Το κύριο στοιχείο στις ταινίες του Τζουζέπε Τορνατόρε είναι ο έντονος ρομαντισμός τους. Η παιδική ηλικία, ο έρωτας, η μνήμη και ιδιαίτερα η Γη, συνήθως η Bagheria της Σικελίας ως αρχέγονος τόπος καταγωγής, προσεγγίζονται με μια ποιητική διάθεση, μ’ ένα συναίσθημα που περισσότερο παραπέμπει στο τραγούδι. Πίσω από αυτό που συχνά ερμηνεύεται λανθασμένα σαν νοσταλγικός τόνος σε έργα όπως η Μαλένα ή το Σινεμά ο Παράδεισος κρύβεται όχι μια εξιδανίκευση του παρελθόντος, αλλά μια μελαγχολία οικεία στην παράδοση της ιταλικής κωμωδίας. Όπως στο σινεμά του Μάριο Μονιτσέλι ή ακόμα και του Φεντερίκο Φελίνι, έντονη είναι μια σκοτεινή ατμόσφαιρα καρναβαλιού, πιο εμφανής στις λιγότερο άμεσα αυτοβιογραφικές ταινίες του, όπως στο Una Pura Formalità, στο Τέλειο χτύπημα και ιδιαίτερα στην Άγνωστη, όπου ο ίδιος λυρισμός με τον οποίο άλλοτε o Toρνατόρε περιέγραφε προσωπικές μνήμες από τη δεκαετία του ’40 και σκηνές της παιδικής ηλικίας δηλώνει ανοικτά πια μια μεταφυσική αγωνία.
Ακόμα άλλωστε και στις φαινομενικά αισιόδοξες στιγμές του, είναι χαρακτηριστική μια επιτακτική ανάγκη απόδρασης, όπως εκφράζεται για παράδειγμα στα βραχνά λόγια του τυφλού Αλφρέντο καθώς ωθεί τον μικρό πρωταγωνιστή να εγκαταλείψει για πάντα την πατρίδα του (Σινεμά ο παράδεισος) ή ακόμα στην εικόνα του παιδιού που τρέχει όλο και πιο γρήγορα, γεμάτο αγωνία για να προλάβει εγκαίρως να αγοράσει τα τσιγάρα ενός χωριανού του και να μη χάσει το πολύτιμο φιλοδώρημα ώσπου, με μια λογική όχι μακρυνή απ’ αυτήν του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, συνειδητοποιεί ότι πετάει (Baaria).
Οι ταινίες του Τορνατόρε, όσο κι αν φαίνονται ελπιδοφόρες, έχουν πάντα στον πυρήνα τους ένα σκοτεινό τοπίο που δε σχετίζεται ακριβώς με την πλοκή τους, όσο με την ευρύτερη προσπάθεια τους να κρύψουν έναν βαθύ φόβο. Όλοι σχεδόν οι ήρωές του, ακριβώς όπως το μικρό αγόρι στη Baaria, θέλουν σταθερά να τρέξουν και να πετάξουν μακριά από μια γη ιερή κι αρχέγονη που, ωστόσο, τους κρατάει πεισματικά κοντά της.
Είναι σαφές ότι η φετινή La corrispondenza (Η επικοινωνία, ο πρωτότυπος τίτλος του έργου που πολύ αντιπαθητικά αποδόθηκε στα ελληνικά Θα σε περιμένω πάντα), μια ερωτική ιστορία στην παράδοση του μελοδράματος και κατά δεύτερο λόγο ένα έργο μεταφυσικής ανησυχίας, είναι μια τις πιο αδύναμες ταινίες του Τζουζέπε Τορνατόρε. Ωστόσο, μέσα από τις προφανώς αναληθοφανείς συμβάσεις, στις οποίες βασίζεται, η θλίψη του Ιταλού σκηνοθέτη παραμένει αυτούσια και ειλικρινής. Όπως στο Una Pura Formalità, η ταινία αναφέρεται στους νεκρούς και την προσπάθεια τους να επηρεάσουν τους ζωντανούς.
Μια φοιτήτρια που περιστασιακά δουλεύει σαν κασκαντέρ στον κινηματογράφο δέχεται μια σειρά από προσχεδιασμένα βιντεοσκοπημένα μηνύματα από τον νεκρό καθηγητή και εραστή της, μέσα από τα οποία δείχνει να συνεχίζει τη σχέση μαζί του, σα να ’ταν ακόμα ζωντανό πρόσωπο. Έχουμε δηλαδή μια παραλλαγή του μύθου του Ορφέα, μόνο που αυτή τη φορά ο άντρας, ο μέντορας και καλλιτέχνης, είναι ο φορέας του ρομαντισμού και η γυναίκα το κυρίαρχο υποκείμενο, αυτή που μάταια προσπαθεί να τον φέρει πίσω στον κόσμο των ζωντανών.
Κάποια εξέλιξη δυστυχώς και κλιμάκωση της πλοκής δεν υπάρχει, καθώς ο σκηνοθέτης φαίνεται να αρκείται σε αυτό το μικρό εύρημα και να το επαναλαμβάνει συνέχεια σε μια σειρά απο διαρκείς παραλλαγές, σαν μουσικό μοτίβο. Η ταινία, επομένως, αν και αισθητικά όμορφη και συχνά γοητευτική (πολύ ισχυρές οι σκηνές της μάσκας και του σκύλου), δεν αγγίζει τη δραματικότητα της πρόσφατης επίσης αγγλόφωνης Καλύτερης προσφοράς του Τορνατόρε, άλλης μιας ιστορίας για έρωτες που δεν ευδοκίμησαν.
Κι όμως τέτοιες ενστάσεις, ποιητική συνείδηση καθώς παραμένει ο Τορνατόρε, εν τέλει δεν είναι κυρίαρχες. Η ταινία θυμίζει αρκετά τις πιο χαμηλόφωνες, πρόσφατες ταινίες του Βιμ Βέντερς: και στους δυο σκηνοθέτες η νιότη των παλαιότερων ταινιών τους αντικαθίσταται από έναν πιο ευάλωτο, σαφώς συναισθηματικό λόγο που, ωστόσο, μέσα από την πάντα ευαίσθητη οπτική τους για τον κόσμο, παραμένει τρυφερός ‒κι ευπρόσδεκτος.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]