυτό το πόνημα και να ψηλαφίσουμε την ψυχή του ήρωα, αφού ο στίχος δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον ανασασμό της ψυχής του ποιητή.

Τι είναι αυτό που καθιστά αυτήν την ποιητική συλλογή άξια μελέτης; Τι της δίνει το προβάδισμα σε σχέση με έργα άλλων ποιητών; Μα απλούστατα είναι το πνευματικό γέννημα ενός παιδιού. Μια ογκώδης δουλειά, που δεν γράφτηκε μέσα σε κλιματιζόμενα, άνετα γραφεία, αλλά στο γόνατο, στην κοτρώνα κάτω από την «Αντρουκλιά του Ευαγόρα», κατά την ομολογία των συναγωνιστών του, και μαζί μ’ αυτούς διατυπώνουμε κι εμείς την ίδια απλή ερώτηση: «Μα τούτος άνθρωπος στην καθημερινή του συνομιλία συνδιαλεγόταν έμμετρα;». Πιστεύω πως μέσα του ηχούσε ένα εσωτερικό σάλπισμα, ένας παιάνας. Θα πρέπει το βάδισμά του να ήταν ρυθμικό. Ένας διαρκής πυρρίχιος χορός. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς εκείνη την ιερή προσήλωση στη μετρική τελειότητα του στίχου; Ακόμη από τα πρώτα ποιήματα του που χαρακτηρίζονται πρωτόλεια, αν και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε σε ποιητική αξία από τα ποιήματα ώριμων ποιητών, γίνεται χρήση του αναπαιστικού μέτρου, ενώ ως γνωστόν όσοι αποτολμούν να συνθέσουν στίχους, πρωτοδοκιμάζουν σε ιαμβικό μέτρο, που είναι γνώριμο και οικείο από τα δημοτικά τραγούδια, τις μαντινάδες και τα τσιατιστά των ποιητάρηδων.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης έγραψε σε όλα τα μέτρα.

Ιαμβικό (μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή)
«Τη – μύ / ρω – διά / τους – κρύ / βου – νέ / με – πό / νο – τά / λου – λού / δια» (Όλα ζητούν τη Λευτεριά, σελ. 40)

Τροχαϊκό (μια τονισμένη και μια άτονη)
«Έ – νας / ή – ρως / πέ – θα / νέ» (Στον Μούσκο, σελ. 71)

Αναπαιστικό (Δυο άτονες, μία τονισμένη)
«Ξη – με – ρώ / νει – της – δό / ξας – η – μέ / ρα» (25η Μαρτίου στην Κύπρο, σελ. 43)

Δακτυλικό ( μια τονισμένη, δυο άτονες )
«Κιάν – ε – σκλα / βώ – θη – κε / δέν – με – νει / σκλά- βα» (Η πατρίδα μου, σελ. 41)

Μεσοτονικό (άτονη, τονισμένη, άτονη)
«Σαν – ά – νε / μος – φεύ – γεις» (Σαν άνεμος φεύγεις, σελ. 159)

Μετέρχεται λοιπόν όλα τα μέτρα ο άγουρος έφηβος με μια Σολωμική ωριμότητα. Έτσι ο παλμός που κυλάει στο στίχο παρασύρει τον αναγνώστη σε ρυθμικές ανάσες και ηχηρά τονίσματα των συλλαβών σε κάθε άρση και θέση του κάθε επιμέρους ποδιού (Πόδι: μέρος του μέτρου).

Γαλουχημένος με την παλαμική και μεταπαλαμική ποίηση ο Ευαγόρας καλλιεργεί στο έπακρον την τεχνική της ομοιοκαταληξίας, επιστρατεύοντας κι εδώ όλα τα είδη της: ελεύθερη, ζευγαρωτή, πλεχτή, σταυρωτή. Την τελευταία, μάλιστα, όπου τη χρησιμοποιεί δημιουργεί ένα συναρπαστικό ηχητικό αποτέλεσμα.

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
Θα πάρω μονοπάτια
Να βρω τα σκαλοπάτια
Που παν στη Λευτεριά».

Αυτή η σχολαστική ενασχόληση του ποιητή με την μετρική αρτιότητα, οδήγησε τους συνθέτες να μελοποιήσουν ικανό αριθμό ποιημάτων του. Εκτός από το προηγούμενο «Θα πάρω μιαν ανηφοριά», που είναι και το πιο γνωστό μελοποιημένο ποίημα του Ευαγόρα, ενδεικτικά αναφέρω το «Ηρώων Γη», «Των αθανάτων το κρασί», «Όλος ο κόσμος εκκλησιά», για τα οποία έγραψε μουσική ο Δημήτρης Λάγιος, καθώς και «Την Ελλάδα αγαπώ» σε σύνθεση Μάριου Τόκα, «στην Κύπρο» του Σωτήρη Καραγιώργη και «Η βροχή του φθινόπωρου» της Αναστασίας Guy.

evagoras_palikaridis

Όλα τα ποιήματα είναι περιεκτικά, με πλήρη νοηματική σαφήνεια και διανθισμένα με όλα τα εκφραστικά μέσα. Κυρίαρχες έννοιες στο λόγο του: η Ελλάδα, η Κύπρος, η πατρίδα, η Παναγία, ο ήλιος, το φως, η θάλασσα, ο ουρανός τ’ αστέρια, η φύση και άλλες με κορυφαία, που θα μπορούσε να δώσει τον τίτλο στο έργο του, τη «Λευτεριά» (δε χρειάστηκε όμως γιατί το όνομα αυτό το χάρισε στη βαφτιστικιά του). Οι εικόνες και το όλο σκηνικό πού ξεδιπλώνεται μέσα από τους στίχους είναι γεμάτα φως, λάμψη κι ομορφιά. Στοιχεία που αυξάνουν την αξία τους, καθώς ο ποιητής φαίνεται πως τα βλέπει μέσα από το παράθυρο ενός σκιερού υπογείου, που μπορεί να είναι η σκλαβιά, η σπηλιά ή και η φυλακή. Έτσι, ό,τι όμορφο και φωτεινό υπάρχει έξω αποθεώνεται στο βλέμμα του Ευαγόρα και ταυτίζεται με τη Λευτεριά: «Γιατί γελά στην Κύπρο μας θάλασσα και στεριά; Όλα γελούνε σήμερα γιατ’ ήρθε η Λευτεριά» (Μας ήρθε η Λευτεριά, σελ. 53).

Η αγάπη για την πατρίδα και ο πόθος της λευτεριάς ξεχειλίζουν σε κάθε στροφή των πατριωτικών ποιημάτων. Όμως και στα «θρησκευτικά ποιήματα», όπου καταρχήν αναδεικνύεται η βαθιά πίστη του ποιητή, κυρίαρχο αίτημα μέσα από τις ικεσίες του προβάλλει και πάλι η πολυπόθητη Λευτεριά: «Ω! Θεέ παντοδύναμε! Δίνε θάρρος στους σκλάβους και οδήγα και φύλασσε και αυτούς σαν τους Μάγους. Και σε με, Θε’ μου χάρισε λίγα χρόνια ακόμα για να δω την πατρίδα μου σ’ ασπρογάλανο χρώμα!…» (Σκλαβωμένα Χριστούγεννα ΙV, σελ. 92).

Στην ενότητα των ερωτικών ποιημάτων γίνεται ένας ύμνος στη φιλία, στην αγάπη και στον έρωτα. Η ευγενική έκφραση αυτών των συναισθημάτων εξιδανικεύει τον έρωτα, και γεμίζει με προσμονή και νοσταλγία τον ποιητή, καθώς οι δύο αποδέκτες αυτών των συναισθημάτων, η Λύα και ο Ευαγόρας βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο. Παρ’ όλη την ιδιαιτερότητα του θέματος, αγιάτρευτος πατριδολάτρης ο ποιητής δεν ξεχνά και στα ερωτικά του ποιήματα να κάνει μνεία της διαφαινόμενης πιθανής θυσίας του, πράγμα που η διαίσθηση του τον οδήγησε σε όλο του το έργο να συνθέτει προφητικούς στίχους της αναπόφευκτης ηρωποίησής του «Την ώρα τούτη, που τη νιώθω τη ζωή όλο να χάνεται σαν κάποι’ ανεμοζάλη, αυτήν την ώρα, που μου σβήνει κι η πνοή, τρέχει σε σένανε η σκέψη μου και πάλι!… Το τελευταίο σκλάβο γράμμα μου σου γράφω και φύλαξέ το για στερνή παρηγοριά… (Μπορεί ταχιά να μ’ οδηγήσουνε στον τάφο…)» (Το τελευταίο «σκλάβο» γράμμα, σελ. 98).

Ένα δύσκολο είδος ποίησης είναι η σάτιρα, που απαιτεί οξύνοια, γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας, παρακολούθηση της επικαιρότητας κ.α. Από τον Ευαγόρα, που τον γνωρίσαμε στο υπόλοιπο έργο του να νουθετεί και να δείχνει το δρόμο της τιμής και της ευθύνης, δεν περιμέναμε να καταπιαστεί με σκωπτικούς και αστείους στίχους. Ίσως εδώ είναι που μας εκπλήσσει ευχάριστα, καθώς διαπιστώνουμε πόσο έξυπνα και ευρηματικά είναι όλα όσα αναφέρονται στα σατιρικά του ποιήματα, όπου, εύστοχα σημειώνοντας η κυρία Γεωργία, «πρώτα απ’ όλους σατιρίζει τον εαυτό του. Αυτοσαρκάζεται». Χαρακτηριστικά, ο μαθητής Ευαγόρας αναρωτιέται παραπονεμένος «Προς τί λοιπόν καθήμενος έγραφα τιμωρίαν; Και, μείνας αμελέτητος από την Ιστορίαν, αύριο θα τιμωρηθώ γι’ αυτήν μου την μωρίαν;»

Αυτό που δίνει απαράμιλλη αξία στο ποιητικό έργο του ήρωα είναι η συνέπεια λόγων και έργων. Οι φλογεροί του παιάνες, οι πατριωτικές του παραινέσεις είχαν αποδέκτες όλους τους Έλληνες, μα πριν απ’ όλους τον ίδιο του τον εαυτό. Την ώρα που έγραφε στο χαρτί τους αθάνατους στίχους του, κατέγραφε και χάραζε μέσα στη ψυχή του το δρόμο προς τη θυσία και το θάνατο.

Το έργο του και τη στάση του μπορούμε να παρομοιάσουμε με την συμπεριφορά κάποιων άλλων ομότεχνών του. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για βίους παράλληλους, για ομόκεντρους κύκλους, αλλά με ευρύτερο τη φωτεινή τροχιά της ζωής του Ευαγόρα Παλληκαρίδη.

Θα μπορούσαμε να τον συγκρίνουμε με τον Τυρταίο, μόνο όμως ως προς τη θέρμη και δύναμη της προτροπής των στίχων του προς τους Σπαρτιάτες «Τι τιμή στο παλικάρι, όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά». Κατά τα άλλα όμως ο Τυρταίος ήταν αμέτοχος των μαχών μια και ήταν χωλός, ενώ ο ήρωας μας με τις αρετές και χάρες του Απόλλωνα και του Άρη πρόταξε τα εφηβικά του στήθη αψηφώντας το θάνατο.

Θα μπορούσαμε να τον δούμε συνοδοιπόρο με τον Κώστα Κρυστάλλη, αφού κι αυτός στα 18 του χρόνια διώχτηκε ανελέητα από τους Τούρκους για το μεγαλόπνοο ποίημά του «Σκιές του Άδη», το οποίο στρεφόταν εναντίον των κατακτητών και παρακινούσε τους σκλάβους να διεκδικήσουν τη λευτεριά. Πέθανε κι αυτός πολύ νέος, σε ηλικία 26 ετών, κυνηγημένος και εξόριστος από την πατρίδα του.

Παράλληλη θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την πορεία του Ευαγόρα Παλληκαρίδη με αυτήν του Λορέντζου Μαβίλη. Ο σπουδαίος αυτός νεοέλληνας ποιητής έπεσε ένδοξα στο πεδίο της μάχης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους σε ηλικία 36 ετών, διανύοντας ακριβώς τα διπλάσια χρόνια ζωής απ’ ό,τι ο ήρωάς μας. Όλη του η ζωή όμως ήταν σύμφωνη με τα πατριωτικά κελεύσματα της ποίησης του, μια και δε σταμάτησε να μάχεται ηρωικά στα πεδία των μαχών για την ιδέα της Ελευθερίας.

Με όλους αυτούς ο Ευαγόρας, πέρα από την αγωνιστική ομοιότητα και διάθεση, είχε και λογοτεχνική συγγένεια. Κληρονόμησε, για παράδειγμα, τον αγωνιστικό παλμό των στίχων του Τυρταίου. Τον τραγουδιστή του βουνού και της στάνης, Κώστα Κρυστάλλη, μιμήθηκε ως προς τα δημοτικοφανή τραγούδια-ποιήματα με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, τις επαναλήψεις, το διάλογο πουλιών με ανθρώπους κ.λπ. «Πουλάκι, γιατί σώπασες και στέκεις λυπημένο; Μήπως σου σκότωσε κανείς το ακριβό σου ταίρι; Ή μήπως το παιδάκι σου το πολυαγαπημένο σου πήραν και το σφάξανε με δίκοπο μαχαίρι;» από το ποίημα «Στο Μούσκο (ΙΙ)» (Σελ. 72). Η ποιητική συγγένεια με τα Λορέντζο Μαβίλη είναι ότι και οι δύο τους διέπρεψαν στην λυρική ποίηση. Έγραψαν ποιήματα πατριωτικά, που μιλούσαν και παρακινούσαν για το δρόμο προς την αθανασία, τον οποίο πρώτοι αυτοί πορεύθηκαν. Ο Μαβίλης υπήρξε κατεξοχήν ποιητής των σονέτων. Απόπειρες σε αυτό το λογοτεχνικό είδος έκανε και ο Ευαγόρας με τέλεια μορφή των δεκατεσσάρων στίχων στο ποίημα «Μάνα η καρδιά μου μάλλιασε» (σελ. 57). Ο Μαβίλης στα σονέτα του χρησιμοποιεί τη σταυρωτή ομοιοκαταληξία. Το ίδιο επιδέξια την επιστράτευσε και ο Ευαγόρας, για να υμνήσει τη λευτεριά.

euagoras2

Στο αποχαιρετιστήριο ποίημα-γράμμα προς τους συμμαθητές του με τον πιο αντιπροσωπευτικό στίχο του όλου έργου του «Θα πάρω μιαν ανηφοριά» δείχνει να κατανοεί ο ποιητής πως ο δρόμος που επέλεξε είναι δύσβατος και κοπιαστικός. Στη λέξη ανηφοριά κρύβονται όλα τα σύννεφα που καλύπτουν τον φωτεινό ουρανό που προσδοκά. Μα οι λίγες ακτίνες που ξεγλιστρούν μέσα από την πυκνή αυτή καταχνιά της σκλαβιάς ξέρει πως είναι η πρόγευση της λευτεριάς.

Μέσα του περνά συχνά η ιδέα του θανάτου του και δε διστάζει να κάνει κοινωνούς της ιδέας του αγαπημένα πρόσωπα. Πολύ νωρίς, μικρό παιδί ακόμα, δηλώνει απερίφραστα στο πρωτόλειο ποίημα του «Όρκος του στρατιώτη»: «Σαν το θελήσει ο Θεός / θα κατεβώ στο χώμα» (σελ. 38). Κι ενώ φαίνεται απλώς σαν μεγαλόστομη φράση που δεν εμβαθύνει το νόημα της, προϊούσης της ηλικίας και της ποίησης, γίνεται πιο συγκεκριμένος και δηλώνει με επίγνωση και χωρίς δισταγμό «Μπορεί ταχιά να μ’ οδηγήσουνε στον τάφο» (Το τελευταίο «σκλάβο» γράμμα, σελ. 61). Προβλέπει την απαρχή του Γολγοθά του «Πατέρα μου οι φυλακές απόψε με καλούνε…Τα σίδερα τους τα βαριά τ’ ακούω που χτυπούν, σαν να με πνίξουν θέλουνε και όλο με ζητούνε και νιώθω κρύο, μοναξιά, εμένα να τρυπούν » (Πατέρα μου οι φυλακές, σελ. 80).

Σε ένα από τα προμαντέματά του, που εξομολογείται φιλικώς, όπως προσυπογραφεί στην φίλη του τη Λύα, έχει αποδεχτεί τον θάνατο σαν πιθανό ενδεχόμενο «Γιατί κι εγώ να μην πεθάνω για κάτι αψηλό για κάτι ωραίο» (Αν θες να μάθεις νέα μου, σελ.206). Κι ενώ φαίνεται πως έχει συμφιλιωθεί απόλυτα με τον θάνατο, συγχρόνως τον απεύχεται: «Μπορεί κάποιος ρόλος να μου λέει το τέλος μου. Ας ελπίσουμε να μην συμβεί» (Μη με ξεχάσεις, σελ. 208). Εδώ ο ατρόμητος έφηβος δείχνει πιο ανθρώπινος σαν να ψάχνει έρεισμα να κρατηθεί στη ζωή. Σε αντίθεση με άλλα σημεία της ποίησης του, όπου η απαισιοδοξία και ο Καρυωτακικός πεσιμισμός ανοίγουν διάπλατα πανιά σε πέλαγος απελπισίας «και μόνος φίλος είναι ο πόνος ο κρυφός που μέρα μέρα με πηγαίνει προς τον Άδη» (Ένα καράβι, σελ. 156) και «Κλειστή για μένα κάθε πόρτα της χαράς, της λύπης κάθε πόρτα ανοιχτή για μένα» (Δίχως χαρά, σελ. 155). Εδώ παρατηρούμε και μία περίτεχνη αντιστροφή σύνταξης των στίχων και συγχρόνως μία πετυχημένη αντίθεση.

Ξεφυλλίζοντας αυτό το βιβλίο, το επιμελημένο από την αδελφή του ήρωα, διαπιστώνουμε ότι είναι ένα λυρικό ποτάμι ξέχειλο από χρώματα, φως, εικόνες και συναισθήματα. Στα λυρικά του τραγούδια αυτή η αίσθηση μας κατακλύζει. Οι γλαφυροί στίχοι του μας συναρπάζουν. Γεννιέται εύλογα όμως το ερώτημα «Μα η επική ποίηση δεν τον άγγιξε καθόλου;». Εδώ απαντούμε με ένα κεφαλαιογράμματο ΝΑΙ, τον συνεπήρε, τον ανέβασε στον 7ο ουρανό, μόνο που αντί να χρησιμοποιεί μελάνι, έγραφε με το αίμα του κατευθείαν σε ένα διάσελο του βιβλίου της Ιστορίας. Έτσι ο καθένας μας τον ατενίζει εκεί ψηλά σαν αείφωτο άστρο με το απαστράπτον σπαθί του ν’ ανοίγει δρόμο να διαβεί η τρυφερόποδη ΛΕΥΤΕΡΙΑ και με το μολύβι του να γράφει στίχους για την ανδρεία, το δίκαιο, την ανθρωπιά.

Τελειώνοντας ας μου επιτραπεί να του αφιερώσω λίγους στίχους σε μέτρο αναπαιστικό, που τόσο αγάπησε:

Κι αν απέθανε, αθάνατος μένει
γιατί ανοίχτηκε θεία πτυχή
ιστορίας και κει φυλαγμένη
καρτερεί η τρανή του ψυχή
Κι από κει συμβουλεύει και πείθει
πως καθένας εντίμως θα ζεί
αν προτείνει με θάρρος τα στήθη
για πατρίδα και πίστη μαζί.

Άγγελος Σμάγας

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη