Γιάννης Κουβαράς
Ελύτης –Αναγνωστάκης
Δύο ξένοι (;) στην ίδια πόλη
Εκδ. Γαβριηλίδη, 2016
Ο Γιάννης Κουβαράς, «Βριλησσιόπαις», γενναία καρδιά, δήλιος κολυμβητής στην αρχαία και στη νέα φιλολογία, γλώσσα αστραφτερή, ματιά κριτική, με μακρά και ακούραστη πορεία από την Οδό Ανθρώπου (από όπου ξεκίνησε) μέχρι την Ονείρου Οδύσσεια (όπου έχει φτάσει), είναι ο άριστος φιλόλογος που έπεισε τους μαθητές του να συνθέσουν μπαλάντα με τον τρόπο του Καρυωτάκη, που τους έκανε, με άλλα λόγια, να αγαπήσουν την ποίηση, που δεν κουράστηκε να πετάει με τα φτερά τα δικά του αλλά και «επί πτερύγων βιβλίων» των άλλων, να διαβάζει και να γράφει για τους άλλους, δηλαδή, και τώρα επανέρχεται με το νέο βιβλίο του, με τον προκλητικό τίτλο Ελύτης –Αναγνωστάκης, Δύο ξένοι (;) στην ίδια πόλη, με το οποίο κεντρίζει την ευαισθησία μας, παραπέμποντας συγχρόνως σε δύο άλλους μεγάλους μας ποιητές, οι οποίοι βρέθηκαν και γεννήθηκαν στο ίδιο νησί, ποτέ δεν συναντήθηκαν και παρέμειναν και αυτοί «Δύο ξένοι (;) στην ίδια πόλη», στο ίδιο νησί, αλλά πασίγνωστοι και πολυαγαπημένοι και τιμημένοι, παρόμοιοι και σημαντικοί και ταυτόχρονα διαφορετικοί, ο Σολωμός και ο Κάλβος.
Ο Κουβαράς, λοιπόν, συστεγάζει στο βιβλίο του δύο ποιητές, επίσης, τελείως διαφορετικούς, από άποψη ποιητικής ιδιοσυγκρασίας, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Κορυφαίος ο ένας στον αιώνα που πέρασε και στους μέλλοντες, όπως ήδη δείχνουν τα σημάδια, σημαντικός, από διαφορετικό χώρο και τρόπο διαχείρισης της ποιητικής ιδέας και του ρόλου της ποίησης ο άλλος.
Ο συγγραφέας δηλώνει εξ αρχής ότι δεν διαθέτει τα εφόδια μιας συγκριτολογικής έρευνας, ότι κάποιος άλλος αρμοδιότερος θα απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα που θέτει ο τίτλος. Ωστόσο, είκοσι χρόνια από την εκδημία του πρώτου και δέκα από την εκδημία του δεύτερου, «χρόνια πυκνής απουσίας- παρουσίας, ωσεί παρόντες νυν και αιέν, εξακολουθούν να μας Προσανατολίζουν, να μας δείχνουν Δρόμους παλιούς και νέους, να μας παρηγορούν και προστατεύουν». Και οι δύο έγραψαν «για τα χρόνια που πέρασαν και για τα χρόνια που θα ’ρθουν».
Ο αναγνώστης αυτού του αποσπάσματος από τον «Πρόλογο», αναγνωρίζει αμέσως το διακείμενο με το οποίο ο συγγραφέας ποιητής στρώνει υπαινικτικά το δρόμο και ας μην έχει «ούρεια έμπνευση», όπως λέει (ψέματα λέει), γιατί τα εμπνευσμένα κείμενα του βιβλίου, εκτός του ότι αφηγούνται μια ενδιαφέρουσα προσωπική ψυχική περιπέτεια, την οποία συνιστά η διείσδυση στη σκέψη των δύο μεγάλων ποιητών, είναι και καθοδηγητική και για τον σημερινό και για τον μελλοντικό αναγνώστη.
Ο τίτλος του πρώτου μέρους : «Ο ΧΛΩΡΟ-ΦΥΛΛΗ-ΚΟΣ λόγος του Ελύτη» με τις ευφυέστατες διευκρινίσεις «… ‘‘ΧΛΩΡΟΣ’’ … ήτοι λόγος περί ‘‘ΧΛΩΡΟσύνης» με την παράθεση των οικείων ποιητικών αποσπασμάτων, σε βάζει στην «ιεροτελεστία… να διαβάζεις Ελύτη». Πρόκειται για μια γενναία έκφραση που πολλοί δυσκολεύονται να εκφέρουν, ταμπουρωμένοι πίσω από της επιστήμης τον στείρο λόγο, αποστερώντας από τον θαυμασμό τους τον ενθουσιασμό που από τη φύση της η ποίηση διαθέτει. Αν ο Νίτσε έλεγε πως ο «Φιλόλογος είναι αυτός που ξέρει να διηγηθεί την ιστορία μιας λέξης, (φιλόλογος ο ίδιος)» λέει ο Κουβαράς, τότε φιλόλογος Κουβαράς μπορεί να διηγηθεί πως ο Ελύτης είναι «ο Γλωσσικότερος των ελλήνων ποιητών, ο κατ’ εξοχήν ‘‘μεταγλωσσικός’’, ο Λεξιναμέστατος που έχει ‘‘κοιμηθεί’’ με υπέρ τις 7 χιλιάδες λέξεις –πολλές απ’ αυτές παρθένες, άλλες τις έχει ο ίδιος ‘‘αναπαρθενεύσει’’ … αυτός ο 2, 5 χιλιάδων ετών… ‘‘ο πολλούς αιώνες πριν’’, το συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνίδας γλώσσας…» και πολλά άλλα που η έμπνευσή του κατέγραψε κι ας την κατηγορεί για άπνοια. Και με κνίζει εκείνο το κορίτσι των δεκατριών χρονών, η «Μικρή πράσινη θάλασσα» που ήθελε να την «κοιμηθεί» παράνομα και έκανε πολλούς αδαείς παρερμηνείς να ριγήσουν από σεμνοτυφική ανατριχίλα (!).
Οχτώ είναι τα κεφάλαια της ενότητας, όπου σε μικρές υποενότητες κατατίθενται σαν σε θησαυροφυλάκιο τα χαρακτηριστικά του «χλωρο- φυλλη-κού» ποιητή της κάθε συλλογής. Οι Προσανατολισμοί, όπου η φύση «ενανθρωπίζεται» και ο άνθρωπος «φυσιομορφώνεται», με κυρίαρχες τις αντιστοιχίες του φυσικού και νοητού κόσμου. Η «χλωροσύνη» που επανέρχεται «ως πλημμυρίδα και άμπτωτη» στον Ήλιο τον Πρώτο, η ισχυρή «ώσμωση φύσης-ανθρώπου» στο Άξιον Εστί, οι αντιθέσεις και οι ποικίλες συνθέσεις με το «χλωρός», «φωτιά», «χλόη» ως «υπόμνηση παραδείσου», η φύση ως Παναγία και Ελλάδα καιομένη και χλωρή, είναι «κατακριμνισμοί ομορφιάς». Η μελέτη, η διερεύνηση της λέξης, η μέχρις εσχάτων ορίων νοηματική της αξιοποίηση, ανοίγει στην διάνοια του αναγνώστη παράθυρα από όπου αστράφτουν τα διαμαντικά λόγια του ποιητή. Αν ο Καβάφης είναι ο χειμώνας-γήρας, ο Σεφέρης το στοχαστικό φθινόπωρο, ο Ελύτης είναι η άνοιξη και το παρατεταμένο καλοκαίρι «πράσινο και χρυσό», λέει ο Κουβαράς.
Ο Ελύτης, μετατοπίζοντας τον παράδεισο στο «λεκτικό ιδίωμα», μας ενέγραψε όλους δημότες του, μας κατέστησε μόνιμους και νόμιμους ενοίκους. Χαμογελώντας και κλείνοντας πονηρά το μάτι, μας λέει ότι η μελέτη αυτή έγινε για να μιλήσουμε για «τον εν δόξη μεγάλο Απόντα και τα πάντα Πληρόντα (όχι Πληρούντα, έτσι ‘‘φάλτσα’’) να ρεμβοβαδίσουμε στα τοπία του τα ‘‘παρθενοβίωτα’’, να ντυθούμε την αίγλη της νεότητάς του(ς)».
Η δεύτερη ενότητα του πρώτου μέρους, «Ο Καλβοτροπισμός του Ελύτη» συνίσταται από μια παράλληλη ανάγνωση των δύο ποιητών. Αιτία για τον Ελύτη στάθηκε η ασυμβίβαστη και αταίριαστη προσωπικότητα του Κάλβου, στον οποίο επιδαψίλευσε «θέση κολοφώνεια στον Κανόνα της εθνικής γραμματείας» και τον τοποθέτησε σε μια από τις καμπύλες της πρόσοψης του ελληνικού λόγου: Πίνδαρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κάλβος. Ο Κουβαράς συγκεντρώνει και παραθέτει σε χειμαρρώδη κατάλογο τα χαρακτηριστικά εκείνα που κέντρισαν το ενδιαφέρον του Ελύτη, στοιχεία που είχε και ο ίδιος και ανακάλυψε και στον υπερρεαλισμό. Έτσι τραγουδώντας «φάλτσα», μοιάζει να ζει βίο παράλληλο με τον Ζακύνθιο ποιητή και να εισπράττει τη γονιμοποιό επίδρασή του. Αφήνοντας κατά μέρος τις διαφορές και εστιάζοντας στις συγκλίσεις, θα μπει σε βιογραφικές λεπτομέρειες, μεταξύ των οποίων είναι η μοναξιά και τα ταξίδια στο εξωτερικό, για να καταρτίσει κατάλογο επιθετικών προσδιορισμών με αρχικό γράμμα το «μ» («μονήρης, μοναχικός, μονόχνωτος») και το στερητικό «α» (αγέλαστος, ανένταχτος, αμίλητος, ασυνταίριαστος), βάζοντας τον ένα να διαφαίνεται μέσα από τον άλλο. Και η μελέτη στήνεται με υλικά από τους στίχους του Ελύτη, οι οποίοι πάρα πολύ καλά ταιριάζουν στον Κάλβο ή θα μπορούσαν να εννοούν τον Κάλβο. Τη μελέτη του Κουβαρά υποστηρίζουν τα δύο γνωστά, κυρίως, δοκίμια του Ελύτη για τον Κάλβο που συμπεριλαμβάνονται πλέον στα Ανοιχτά Χαρτιά. Αποθησαυρίζω τη φράση του: «Ο Ελύτης το κίτρο θα το μεταμοσχεύσει σε Πορτοκαλένια, Τρελή ροδιά, σε Φωτόδεντρο». Η παράθεση των αποσπασμάτων από το έργο των δύο ποιητών θα δείξει τη γονιμοποίηση του νεότερου από τον παλαιότερο, με ιδιαίτερη εμμονή στη λεπτομέρεια είτε αφορά το επίθετο, είτε την εικόνα, την σύναξη, την εντύπωση, την ιδέα. Ο χαμένος Ανθυπολοχαγός είναι ο Σαραντάρης ή ο Ελύτης ή μήπως «ο Βύρων της βρετανικής μούσας», που «κείται» ή «κείτεται»; Κι εδώ ο αναγνώστης, με θαυματουργημένη τη σκέψη θα μένει εκστατικός μπροστά στην δυνατότητα μιας θετικής απάντηση στο χλωροφόρο ερώτημα που άφησε αιωρούμενο η «δημιουργική αφόρμηση».
Στο «παλίμψηστο Άξιον Εστί» ο Ελύτης «χωνεύει συνειδητά» όλη την ελληνική δημιουργία από τον Όμηρο μέχρι τους νεότερους και φυσικά, και τον Κάλβο, ενορχηστρώνοντας και υποτάσσοντας τις μακραίωνες φωνές να υπηρετήσουν τη δική του έμπνευση, «εναρμονισμένη στο Μέγα Όλον της ελληνικής ποίησης».
Το αυτό και με τις άλλες συλλογές και με την συμπερίληψη δημοσιεύματος του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου από όπου απομονώνω τη φράση: «Κάθε μεγάλος ποιητής δημιουργεί τους επιγόνους του (όχι θνησιγενείς μιμητές), αλλά και διαλέγει τους προγόνους του. Κανείς δε ζυμώνει χωρίς μαγιά. Ο Ελύτης από ιδιοσυγκρασία διάλεξε τον Κάλβο … Του παραστέκεται όπως παραστέκεται η μούσα στον Όμηρο, ο Θεοτοκόπουλος στον Καζαντζάκη, ο Ερωτόκριτος στον Σεφέρη».
*
Το Β΄ Μέρος του βιβλίου έχει τον τίτλο «Κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη» δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, δικά του και μελέτες πάνω σε κείμενα άλλων. Ο «πιο ψηλός της παρέας» είναι το πρώτο κείμενο, στο οποίο σαν μάστορας που ξέρει να συνθέτει, χαιρετά το κοινό που συνέρευσε να τον ακούσει με τη φράση «η αγάπη του (ποιητή) ενώνει τόσους πολλούς – που δεν μας φοβίζει τίποτα πλέον, που δεν θα μας έχει πια του χεριού της η ερημία» (κι εδώ έβαλε ένα μικρό θραύσμα από «Κόρη που ’φερνε ο βοράς» του Ελύτη). Ο φόβος μήπως δεν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ή στο ύψος του Αναγνωστάκη -ήταν και ο πιο ψηλός της παρέας- ξεχώριζε Όρθιος και μόνος μέσα στην φοβερή ανωνυμία του πλήθους, δεν είναι παρά σχήμα λόγου, όπου το κυριολεκτικό ύψος κάνει αντίστιξη στο μεταφορικό. Ούτε, όπως λέει, χρειάζεται να είσαι σοφός και ο ίδιος, για να καταθέσεις λουλούδια στον τάφο ενός σοφού. Και πάλι σεμνός και ταπεινός κάνει στην άκρη για να φανεί ο «ψηλός». Ανάμεσα στα όσα καταγράφει είναι ότι ο Αναγνωστάκης «συναξάρισε, χρονικογράφησε, ιστόρισε, τη μοίρα, τα πάθη, τα παθήματα, την περιπέτεια της απορφανισμένης γενιάς του –πουλιά της καταιγίδας την είπαν- στα δίσεκτα, σακάτικα, μωλωπισμένα χρόνια της δεκαετίας του ’40 και του ’50 ». Μιλάει με έναν λόγο που αντλεί τη λέξη και τη φράση από το εθνικό ποιητικό θησαυροφυλάκιο, με φωνές παλιές καβαφικές, σεφερικές και άλλες με τις οποίες μίλησε ο Αναγνωστάκης και ανάπλασε ο Κουβαράς. Ο Αναγνωστάκης μας βοήθησε να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, λέει, ήταν στρατευμένος αλλά όχι φανατικός, είχε «εμβέλεια φωνής που υπερβαίνει το ιδιωτικό και τέμνεται με την καθημερινότητα», «τίμησε έργω και λόγω το ανυπέρβλητο ιδανικό της φιλίας», μας συμβούλεψε «να μιλάμε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς μίσος», «μετακόμισε πλήθους και θλίψεως γωνία».
Στο κείμενο «Οι ελάσσονες του λυρισμού» ο Αναγνωστάκης συγγράφει Ανθολογία την οποία ορίζει σαν μια «μια πράξη κριτικής και μάλιστα στην πιο οριστική και αποδεικτική της μορφή», που έχει στόχο να «ρίξει γέφυρες ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα», με ρίζες στο παλιό «χωρίς βαθιά γνώση του οποίου δεν νοείται η υπέρβασή του», «να βοηθήσει το διάλογο με τους νεκρούς προς όφελος των ζώντων και ιδιαιτέρως των νέων, πολλοί από τους οποίους ατυχώς πιστεύουν ότι η Ιστορία της Λογοτεχνίας αρχίζει μ’ αυτούς». Η Ανθολογία του Αναγνωστάκη είναι «ένα σεμνό μάθημα αυτογνωσίας και αντιαλαζονίας».
Ακολουθεί το κείμενο «Ένα υστερόγραφο διαρκείας», όπου γίνεται λόγος για ποιητικές συντομογραφικές συνθέσεις. Στα άλλα δοκίμια γίνεται λόγος για τον Αναγνωστάκη ως «πεζοπόρο της ποίησης», για τους επιγόνους του, συγκρίσεις με άλλους ομοτέχνους της γενιάς του αλλά και νεότερους, ο Αναγνωστάκης Φίλιος και Φιλέταιρος… μια μελέτη «σπασμωδική… Η εμπεριστατωμένη μπορεί να περιμένει τον καθ’ ύλην αρμόδιον γεωμέτρη της». Αλλά, επειδή η φιλία θάλλει σε εποχές αθωότητας, ο Αναγνωστάκης ενταγμένος στο φοιτητικό κίνημα, ανέπνευσε το «οξυγόνο της άδολης φιλίας». Τα ονόματα των φίλων βρίσκονται στους στίχους του και οι σφαίρες που σκότωσαν τους άλλους στο σώμα του. Το κείμενο «αριστερή κριτική», Το θέμα είναι τώρα τι λες, γράφτηκε για την «Κοίμηση» του ποιητή, που σημάδεψε την Εποχή του, με τη δωρική λιτότητα. Και το βιβλίο τελειώνει με τη γλώσσα τη συντροφική που κομματιάστηκε, με τα «απαστράπτοντα» και «κρυμμένα τιμαλφή».
Ο Κουβαράς ξέρει να τιμά και να προβάλει τον άνθρωπο και το έργο που αναλαμβάνει να παρουσιάσει. Καμιά λέξη, καμιά φράση, καμιά μεταφορά δεν περισσεύει. Η όποια «υπερβολή» πολύ καλά βρίσκει το στόχο της και δίνει το μέτρο της διαφοράς του εμψυχωμένου μελετητή-ποιητή από τον άλλο που με το υποδεκάμετρο μετρά τα λόγια του μην και παρεξηγηθεί που συγκινήθηκε (αν συγκινήθηκε). Ο Κουβαράς δίνει φτερά στον υπολογιστή και φτερωμένος ο ίδιος αναπτερώνει και τον αναγνώστη του. Το βιβλίο έχεις όρεξη να το διαβάσεις αργά αργά, για να το απολαύσεις, αλλά και γρήγορα γρήγορα, για να το καταπιείς.