Απόδοση: Δ.Α.
Τις προάλλες, στον νεκροθάλαμο, ένας φίλος θρηνούσε που δεν είχε γνωρίσει καλύτερα τον πατέρα του, ο οποίος κείτονταν στο φέρετρό του με χερούλια στην άλλη άκρη του κρυστάλλου. Στην πραγματικότητα, πρόσθεσε, δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το ποιος ήταν. Αυτό το παράπονο επαναλαμβάνεται συχνά μεταξύ των προχωρημένων σε ηλικία ορφανών. Όλος ο κόσμος, όταν πια η υπόθεση δεν έχει γιατρειά, συνειδητοποιεί ότι αποχαιρετά έναν άγνωστο που αγαπά, ναι, αλλά του οποίου τον εσωτερικό κόσμο αγνοεί πλήρως. Δεν ξέρει ποια ήταν τα ενδιαφέροντά του, ούτε τις ανησυχίες του ούτε τους φόβους του. Από εκεί προκύπτει τις ημέρες μετά τον θάνατο η έμμονη αναζήτηση χαρτιών, φωτογραφιών, αντικειμένων, επιστολών ή συνταγών για βάλιουμ: οποιουδήποτε πράγματος, εντέλει, απ’ το οποίο θα μπορούσε να καταλήξει κανείς σε κάποια βιογραφικά στοιχεία που να πηγαίνουν πέρα από την ευγενική νεκρολογία.
Στην πρώτη περίοδο του εξαιρετικού Six feet under υπάρχει ένα αριστοτεχνικό επεισόδιο που τιτλοφορείται «Το δωμάτιο του πατέρα», στο οποίο ένας απ’ τους γιους ανακαλύπτει ότι ο γονιός του περνούσε τα απογεύματα μιας ημέρας την εβδομάδα σ’ ένα δωμάτιο που νοίκιαζε σε μία φίλη. Τι έκανε ο πατέρας σ’ εκείνο το δωμάτιο; Πιστεύω πως θυμάμαι ότι κάπνιζε ένα πούρο καθισμένος σε μια καρέκλα, με τα πόδια πάνω στο απέναντι τραπέζι. Ο γιος σπεύδει σ’ εκείνο το δωμάτιο και κάθεται στην καρέκλα και βάζει τα πόδια πάνω στο τραπέζι και καπνίζει ένα πούρο καθώς παρατηρεί τον γυμνό χώρο, προσπαθώντας να μαντέψει τι περνούσε απ’ το μυαλό του πατέρα κατά τη διάρκεια εκείνων των ωρών παρανομίας. Είδα εδώ και πολύ καιρό το συγκεκριμένο επεισόδιο και δεν το θυμάμαι με λεπτομέρειες, αλλά υποθέτω ότι θα επέστρεψε στο σπίτι αμήχανος, αναρωτώμενος ποιος ήταν εκείνος ο κύριος τον οποίο φώναζε μπαμπά.
Υποψιάζομαι ότι αν ο νεκρός μπορούσε επίσης ν’ αναρωτηθεί ποιος ήταν, θα υπέφερε από μια σύγχυση παρόμοια μ’ αυτή του γιου. Ό,τι έχουμε κάνει μας καθορίζει περισσότερο απ’ ό,τι έχουμε φανταστεί;
[Το άρθρο του Juan José Millás δημοσιεύτηκε στην El País στις 8.7.2016.]