Η μεγάλη πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα φιδίσια κιγκλιδώματα που προστάτευαν το αδιαφανές τζάμι. Την τράβηξε αργά χωρίς να κοιτάξει από την σχισμή, κλείνοντας τα μάτια στον ήχο των αλάδωτων μεντεσέδων. Στο κατώφλι τον συνάντησε η μυρωδιά της ψαρόσουπας αναμειγμένη με μπόλικο λιβάνι. Σαν να την είχε ξεχάσει τόσα χρόνια αυτή τη μυρωδιά. Σαν να είχε ξεχάσει τη μάνα.
Στη γωνία η παλιά ξυλόσομπα αγωνιζόταν μάταια με μικρές φλόγες να διώξει την παγωνιά και την υγρασία. Από πάνω ακριβώς το εικονοστάσι της μάνας κρατούσε ζεστούς τους αγίους και τις αγίες που τη φύλαγαν. Το βλέμμα του κοντοστάθηκε στην εικόνα της Αγίας Αικατερίνης. Του μιλούσε συχνά για αυτή. Της ήταν ανεξήγητα πολύτιμη σαν να συμπύκνωνε όλη την υπερηφάνεια που της επιτρεπόταν να νιώσει. Ήταν ζωγραφισμένη από χέρι φυλακισμένου και της την είχε χαρίσει ο μέθυσος πατέρας της για να στολίσει τα προικιά της όταν θα έφτανε η ώρα. Έλεγε ότι η ημέρα του γάμου της ήταν μαύρη. Έλεγε ότι ο πατέρας της πάνω σε ένα μεγάλο μεθύσι την έδωσε σε έναν άνδρα ετοιμοθάνατο.
Ο πατέρας του, όμως, δεν ήταν έτοιμος για το θάνατο. Άντεξε τρία ολόκληρα χρόνια. Μια εικόνα μόνο είχε κρατημένη από αυτόν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα ντιβάνι κοντά στο τζάκι. Δεν ήταν σκεπασμένος με κουβέρτες, αλλά φορούσε μαύρο παντελόνι, πουκάμισο και σακάκι. Τον κοιτούσε μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας. Ήταν πολύ ψηλός και τα πόδια του εξείχαν από το ντιβάνι. Μύριζε πάλι ψαρόσουπα. Ψαρόσουπα και λιβάνι.
Προχώρησε στη σάλα. Ήταν το πιο μεγάλο δωμάτιο, το πιο κρύο. Ήταν το αγαπημένο του, ίσως γιατί ήταν πάντα κλειδωμένο και άνοιγε μόνο για τους καλεσμένους, ίσως γιατί έκρυβε στα ντουλάπια του τα βάζα με τα γλυκά, ίσως γιατί εκεί είχε δει τη γοργόνα. Η γοργόνα ήταν ο πρώτος του έρωτας. Τα μάγουλά του ήταν ακόμα πεντακάθαρα, χωρίς χνούδι, όταν καθόταν κάτω από τη κρεμασμένη ζωγραφιά και ονειρευόταν μέσα από τις μακριές πυρόξανθες μπούκλες της. Ονειρευόταν ταξίδια υπερατλαντικά και μυρωδιές γλυκές και πικάντικες, όπως αυτές που θα έπρεπε να αναδύονται από τα μαλλιά μιας γοργόνας. Ονειρευόταν το άγγιγμα από ένα χέρι τόσο απαλό και διάφανο που μοιάζει με το χάδι της θάλασσας όταν είναι ζεστή και γαλήνια. Τα καλοκαίρια έκανε βαθιά μακροβούτια, πιανόταν από τα φύκια και καθυστερούσε όσο άντεχε την άνοδό του στην επιφάνεια, μήπως προλάβει και τη δει. Τελικά την είδε ξέπνοος ένα πρωί να κατεβαίνει με δυο ολόλευκες γάμπες από το σπίτι του γιατρού.
Κάθισε για λίγο στη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Οι αμυγδαλιές η μια δίπλα στην άλλη, ίδια κοψιά σαν να ναι δίδυμες, ήταν ακόμα εκεί. Ξεγελασμένες πάλι από τις ηλιόλουστες ημέρες του Γενάρη, χάρισαν τα ολόλευκα τους άνθη μέσα στην παγωνιά κι έκαναν το ξεφτισμένο παράθυρο να μοιάζει με κάδρο. Από πίσω ο κεντρικός δρόμος του χωριού σκαρφάλωνε προς την πλατεία και την εκκλησία. Πάντα ένιωθε εκτεθειμένος εδώ. Το σπίτι καθόταν στην αρχή του δρόμου και οι πάντες γύριζαν να το κοιτάξουν, άλλες φορές αυθόρμητα κι άλλοτε με σκοπό. Ήταν το πρώτο σπίτι του χωριού, όπως έλεγε καμαρώνοντας η μάνα. Τώρα όμως, ήταν αυτός που κοιτούσε πρώτος έξω στο δρόμο. Τώρα μπορούσε να προλάβει τους περίεργους σκοπευτές.
Η ησυχία του σπιτιού άρχισε να τον ξενίζει παρόλο που τόσα χρόνια στα καράβια η απουσία ξένων θορύβων είχε γίνει η πιστή του συντροφιά. Η ησυχία της θάλασσας εξημέρωνε ό,τι άγριο ζούσε μέσα του. Αυτή η σημερινή ησυχία, όμως, το θέριευε. Ήταν βουβή, αλλόκοτη και μύριζε ψαρόσουπα και λιβάνι.
Προσπάθησε να βυθιστεί ακόμα περισσότερο στην πολυθρόνα λίγο πριν περάσει στο άλλο δωμάτιο. Δεν ήξερε τι θα συναντήσει. Μέχρι στιγμής κανείς δεν είχε τρέξει να τον προϋπαντήσει, αλλά ήξερε ότι δεν είναι μόνος. Ίσως να ήταν η παρουσία των αναμνήσεων που γέμιζε το νου του και τον χώρο. Έκλεισε τα μάτια του κι ένιωσε στο πρόσωπό του έναν γνώριμο αέρα. Γνώριμη βαρύτητα, γνώριμη υφή, γνώριμη υγρασία. Ο φιλόξενος αέρας μιας αφιλόξενης πατρίδας τον έκανε να αναρωτηθεί πώς γίνεται να νιώθει κανείς επιθυμητός και ανεπιθύμητος την ίδια στιγμή. Πώς είναι δυνατόν ένα χάδι να είναι ταυτόχρονα τρυφερό και τραχύ. Το χάδι της μάνας, το πρώτο χάδι και μετά το χάδι της κόρης του γιατρού και μετά το χάδι της μάνας και μετά τέλος. Το χάδι της θάλασσας μόνο.
Το χάδι της κόρης του γιατρού ήταν ανάλαφρο σαν αφρός και απαλό σαν τις γοργονίσιες της μπούκλες. Ήρθε στο χωριό στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, όταν πήρε μετάθεση ο πατέρας της. Είχε μόλις χάσει τη φυματική της μητέρα. Ήταν πάντα μαυροντυμένη, αλλά είχε χρωματιστά μαλλιά και μάτια, ροδοκόκκινα μάγουλα κι έμοιαζε να φέρνει την άνοιξη με κάθε της ανάσα. Μια φορά την βρήκε να κάθεται στα βραχάκια κοιτάζοντας με ορθάνοικτα μάτια στο πέλαγος σαν να περίμενε να της δώσει πίσω αυτό που έχασε, αυτό που της ανήκε. Το λευκό της μπούστο τρανταζόταν πού και πού από λυγμούς, τους οποίους προσπαθούσε να πνίξει. Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της χωρίς να μιλάει. Το αεράκι του πρόσφερε την ευωδιά από τα μαλλιά της. Τότε νόμιζε ότι ήταν αυτή η μυρωδιά από τις θαλάσσιες ανεμώνες, χωρίς να ξέρει ακόμα εάν οι ανεμώνες έχουν άρωμα. Δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Άπλωσε με σταθερότητα το χέρι της και το ακούμπησε πάνω στο δικό του. Έμειναν εκεί σαν αγάλματα χωρίς καμία προσπάθεια. Λες και ήταν η θέση αυτή ο τελικός τους προορισμός.
Ένα Σάββατο την πήρε μαζί με τη μάνα και πήγαν στα αμπέλια. Ήθελε να βοηθήσει κι εκείνη στο πάτημα των σταφυλιών. Εκεί γεννήθηκε το κακό. Ακόμα δεν ήξερε πού να ρίξει το φταίξιμο. Να το ρίξει στη ζέστη, στην κούραση ή στο κρασί που την κέρασε η μάνα. Ήταν καταμεσήμερο όταν έπεσε καταγής με τον κορμό της άκαμπτο και καμαρωτό σαν λεύκα που δέχτηκε το τελικό χτύπημα του ξυλοκόπου. Τα μάτια της έμειναν ορθάνοικτα. Νόμιζαν για μια στιγμή ότι πέθανε, αλλά αμέσως το λεπτό κορμί της άρχισε να κλονίζεται λες και κρυβόταν μέσα του ένα αγρίμι. Τα μάτια της έχασαν το σμαραγδένιο τους χρώμα, έγιναν κάτασπρα και από το στόμα της έβγαιναν απόκοσμοι αφροί. Δε θυμάται πόση ώρα κράτησε ο εφιάλτης. Θυμάται όμως πως όταν η γοργόνα του ξύπνησε τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.
Η μυρωδιά από το λιβάνι ήταν τώρα πολύ πιο έντονη. Η μυρωδιά από το λιβάνι ήταν η μυρωδιά της μάνας που ήθελε να διώξει το κακό από το σπίτι. Τελικά κατάφερε να διώξει τον γιο της. Άνοιξε τα μάτια του και είδε το στρογγυλό τραπέζι. Την τελευταία φορά κάθονταν εκεί οι τέσσερίς τους. Ο ιατρός σφιχταγκάλιαζε την μονάκριβή του και η μάνα χάριζε τον γιο της στη θάλασσα από φόβο μήπως πάρει μια σεληνιασμένη. Δεν έπρεπε να ιδωθούν ποτέ ξανά. Εκείνη τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Εκείνος κατέβασε το κεφάλι και προσπάθησε να ξεχωρίσει ανάμεσα στις μυρωδιές αυτή της ανεμώνης. Ακόμα και τότε μύριζε λιβάνι. Λιβάνι και ψαρόσουπα. Την ψαρόσουπα την έφαγε η μάνα μόνη της. Οι άλλοι έφυγαν από το τραπέζι.
Σηκώθηκε και βημάτισε αργά προς το δωμάτιο με το τζάκι. Από τις χαραμάδες της πόρτας έβγαινε μια παράξενη θαλπωρή. Ίσως ήταν η διάχυτη μυρωδιά του λιβανιού μαζί με τη ζέστη της φωτιάς. Έσπρωξε ελαφρά το ξύλινο πόμολο, τόσο ώστε να μπορέσει να τη δει εκεί, ξαπλωμένη στο ντιβάνι. Τα δικά της πόδια δεν κρέμονταν απέξω. Ήταν πιο μικρόσωμη από τον πατέρα του. Φορούσε ένα λουλακί ταγιέρ, ίδιο χρώμα με τα τιγράκια που μεγάλωνε με φροντίδα στην αυλή. Δεν την είχε δει ποτέ με ταγιέρ. Φορούσε πάντα μαύρες, φαρδιές ρόμπες για να μη φαίνονται οι λεκέδες από τις δουλειές στα αμπέλια. Δεν ήξερε πως να τη συγχωρέσει, δεν ήξερε αν είχε άλλο χώρο μέσα του μετά από τα κύματα που είχε καταπιεί. Αν είχε δει τη γοργόνα, αν την είχε συναντήσει έστω και μια φορά, ακόμα και τώρα να την έβλεπε, ίσως να κατάφερνε αυτή την ύστατη στιγμή να σταματήσει τον υετό που κατάβρεχε την ψυχή του. Η θύμησή της και μόνο τον έκανε να νιώσει καλύτερα, να νιώσει παρόν.
Πλησίασε το νεκροκρέβατο της μάνας. Ήταν γερασμένη. Τα αρχοντικά της χαρακτηριστικά είχαν βουλιάξει μέσα στα ρυάκια που σκάβει ο χρόνος στα πρόσωπα των ανθρώπων. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά της κι ανάμεσα στα δάχτυλά της ήταν στερεωμένη η φωτογραφία του. Ένιωσε τη θάλασσα μέσα του να μαζεύεται όπως όταν έρχεται η άμπωτη. Τώρα υπήρχε χώρος. Τώρα για λίγο, μέχρι να έρθει πάλι η πλημμυρίδα, μπορούσε να τη συγχωρέσει.
Ήθελε να γυρίσει πίσω στο στρογγυλό τραπέζι και να φάει την ψαρόσουπα που αρνήθηκε εκείνη την ημέρα. Δεν ήθελε να τη φάει μόνος του. Τη σκέψη του διέκοψαν βήματα. Ήταν βήματα ελαφριά από αυτά που ίσα- ίσα αφήνουν το αποτύπωμά τους στη βρεγμένη άμμο. Βγήκε από το δωμάτιο με το τζάκι και ακολούθησε το ρυθμικό τους ήχο που έσβηνε στη σάλα. Από μακριά είδε πάνω στο στρογγυλό τραπέζι να περιμένουν δυο πιάτα αχνιστή ψαρόσουπα. Ένιωσε το κορμί του να ζωντανεύει όπως ο κήπος την άνοιξη. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως και ξεγελάστηκε κι αυτός σαν τις αμυγδαλιές. Έμεινε για λίγο ακίνητος και πήρε μια βαθιά εισπνοή. Δεν μύριζε πια λιβάνι, ούτε ψαρόσουπα. Υπήρχε μόνο η μυρωδιά της ανεμώνης. Προχώρησε ολοζώντανος προς την πόρτα. Εκεί στο κάδρο με τις αμυγδαλιές αντίκρισε ξανά τις πυρόξανθες μπούκλες. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία εξωφύλλου: Albert Nicomedes. Φωτογραφία εντός κειμένου: Emmet Gowin.]