[…] Στο σημείο αυτό θα ήθελα να θέσω τη δεύτερη ένσταση ως προς τη λεπτή σχέση Φαινομενολογίας και Θεολογίας. Όταν μιλάτε για έννοιες, όπως η δωρεά, η αγάπη, ή άλλες παρόμοιες, σας έχουν κατηγορήσει ότι χρησιμοποιείτε τη φιλοσοφία της φαινομενολογίας για να προωθήσετε μια ας πούμε θεολογική ατζέντα; Ότι τελικά η φαινομενολογία μπορεί να εκτραπεί σε μία καμουφλαρισμένη θεολογία ή σε μία μεταμφιεσμένη θεολογία; Τι απαντάτε σε παρόμοιες δυσπιστίες;
Έχω ήδη απαντήσει σε όλα αυτά. Πρόκειται για αστειότητα. Κατ’ αρχήν, από την πρώτη στιγμή που είπαν παρόμοιες ενστάσεις, ας πούμε ο Janicaud και κάποιοι άλλοι, το αποτέλεσμα ήταν ότι εκτός Γαλλίας όλος ο κόσμος είπε ότι ναι, η φαινομενολογία μπορεί να ασχοληθεί με τη θεολογία και αυτό είναι πραγματικά πολύ καλό, είναι κάτι καινούργιο. Η σύνδεση φαινομενολογίας και θεολογίας έγινε, θα λέγαμε, ένας θετικός χαρακτηρισμός. Ενώ στη Γαλλία είναι ένας χαρακτηρισμός πολεμικός. Εξηγούμαι: Υπάρχουν δύο παρατηρήσεις που πρέπει να γίνουν. Πρώτον, ήδη από την εποχή του Husserl η φαινομενολογία ενδιαφέρθηκε για το ερώτημα του Θεού. Μπορεί απλά να το διαπιστώσει κανείς αυτό στα κείμενα. Από τον Husserl μέχρι τον Derrida, όλοι οι μεγάλοι φαινομενολόγοι μίλησαν για το ερώτημα του Θεού, λ.χ. ο Michel Henry, ο Jean-Louis Chrétien, πρόκειται για μια μακρά παράδοση. Στην αρχή μάλιστα δεν ήξερα τον βαθμό στον οποίο είχε γίνει αυτό, τώρα είναι που το ξέρω ύστερα από πολλή μελέτη. Και το καταδεικνύουν αυτό τα άριστα σχετικά βιβλία της Angela Ales Bello και του συναδέλφου, φίλου και παλαιού μαθητή μου Emmanuel Housset. Εντέλει, κάθε φαινομενολογία που είναι άξια να φέρει το όνομα φαινομενολογία ενδιαφέρεται οπωσδήποτε για το ερώτημα του Θεού.
Κατά δεύτερον: Αυτό που κάνουμε δεν είναι επ’ ουδενί μια «μεταμφιεσμένη θεολογία». Ας πούμε, δεν χρησιμοποιώ ποτέ θεολογικά δόγματα για να επανορίσω τη φιλοσοφία. Αυτό που κάνω είναι κάτι απλό: Λέω ότι αν θέλω να κάνω αυτό που οι θεολόγοι πάντοτε ήθελαν να κάνουν, δηλαδή να καταστήσουν κατανοητό το εκκλησιαστικό κήρυγμα, τότε δεν θα χρησιμοποιήσω πλέον σήμερα τις παραδοσιακές μεταφυσικές έννοιες, που είναι στην πραγματικότητα αριστοτελικές έννοιες κατά κάποιον τρόπο, ούτε θα χρησιμοποιήσω πια την υπερβατολογική υποκειμενικότητα που προέκυψε από τη σκέψη του Descartes, του Kant και του γερμανικού ιδεαλισμού, γιατί έχουμε πλέον διαπιστώσει τα όρια και των δύο. Θα πάω να χρησιμοποιήσω αυτό που μου φαίνεται ως η καλύτερη δυνατή φιλοσοφία αυτή τη στιγμή. Και αυτό στα δικά μου μάτια είναι η φαινομενολογία. Επομένως, θα προσπαθήσω να δω αν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμε τις φαινομενολογικές έννοιες ταυτοχρόνως και στη θεολογία, και, αν χρειαστεί, να τις τροποποιήσουμε. Αυτό ήταν το εγχείρημά μου. Σε αυτή τη στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί κανείς να εισχωρήσει με μεγάλη λεπτομέρεια στα κείμενα της Καινής Διαθήκης περισσότερο χρησιμοποιώντας φαινομενολογικές έννοιες, παρά μιλώντας με ένα παραδοσιακό φιλοσοφικό ιδίωμα λ.χ. ουσίας και συμβεβηκότων, ενεργείας κ.τ.ό. ή με ένα ιδίωμα συνειδήσεως, αντικειμενικότητας κ.ο.κ. Επομένως, κάνω, κάνουμε, —γιατί δεν είμαι ο μόνος—, με έννοιες προερχόμενες από τη φαινομενολογία ένα δοκίμιο θεολογίας. Αλλά αν διαβάσει κανείς τους Έλληνες Πατέρες, λ.χ. τους Καππαδόκες, τι έκαναν; Έπαιρναν τον Νεοπλατωνισμό, τον Αριστοτέλη και τους μετήλασσαν, τους παραμόρφωναν ενίοτε, για να φτάσουν να πουν αυτό που έβλεπαν. […]
[Απόσπασμα από την πολυσέλιδη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Λυκ Μαριόν και δημοσιεύεται στο Φρέαρ, τχ. 15, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του έντυπου περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας.]