Philippe Delelis Το μυστικό του Μπαχ
Διονύσιος Λαυράγκας Τ’ απομνημονεύματά μου
Ρομαίν Ρολάν Μπερλιόζ
M.D. Calvokoressi Φραντς Λιστ
Russell Martin Η κόμη του Μπετόβεν
Σπύρος Τόμπρας Μουσική και Σημειολογία
Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
Δυο λόγια προλογικά: Πιστεύω ακράδαντα πως όποιος διακονεί τη Μουσική διακονεί τον άνθρωπο ως τέτοιο. Διακονεί τη πιο βαθειά ουσία του. Καθώς, ίσως, ο άνθρωπος τελικά να είναι Μουσική κι αυτό να αποτελεί ουσιαστικό ορισμό του. Πιστεύω ακράδαντα πως αν θέλεις υγιή Πόλη πρέπει να έχεις υγιείς πολίτες. Αυτοί, όμως, φτιάχνονται πρωτίστως από Μουσική και μετέπειτα από κάθε άλλο επί κόσμου αγαθό. Αν θέλεις, λοιπόν, Πόλη τότε έχε και φτιάξε Μουσική. Ονειρεύομαι ότι η παρούσα στήλη στο ΦΡΕΑΡ απευθύνεται όχι απλά σε παθιασμένους αναγνώστες, αλλά σε… εφαρμοστές, σ’ εκείνους που κάνουν Πράξη και Σώμα, Κίνηση και Ζωή, τα εδώ αναγιγνωσκόμενα. Στο εξής καθιερώνεται, ως απαράβατος όρος κάθε δημοσίευσης βιβλιοκρισιών μου που σχετίζονται με τη μουσική, η ανάγνωσή τους συνοδεία επιλεγμένης μουσικής.
Η ηχητική υπόκρουση είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την ύπαρξη τέτοιων βιβλιοκρισιών, καθώς η μουσική είναι πρωτίστως Πράξη και πολύ μετά Θεωρία. Μήτρα της είναι το Πράττειν και έπεται το Θεωρείν. Έτσι, για σήμερα έχω επιλέξει Crieg. Καθώς οι βιβλιοκρισίες μου που αφορούν στη μουσική έχουν έναν απόλυτα πρακτικό χαρακτήρα, όπως και σε άλλη παρόμοια βιβλιοκρισία έχω αναφέρει, εμπλουτίζω την ανάγνωση με μουσικά links σχετικών με τα παρουσιαζόμενα κείμενα έργων, ώστε να υπάρξει άμεση εντύπωση περί τινος γίνεται λόγος στη βιβλιοκρισία. Η μουσική παιδεία και καλλιέργεια δεν μπορεί παρά να γίνεται Πρακτικά. Οι βιβλιοκρισίες αυτές δεν κρύβουν πως έχουν, ισοτίμως με το αναγινώσκειν, κι έναν παιδαγωγικό χαρακτήρα. Θεωρώ καθήκον του αναγνώστη να ακούσει, παραλλήλως με την ανάγνωση, τις προτεινόμενες μουσικές ή άλλες παρεμφερείς της επιλογής του. Προτείνω η ανάγνωση των κειμένων που αφορούν σε ένα έκαστο των βιβλίων να γίνει συνοδεία της μουσικής των συνθετών αυτών. Ευτύχημα θα ήταν αν στην πορεία της ανάγνωσης ο αναγνώστης εγκατέλειπε το βιβλιοκριτικό κείμενο και την ανάγνωση, ώστε να επικρατήσει αποκλειστικά η μουσική, στην οποία ο αναγνώστης θα δοθεί ολόψυχα σε μια προσπάθεια να θριαμβεύσει το αυτί έναντι του ματιού. Τότε, νομίζω, θα έχει επιτύχει το συγκεκριμένο βιβλιοκριτικό κείμενο: όταν θα έχει παραμεριστεί το ίδιο. Ταπεινά εισηγούμαι μετά το άκουσμα των προτεινόμενων έργων των συνθετών ή άλλων της επιλογής του αναγνώστη, να επιχειρήσει ο αναγνώστης, αφού έχει προμηθευτεί τα βιβλία, να ξανακούσει αυτά ή άλλα έργα, διαβάζοντας παράλληλα τις μορφολογικές ή άλλες αναλύσεις τους. Αυτό, κρίνω, δεν θα σημαίνει πια απλή πληροφόρηση, ή μια απλή (και πιθανόν καλή) καλλιέργεια σκέψεως, αλλά αναφαίρετη πρόσκτηση μουσικής παιδείας με τρόπο θεμελιώδη και είσοδό του στον ευλογημένο χώρο της Πράξης, δηλαδή της αναφαίρετης και αναπαλλοτρίωτης προίκας του εαυτού μας. Τότε θα επικρατήσει εντός του αναγνώστη εκείνο το ύψιστο αγαθό που ονομάζεται Μόρφωση. Για τον απαραίτητο υποψιασμό των ακροατών/αναγνωστών που δεν έχουν ειδικές μουσικές γνώσεις προτείνω τα ακόλουθα links, ώστε σιγά-σιγά να ανεβαίνουν οι απαιτήσεις των ελληνικών ακροατηρίων.
Έτσι, για μια δροσερή βουτιά στη μουσική ώστε να υπάρξει διαρκές και σταθερό αγωνιστικό φρόνημα στη συνέχεια: Boccherini:
Corelli:
,
Vivaldi:
Επίσης, προτεινόμενο, για τον αναγνώστη/ακροατή, μουσικό φάσμα: Από το Γρηγοριανό Μέλος έως τον Μεσσιάν. Ακόμη, μπορεί κάλλιστα να ανιχνεύσει από μόνος του στο Youtube πλείστα όσα σχετικά με αυτή τη μουσική έκταση. Μπορεί, ευκολότατα, να εντρυφήσει στον μουσικό πακτωλό του Youtube και με ευκολία να μεταπηδά από είδος σε είδος και από εποχή σε εποχή, όπως επίσης και από εκτέλεση σε εκτέλεση. Τον διαβεβαιώνω πως άσχετα με τις μουσικές του γνώσεις το μουσικό του αίσθημα και κριτήριο θα αναπτυχθεί γρηγορότατα και βαθύτατα, καθώς, όπως είπαμε, η μουσική είναι πρωτίστως Πράξη. Επίσης, προτείνω τα ακόλουθα links που αφορούν στην ειδική παρακολούθηση, αρχικά, των παρακάτω οργάνων, ώστε ο ακροατής να εθίζεται ολοένα και περισσότερα στα διάφορα ηχητικά ηχοχρώματα των οργάνων της ορχήστρας και να συνηθίσει, εσωτερικά, στην ψυχή του, τη φωνή αυτών των οργάνων: Πιάνο, Όμποε, Βιολί, Τσέλο (ας μου συγχωρεθεί η επικράτηση του Μπαχ…). Ακόμη, σταχυολογώ κάποια master class από διαπρεπείς δασκάλους και ερμηνευτές για τα ακόλουθα όργανα, με τη βεβαιότητα ότι η παρακολούθηση τέτοιων μαθημάτων θα οξύνει πάρα πολύ το μουσικό αισθητήριο του αναγνώστη αυτής της βιβλιοκρισίας και θα του δημιουργήσει μουσικά κριτήρια, αλλά και παράλληλα θα τον ωθήσει να σκεφθεί επισταμένως πάνω στην ελληνική πραγματικότητα και σε κάθε επίπεδο και πεδίο της:
Barenboim, András Schiff, Katsaris, Albrecht Mayer.
Καθώς μιλήσαμε παραπάνω για πρακτικότητα, θέλω να πω ότι ένα ακόμη στοιχείο που διαπερνά αυτήν τη βιβλιοκρισία είναι η πειραματικότητα. Έτσι, καλώ κάθε αναγνώστη αυτών των κειμένων μου να κάνει ένα προσωπικό πείραμα. Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει τίποτε για τη λεγόμενη κλασική μουσική ή να τον ευχαριστεί αυτό το είδος μουσικής, αρκεί μόνο να ακούσει αφιερωμένος στο άκουσμα για λίγα λεπτά. Ιδού το πείραμα: καλώ τον αναγνώστη αυτής της βιβλιοκρισίας να ακούσει ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ κλασική μουσική (όποιο είδος της προτιμά τυχόν περισσότερο) για ένα μήνα ή έστω 15 μέρες, διαθέτοντας γι αυτό όσο επιθυμεί από τον ελεύθερο χρόνο του καθημερινά, όχι όμως λιγότερο από μισή ώρα έως ένα τέταρτο κάθε μέρα, αφιερωτικά. Στοιχηματίζω πως αν στο τέλος αυτής της περιόδου δεν ΕΙΝΑΙ άλλος άνθρωπος που θεωρεί και αντιλαμβάνεται ΑΛΛΙΩΣ τον Κόσμο, κι ακόμη ότι αν δεν αισθανθεί μια μαχητική δυσφορία για ακούσματα της ψευτιάς και της απάτης που τον προσβάλουν και τον υποβαθμίζουν, κι επίσης ότι αν δεν αντιληφθεί (κάτι που πια σημαίνει ότι έχει απαιτήσεις ποιότητας σε κάθε δυνατό επίπεδο) τα υπαρκτά (μουσικά) κενά σε μουσικά είδη που αρεσκόταν να ακούει, τότε δέχομαι με χαρά να υποστώ τη δημόσια χλεύη. Είναι προφανής, πιστεύω, ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ χαρακτήρας αυτού του πειράματος, όπως και τα αποτελέσματά του, μια που κάναμε λόγο παραπάνω για Πόλη και Πολίτες. Κι είναι, επίσης, προφανής ο… πολεμικός χαρακτήρας που μπορεί να προσλάβει μια φαινομενικά απλή βιβλιοκρισία. Κι είναι επίσης σαφές ότι μια βιβλιοκρισία θα πρέπει, παράλληλα, να είναι κι ένα (ευρύτερα) ολοκληρωμένο κείμενο. Ίσως αυτό δικαιολογεί, συν τοις άλλοις, και τον παρόντα πρόλογο.
Ακράδαντα πιστεύω πως είναι αυστηρή υποχρέωση κάθε εκδοτικού οίκου, άσχετα με τις θεματικές κατηγορίες και τα γνωσιακά πεδία που ειδικεύεται, να έχει στα πεπραγμένα του έστω και μία μόνο μουσικήν έκδοση. Αυτό, κρίνω, θα εντασσόταν σε μιαν ευρύτερη εθνική πολιτική που θα στόχευε στην ύπαρξη του ακέραιου πολίτη, και θα προβλεπόταν από τους κρατικούς νόμους που δεν θα έδιναν άδεια λειτουργίας αν ο εκδοτικός οίκος δεν παρουσίαζε στο πρόγραμμά του έστω και μία μόνο μουσικήν έκδοση. Δεν μπορώ να φανταστώ εκδοτικό οίκο που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό του και δεν έχει εντάξει στο εκδοτικό του πρόγραμμα τουλάχιστον μια μουσικήν έκδοση, ακριβώς όπως αδυνατώ να εννοήσω πολιτεία και κράτος που δεν έχει ως κύρια μέριμνα τη μουσική παιδεία των πολιτών. Και φυσικά η υποχρεωτική και σωτήρια, πολυτρόπως, αυτή μουσική παιδεία ουδόλως έχει να κάνει με τα ταλέντα ή την κλίση κάποιου στη μουσική. Ως φαίνεται ο ιδρυτής των εκδόσεων ΓΚΟΒΟΣΤΗ εμφορείτο από τις ίδιες αγωνίες και φρόντισε εξαρχής να μεριμνήσει για την έκδοση κάποιων μουσικού ενδιαφέροντος κειμένων, που πλουτίζουν τη μουσική βιβλιογραφία του τόπου. Θαρρώ πως το έργο του συνεχίζεται επάξια από τους επιγόνους του.
Το βιβλίο του Philippe Delelis Το μυστικό του Μπαχ είναι ένα μυθιστόρημα υπό μορφή φούγκας που το διατρέχει απ’ άκρο εις άκρου η μουσική.
Τη μετάφραση υπογράφει η Αθ. Δημητρακάκη και πολύτιμη εποπτεία στην έκδοση είχαν ο Σπύρος (ο συγγραφέας παρουσιαζόμενου παρακάτω βιβλίου) και η Χαρά Τόμπρα, που φρόντισαν για την ορθή απόδοση μουσικών όρων κ.α. Αν και μυθιστόρημα, το κείμενο συνοδεύεται από χρήσιμο επίμετρο που αφορά σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος, καθώς και από βιβλιογραφία που φτάνει, χρονολογικά, μέχρι και το 1994.Θα φανεί χρήσιμη στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη. Όπως πάντοτε έτσι και τώρα πάγια θέση μου είναι να μην εξιστορώ την υπόθεσή των μυθιστορημάτων. Το θεωρώ αυτό ως πράξη εκτός θέματος για κάθε ανάλογη βιβλιοκρισία. Περιορίζομαι λοιπόν στα αναγκαία: το μυθιστόρημα του Delelis για τον Μπαχ ξεκινά με τη νύχτα που ο θάνατος βρήκε τον Μότσαρτ! Μα τι είναι αυτό; Τίποτε άλλο από προϊδεασμός της αντιστικτικής γραφής του μυθιστορήματος για την οποία φροντίζει ο συγγραφέας να μας πληροφορήσει έγκαιρα(βλ.σελ.15). Παραδόξως, λοιπόν, η Φούγκα μας
δεν ξεκινά από την τονική (κάτι σχετικό με τον Μπαχ), αλλά πιθανόν από τη Δεσπόζουσα (ή μήπως συμβαίνει το αντίστροφο ; !…), παρέχοντάς μας μιαν αντίστιξη ΕΝΤΟΣ της αντίστιξης ! Έτσι, έχουμε μπροστά μας μιαν αρχιτεκτονική και ομολογώ πως δεν θα πάψω ποτέ να θαυμάζω τα έργα εκείνα, οιαδήποτε έργα και κάθε ποιότητας…, που είναι αρχιτεκτονημένα, καθώς η ιδιότητά τους αυτή συνηγορεί, κρίνω, για την ευγένειά τους και όχι μόνον. Η αντιστικτική αυτή γραφή του Delelis είναι αρκούντως νευρώδης και κατά τούτο ανακουφιστική (παραδόξως;) αναγνωστικά: κάθε κεφάλαιο δεν ξεπερνά, κατά μέσο όρο, τις 4-5 σελίδες, προωθώντας, με τον τρόπο αυτό, προς τη λύση της μυθιστορηματικής Φούγκας μέσω ενός χαλαρωτικού σασπένς. Θέματα και αντιθέματα της Φούγκας προχωρούν αντιστικτικά βαίνοντας προς την τελική λύση. Σπουδαία συμβολή στην αναγνωστική έξαρση, νομίζω, είναι το γεγονός πως το μυθιστόρημα του Delelis είναι αστυνομικό. Η μελωδία της γραφής που σχετίζεται αμιγώς με τη μουσική προχωρά (εντός του παρελθόντος)κλιμακωτά, από συνθέτη σε συνθέτη, σε μια κίνηση προς τα μπρος κυρίως. Αυτή είναι η δομή ενός μέρους της μυθιστορηματικής Φούγκας. Είναι το πρώτο θέμα της Φούγκας που, φυσικά, σχετίζεται με το δεύτερο: την αστυνομική πλοκή πάνω στην κοινή βάση του υποτιθέμενου λάθους στην παρτιτούρα του Μπαχ. Οι παρουσιαζόμενοι συνθέτες προσφέρουν την εισαγωγή όλων των φωνών στο θέμα και την αναγκαία δοσολογία μίμησής αυτών, που είναι απαραίτητα στοιχεία ανάπτυξης της Φούγκας. Η μελωδία, τώρα, που σχετίζεται με την αστυνομική πλοκή και τους…φόνους στριφογυρίζει αέναα στο παρόν, στο σημερινό χρόνο. Κίνηση από τη μια, «στατική» περιδίνηση από την άλλη. Και οι δύο μελωδίες συνιστούν αρμονία. Πρέπει, νομίζω, να αγαπάς τη μουσική για να μπορέσεις να σκεφθείς έτσι. Κλειδιά κατανόησης είναι συχνά τα αποσπάσματα έργων από συγγραφείς όπως οι Μπόρχες, Σελίν, Προυστ, Αντόρνο, Γκαίτε που συνοδεύουν τα κεφάλαια ή τα τέσσερα μέρη της μυθιστορηματικής τετραμερούς Φούγκας. Ο αναγνώστης, εντέχνως, μυείται σ’ ένα τμήμα της ιστορίας της μουσικής διαβάζοντας ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι προφανές ότι ο Delelis είναι μουσικά κατηρτισμένος και μπορεί να προσφέρει μουσική παιδεία στους αναγνώστες του. Απορώ που, εξ όσων γνωρίζω, το μυθιστόρημα δεν έχει γίνει ταινία ακόμη. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ και να μην εκφέρω μια σκέψη που από καιρό έχω: κρίνω πως τα στοιχεία που παρουσιάζει ειδικά η βιογραφία του Μπαχ προσφέρονται για μιαν ανεξάντλητη λογοτεχνική εκμετάλλευση: από την απόλυτη διαστρέβλωση (σχεδόν διαστροφικά) μέχρι την απόλυτη αγιοποίηση. Αυτό, μάλιστα, είναι κάτι που με προβληματίζει γενικότερα: μια στατική (κατά το φαινόμενον) ζωή μπορεί ως τέτοια να εκλύει τόσο μεγάλη ενέργεια ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμο και το παραμικρό της στοιχείο ;
Φυσικά η παρούσα βιβλιοκρισία δεν έχει χρέος να αποτιμήσει μουσικά το έργο των παρουσιαζόμενων συνθετών. Δεν σχολιάζεται, λόγου χάρη, η τολμηρότητα των αρμονιών τους ή η δομή της ενορχήστρωσής τους και πολλά άλλα. Επικεντρωνόμαστε στο σχολιασμό βιβλίων για τους συνθέτες και όχι στην κριτική του έργου τους. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι δεν θα διαφωνούσε κανείς με την άποψη πως αν θέλουμε μιαν εθνική μουσική γλώσσα που να βασίζεται, φυσικά, σε πολιτισμικά ταυτοτικά μας γνωρίσματα, τότε θα πρέπει να μελετούμε τα στοιχεία εκείνα που πάνω τους μπορεί να θεμελιωθεί στέρεα και να τελεσφορήσει αυτή η μουσική γλωσσική αναζήτηση. Οποιαδήποτε στοιχεία. Μικρά είτε μεγάλα. Αφού μόνο μ’ αυτά μπορεί κανείς να χτίσει ένα όνομα στον κόσμο, μια και είναι πάντα καλό να έχει κανείς ένα όνομα. Για να δηλώνεται. Να γνωρίζεται. Να κοινωνείται. Όχι, φυσικά για να το σφιχταγκαλιάζει, καθώς έτσι στα σίγουρα το στραγγαλίζει. Το Μέτρο, και στην ονοματοδοσία ή την ονοματοφορία ακόμη, χρειάζεται πάντα. Όμως, ας μην ξεχνούμε ότι το Μέτρο είναι μια «οντότητα» κινούμενη, κινητική και κινητοποιούσα.
Σπουδαίοι μουσουργοί έχουν καταλείψει λογοτεχνικό έργο και πεζολογικό λόγο. Έτσι, είναι σημαντικό να έχουμε πνευματικές καταθέσεις που θα συμβάλλουν στο ενσυνείδητο σμίλεμα και στην προσπάθεια μόρφωσης μιας εθνικής μουσικής ταυτότητας, πάνω στη στέρεα βάση μιας στέρεας γνώσης. Τα απομνημονεύματα του δημιουργού και θεμελιωτή του ελληνικού μελοδράματος Δ. Λαυράγκα συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Προσφέρουν την εξαιρετική αφορμή να στοχαστεί κάποιος, εκτός από την ίδια τη μουσική μας ιστορία…, την ίδια τη χώρα μας και την ψυχοδομή και νοοτροπία της (σωστά ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος αναφέρει: «Το βιβλίο δεν είνε μια απλή βιογραφία΄ […](είναι) η γενικώτερη περιπέτεια του ελληνικού μελοδράματος.», βλ.σελ.277). Άλλωστε, ο συνθέτης δηλώνει σαφώς το όνειρό του για τη δημιουργία μιας εθνικής «σχολής» (την έννοια της Εθνικής Σχολής την αντιλαμβάνομαι ως παραγωγή μουσικής από έλληνες δημιουργούς ασχέτως μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκουν ή θέλουν να ανήκουν. Θυμίζω την ρωσική Εθνική Σχολή των 5 για μια κάποια αρχή…), έστω και αν κάνει λόγο κυρίως για το ελληνικό μελόδραμα(βλ.σελ.121) και, εν κατακλείδι, δεν παύει να ελπίζει(σελ.273) πως το όνειρο «θα λάβει σάρκα και οστά» και δεν θα προδοθεί ο ιδρώτας του από λογής «επιγόνους» και «διαχειριστές».Αυτό σημαίνει, σε κάθε περίπτωση, ΔΙΑΡΚΕΙΑ. Κάτι από το οποίο πάσχει δεινά ο τόπος μας, που παίρνει συνεχώς και προγραμματικά «την κατηφόρα»(σελ.273).
Της έκδοσης προτάσσεται πρόλογος του γνωστότατου αρχιμουσικού Βύρωνα Φιδετζή, οι προσπάθειες του οποίου είναι άοκνες για την προβολή και ανάδειξη πολλών πτυχών και προσώπων της μουσικής μας : εν παρόδω, λόγου χάρη, θυμίζω την ανάσυρση από τη σκόνη της συμφωνικής «Τριλογίας» του Γ. Αξιώτη από τις …καλένδες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (για τις γνωστότατες και σαδιστικότατες ελληνικές καλένδες κάνει λόγο και ο Λαυράγκας, βλ.π.χ.σελ.103), την προβολή και εκτέλεση έργων του Βάρβογλη, Μάντζαρου, Καρρέρ, Σαμάρα, Λαυράγκα κλπ. Σχετικά με τον τελευταίο, ο Φιδετζής ανέστησε πριν λίγα χρόνια την όπερά του «Φρόσω», που είχε περιπέσει σε αχρησία στο μουσικό μας ρεπερτόριο («ενδόξως», για τα ελληνικά πράγματα εντός και εκτός «κρίσης»…, 70 χρόνια άπαιχτη).Υπενθυμίζω ότι μέχρι και το 2010 ΚΑΜΙΑ όπερα του συνθέτη δεν είχε ανέβει στη Λυρική. Στην έκδοση υπάρχει χρησιμότατο γλωσσάριο, καθώς ο Λαυράγκας χρησιμοποιεί επτανησιακό, κάποτε, ιδίωμα κι επίσης μια κριτική του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου για την α΄έκδοση των Απομνημονευμάτων. Τέλος, παρατίθεται χρησιμότατη εργογραφία του συνθέτη. Φυσικά η πρόσφατη έκδοση ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ βάσει κάποιας κρατικής μέριμνας και με έξοδα του ελληνικού κράτους (το Υπουργείο «Πολιτισμού» και η ΕΡΤ μπορεί αδρότατα να χρηματοδοτεί περιπτώσεις από την… Καλομοίρα έως τον Φαμπρ και τις τελευταίες φαιδρές περιπτώσεις των ελληνικών συμμετοχών και των τηλεπαρουσιαστών της…Eurovision…), αλλά για μια ακόμη φορά, όπως πάντα στο ελλαδικό μας πιθηκίζον και υπανάπτυκτο κρατίδιο (βλ. σελ. 266-267 για κάθε δυνατό παραλληλισμό του τότε με το τώρα), αφέθηκε στα χέρια μιας δονκιχωτικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας (όπως ακριβώς η υποδοχή των ελλήνων προσφύγων του 1922…, για να θεωρούμε ΟΛΗ την κλίμακα της ανικανότητας του παθολογικά συσταθέντος κρατιδίου), όπως, άλλωστε, σχολιάζει και για την ίδια την περίπτωση του συνθέτη ο Φιδετζής (βλ.σελ.16), που μόνος του, μέσα στην κρατική ερημιά, επιχειρεί να στήσει το ελληνικό μελόδραμα. Φυσικά ο Γκοβόστης είχε επιδείξει γνήσια μέριμνα για τη μουσική προκοπή αυτού του τόπου, όταν αναλάμβανε από το 1939 ακόμη, ζώντος του συνθέτη, την α΄ έκδοση των Απομνημονευμάτων. Ως φαίνεται, η ιδιωτική πρωτοβουλία και οι ασυντόνιστες και μεμονωμένες περιπτώσεις ορίζουν διαχρονικά την ελληνική συμπτωματολογία της ασυνέχειάς μας και της ασθματικής μας πορείας, όπως δηλώνεται, μεταξύ πλείστων παραδειγμάτων…, και από την ίδρυση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών (βλ.σελ.105).
Στο κείμενο περιγράφεται η σχέση του συνθέτη με άλλα σημαντικά πρόσωπα της μουσικής μας, όπως του Σαμάρα και Λαμπελέτ [Byron Fidetzis – Samara – Rhea – Introduzione & coro, Σπύρος Σαμάρας-Ανατολικές σκηνές – Βαρκαρόλλα , G. Lambelet, George Lambelet – Το όνειρο]. Τα Απομνημονεύματα διαβάζονται πολύ ευχάριστα και το επτανησιακό, ενίοτε, ιδίωμα καθιστά την ανάγνωση ιδιαίτερα ανάλαφρη και ζωντανή. Ειδικά για όσους αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με το επτανησιακό ιδίωμα αποτελεί ένα εξαιρετικά απολαυστικό ανάγνωσμα. Ο Λαυράγκας ρουφά ανεξέταστα και απροβλημάτιστα όλο το δυτικό μουσικό ιδίωμα και το αναπαράγει. Μ’ αυτό θέτει, κατά ένα τρόπο, ελληνικές αντιστοιχίες με τα ευρωπαϊκά πράγματα, όπως ακριβώς συμβαίνει με την προαναφερθείσα περίπτωση Γ. Αξιώτη που έχουμε το ελληνικό αντίστοιχο, πάνω-κάτω, στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό των Μπραμς ή Σμέτανα [01 , 02, 03]. Βάσει αυτών, λοιπόν, που δημιουργούν σαφή ιστορική γνώση και ευνοούν αποτιμήσεις, έχουμε πια χρέος να προβληματιστούμε για την ύπαρξη ενός προσωπικού ελληνικού ιδιώματος, ΠΑΝΩ ΣΤΟ δυτικό μουσικό παράδειγμα, και για τη δυνατότητα δυναμικής εξαγωγής του στην Ευρώπη (θυμίζω την αντίστοιχη μεταπολεμική περίπτωση Darmstadt, όπου γίνονταν σεμινάρια σύγχρονης μουσικής με κρατική χρηματοδότηση τα οποία προπαγανδίζονταν διεθνώς). Δεν εννοώ άλλο από εκείνο που δηλώνεται στην σελ.99, όπου ο Έλληνας («ιλ Γκρέκο») εξάγεται (…) και γίνεται κατανοητός βάσει του κοινού ευρωπαϊκού μουσικού ιδιώματος.
Έχοντας κανείς παρόμοια κείμενα, όπως εκείνα του Βάγκνερ ή του Λιστ λόγου χάρη, δεν θα έλεγε ότι μένει εντυπωσιασμένος από τη σκέψη ή τις ιδέες του Λαυράγκα. Ο Λαυράγκας δεν διατυπώνει κάποιες αισθητικές θεωρίες, ούτε και φέρνει κάποιες καινοτομίες στη μουσική γλώσσα. Απλά αναπαράγει δημιουργικά τα δυτικά μουσικά μοντέλα και ιδρύει την αφετηρία μιας οφειλόμενης πορείας, η οποία πρέπει να έχει συνέχεια και διάρκεια, όπως ο ίδιος ονειρεύεται. Μα αν η έλλειψη κάποιας ολοκληρωμένης αισθητικής θεωρίας επισημαίνεται ως τέτοια, τότε ακριβώς αυτές και άλλες, ίσως, ελλείψεις είναι που κάνουν χρησιμότατο το βιβλίο του για τη μουσική μας πορεία, αφού εντοπίζοντας κανείς τις όποιες ελλείψεις γνωρίζει καλά πια πώς και προς τα πού να πορευτεί αλλά και τι να επιζητήσει να κατορθώσει «με περισσότερη επιστημονικότητα και με περισσότερη αντικειμενικότητα», όπως λέει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος (βλ.σελ.279). Μπορεί, λοιπόν, να μην έχουμε μπρος μας κάποιον στοχαστή τύπου Βάγκνερ, όμως επιμένω ότι αν επιζητά κανείς θεμελιωμένη ταυτότητα από κάπου πρέπει να ξεκινήσει για να αρχίσει να στήνει μετά λόγου γνώσεως ένα εθνικό μουσικό πρόσωπο (βλ.σελ.281).Επίσης, το γράψιμό του, όπως επισημαίνει και ο Παναγιωτόπουλος (βλ.π.χ.σελ.278 όπου : «Και το βιβλίο του κ. Δ.Λαυράγκα δεν είνε έργο τέχνης.», διατηρώ πάντα την ορθογραφία του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου), έχει μια ανεκδοτολογική και επιφανειακή χροιά, που τέρπει την επιθυμία πληροφόρησης ίσως, αλλά δεν ικανοποιεί μια βαθύτερη δίψα για μουσικούς προβληματισμούς. Κάποτε, θα το χαρακτήριζα και αβασάνιστα εφημεριδογραφικό μάλιστα. Η απόσταση που μας χωρίζει, σε κάθε μουσικό επίπεδο…, από τον Λαυράγκα είναι ομολογουμένως τεράστια. Ακριβώς γι αυτό, όμως, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να συλλογιστούμε γόνιμα τη μελλοντική μας πορεία μελετώντας το κείμενό του αυτό και κυρίως εντρυφώντας στα έργα του.
Είναι κοινή η διαπίστωση ότι η μουσική παιδεία στη χώρα μας είναι εξαιρετικά διαβλητή και ακόμη ότι η λόγια μουσική στον τόπο μας είναι περιθωριακή και διαβεβλημένη στη συνείδηση του κόσμου. Κοντολογίς, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι επί του γενικού πληθυσμού, και με εξαίρεση τα Επτάνησα και ιδίως την Κέρκυρα, είμαστε, εμείς οι Έλληνες (!) που δώσαμε παγκοσμίως τον αναντικατάστατο μέχρι στιγμής όρο για την Τέχνη των ήχων, άμουσοι! Λαός δίχως μουσική καλλιέργεια, εμείς που δανειοδοτήσαμε στο διηνεκές την υφήλιο με τον όρο ΜΟΥΣΙΚΗ! Ωστόσο, αυτό είναι καθαρά θέμα παιδείας και μουσικού εθισμού. Απόδειξη για το τι μπορεί να γίνει, αν θελήσει κανείς να καλλιεργηθεί παιδευτικά ο λαός, είναι όσα αναφέρονται στα Απομνημονεύματα. Ιδού : «[…] πόλκα, από το πολύ άκουσμα κατέληξε να τη μάθει όλη η γειτονιά, πρώτος ο γιος του τσαγκάρη, που την τραγουδούσε πρίμο σεκόντο μ’ ένα παιδί του μαγαζιού.», σελ.26. Και αν έτσι, τότε ανατρέπονται όλα τα πονηρά ελλαδικά καθιερωμένα στερεότυπα περί «κλασικής» μουσικής. Ωστόσο, αυτά συμβαίνουν στην terra incognitta για τους έλληνες του μελοδράματος ή της λόγιας μουσικής γενικότερα, όπως αναφέρει ο συνθέτης(βλ.σελ.194). Αφού ο μουσικός εθισμός και η μουσική καλλιέργεια, όταν υπάρχουν, έχουν τα αποτελέσματα που ο συνθέτης μας περιγράφει και πάλι στη σελ. 210 : «[…]μαθημένοι από τα σπάργανα[…] έμειναν κατευχαριστημένοι […] και δεν τους παραξένεψαν καθόλου τα ελληνικά και οι Έλληνες καλλιτέχνες.». παρεκβατικά, ωστόσο, οφείλω να πω ότι δεν είναι μόνο η ανύπαρκτη μουσική παιδεία. Υπάρχει, νομίζω, κι ένας ανυποχώρητος εθισμός στη μονοφωνία και μια ασυνείδητα «προγραμματική» αντίσταση στην πολυφωνία εκ μέρους των ελλήνων. Ουσιαστικά η χώρα καλείται να πατά, κινούμενη άρτια, σε δύο βάρκες κι αυτό είναι κάτι που καταφέρνουν πολύ δυνατοί λαοί, τιτανικοί λαοί. Μάλιστα, θα έλεγα πως υπάρχει «πρόβλημα» με την πολυφωνική αντίληψη των συνθετών της «ομάδας» Λαυράγκα, καθώς κρίνω ότι η μονοφωνία λειτουργεί ασυνείδητα και καταλυτικά στην περίπτωσή τους, με αποτέλεσμα το μουσικό μας ιδίωμα να κινείται στην περιφέρεια του ενδιαφέροντος των δυτικοευρωπαίων συνθετών και ακροατών.
Ο πρόλογος του Φιδετζή είναι μια ακόμη γροθιά στο χοντρόπετσο στομάχι του ελλαδικού αφασικού κρατιδίου. Η γροθιά αυτή αφορά όλους μας και θα πρέπει πια να ενδυναμώσουμε την ισχύ της προς το κρατικό στομάχι, με την ελπίδα να πληγεί σωτηριωδώς για το λαό που κατοικεί αυτόν τον τόπο: «[…] 68 χρόνια μετά το θάνατό του, δεν μπορούμε να κάνουμε συνολική αποτίμηση της προσφοράς του[…]. Τα μελοδράματά του[…]είναι σχεδόν άγνωστα στις νέες ελληνικές γενιές μουσικών[…]αφού και ανεκτέλεστα παραμένουν[…] και ανέκδοτα και μη ηχογραφημένα.»(βλ.σελ.14) και «[…]όμως ο κύριος όγκος του[…]έργου παραμένει άγνωστος και στο κοινό και στους ειδικούς.».(βλ.σελ.19).
Ο Νεζερίτης (βλ.σελ.18-19) αναφέρει χαρακτηριστικά: «[…]δεν ηυτύχησε να ιδή τους κόπους […]επιστεφομένους με την κρατικήν δάφνην.[…] κατά την ίδρυσιν της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δεν εχρησιμοποιήθηκε καθόλου. Ηγνοήθη.». Με ΠΟΙΟ δικαίωμα παρακαλώ; Ποιος μπορεί να στερήσει από τον ίδιο το λαό τη μουσική του κληρονομιά; ΝΤΡΟΠΗ στα διαχρονικά μούτρα, εντός και εκτός περιόδων «Κρίσης», των κομματοκρατών αυτού του δύσμοιρου τόπου! Ας κλείσουμε με την απονομή παρασήμου ανευθυνότητας και βαρβαρισμού στον ελλαδικό τραγελαφικό κρατίδιο: «Ως συνθέτης ο Λαυράγκας ήταν πολυγραφότατος. Δυστυχώς, ορισμένα από τα έργα του χάθηκαν όταν το πατρικό του σπίτι στο Αργοστόλι καταστράφηκε…», (βλ. «αυτί» του βιβλίου). Ως φαίνεται το ελληνικό δημόσιο δεν είχε αυτονοήτως φροντίσει να έχει προστατευμένα τα έργα του συνθέτη, σε μιαν εποχή εκτός… «κρίσης» και με πολλά, μα πάρα πολλά, «πακέτα» μεταπολεμικής αμερικανικής βοήθειας στις μασχάλες του…, ούτε και ο «αθώος» πάντα λαός, που αυτοκολακεύεται και ηδυντικά τέρπεται με πολιτικάντικες κολακείες, νοιαζόταν ή διεκδικούσε την κληρονομιά και την ταυτότητά του όταν ψηφοδοτούσε, θεσιθηρεύοντας, τους κομματοκράτες δημαγωγούς…
Περνώ στα δύο βιβλία «βιογραφιών». Η προσωπικότητα γραφής του Ρολάν είναι διακριτή από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου. Ο ρολανικός τρόπος «βιογραφίας» παρουσιάζεται ως στοχασμός και καλλιτεχνική συγγραφική δημιουργία, που οδηγεί, με αμεσότητα, τον αναγνώστη στη γνωριμία με τον συνθέτη, πέρα από ρηχές κι επιφανειακές βιογραφικές λεπτομέρειες. Τη μετάφραση υπογράφει η Φ. Σακελλαρίδου και η έκδοση συνοδεύεται από πολύ χρήσιμες σημειώσεις του συγγραφέα. Η γραφή του Ρολάν είναι συνδυαστική. Δηλαδή, παρατίθενται συνδυασμοί βιογραφικών στοιχείων του συνθέτη με στοιχεία από τη δράση και το έργο ανθρώπων που σχετίστηκαν μαζί του, με αποτέλεσμα να φωτίζεται καλύτερα, με τον τρόπο αυτόν, το πρόσωπο του βιογραφούμενου. Πάνω στην αρχιτεκτονική αυτή έρχεται να προστεθεί η κρίση και η σκέψη του Ρολάν, που εύστοχα ανοίγουν δρόμους σκέψης και κρίσης για τον ίδιο τον δημιουργικό αναγνώστη. Κοντολογίς, προκύπτει το παράδοξο πως όσο λιγότερα τα συμβατικά και ευθείας γραμμικής πορείας βιογραφικά στοιχεία, τόσο βιογραφείται αρτιότερα και προσφυέστερα το πρόσωπο του βιογραφούμενου! Η γραφή αυτή δεν διστάζει, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, να ερμηνεύει και να σχολιάζει βιογραφικά δεδομένα και στοιχεία, ανοίγοντας πλατύτερα την προοπτική τους. Ο Ρολάν ανατέμνει και λιγότερο έως ελάχιστα βιογραφεί(συμβατικά).Περισσότερο εντρυφά στο έργο του Μπερλιόζ, παρά το αναφέρει απλά μέσα στα βιογραφικά πλαίσια της ζωής του βιογραφούμενου. Με μουσικό αισθητήριο και μουσική επάρκεια μπορεί να καταδυθεί στους ήχους και να θεμελιώσει ερμηνεία (βλ.π.χ.σελ.29). Προβαίνει, δίχως δισταγμό, σε αποτιμήσεις(όπως κάθε γνήσιος συγγραφέας και πνευματικός άνθρωπος) και δεν τον πτοεί η διακινδύνευση μέσα σ’ αυτές (βλ.π.χ.σελ.48-49).Θα έλεγα ότι έχουμε ενώπιών μας περισσότερο μια μελέτη-εγκώμιο παρά μια ουδέτερη παραθετική στοιχείων βιογραφία. Μολαταύτα, η δομή παραμένει «βιογραφική», έστω και ιδιοτύπως. Τέλος, οι παντός είδους συγκρίσεις και παραλληλισμοί, που ασταμάτητα κάνει, με άλλους συνθέτες και πρόσωπα που έχουν σημαδέψει την Ιστορία του πολιτισμού προσφέρουν τη δυνατότητα να ξεφύγει κανείς από μια στενή γνώση του βιογραφούμενου προσώπου και της ζωής του και να μπορέσει να δει καλύτερα και καθαρότερα το μουσικό δάσος αποφεύγοντας, δημιουργικά, τον εγκλωβισμό του στο εκάστοτε μουσικό δέντρο. Έτσι, ο αναγνώστης πλουτίζει με εργαλεία σκέψης και αισθητηρίου κι αυτό, θαρρώ, είναι ένα μέγιστο ζητούμενο. Τρωτό σημείο, κάποτε, η γλώσσα. Όχι, όμως, θανάσιμα. Θα συνιστούσα να μην δοθεί, στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερη σημασία στο γλωσσικό θέμα. Κατατίθεται, απλά, μια γλωσσική άποψη με τα λάθη της, όπως ίσως κάθε μονομερής γλωσσική ιδεολογία. Η ιστορία πια έχει, νομίζω, αποδείξει τη σφαλερότητα ορισμένων γλωσσικών θέσεων και χειρισμών. Αυτό αρκεί.
Καθώς η παρούσα βιβλιοκρισία δεν απεμπολεί ούτε στιγμή την πολιτική της δυναμική και επειδή ήδη αναφέραμε τα της στάσης της χώρας μας απέναντι στην περίπτωση Λαυράγκα, είναι καλό, πολυεπίπεδα, να αναφέρουμε όσα ο Ρολάν λέει για τη γαλλική περίπτωση (βλ.σελ.47), μια και πάντοτε υπάρχουν κι άλλου (σαθρές) πορτοκαλιές που κάνουν (σαθρά) πορτοκάλια: «Πώς παραμελήθηκαν παρόμοια έργα απ’ τη Δημοκρατία μας; Πώς δεν έχουν τη θέση που τους πρέπει στη δημόσια ζωή μας; Πώς δεν εκπροσωπούνται στις μεγάλες τελετές μας; Αυτό θα ρωτούσαμε όλοι με απορία, αν δεν είμαστε συνηθισμένοι, έναν αιώνα τώρα, στην αδιαφορία του Κράτους σ’ ό,τι αφορά την τέχνη.». Επίσης (σελ.18), τα ψυχοπαθολογικά ομοιοπαθή με τα δικά μας: «Στην Όπερα προτιμάνε απ’ τον Μπερλιόζ έναν πρίγκηπα Πονιατόβσκυ. Στην Ακαδημία, όπου βάζει τρεις φορές υποψηφιότητα, […] νικήθηκε. […]Ο κόσμος παραμένει αδιάφορος. […]Με τι να πρωτοαπορήσουμε: Μήπως για να τ’ ακούσει κανένας σήμερα (τα έργα του Μπερλιόζ) δεν πρέπει να πάει στη Γερμανία ; […]όταν το θαυμάσιο έργο του Μπενβενούτο Τσελίνι παίχτηκε σε είκοσι πόλεις της Γερμανίας[…]βρέθηκε έστω κ’ ένας διευθυντής γαλλικού θεάτρου που σκέφτηκε να τ’ ανεβάσει;», [01, 02].
Επιπλέον, ο αναγνώστης που θα επιθυμούσε να φτύσει κατάμουτρα τις διαχρονικά (γιατί άραγε;…) σαθρές μας κοινωνίες ας διαβάσει τη σελ. 17, όπου ο συνθέτης λιμοκτονεί δημιουργώντας και εν τέλει καταστρέφει τη δημιουργία (που ζωτικά αφορά σε ΟΛΟΥΣ μας…) για να αναζητήσει το κατάπτυστο ξεροκόμματο που κάποτε του πετά αδιάφορη και επιδεικτικά η κοινωνία. Ωστόσο, για να μην εικονογραφούμε μονάχα το μαύρο, ιδού η υγιής αντίστιξη που θεμελιώνει Πόλη (βλ.σελ.8): «Η Αγγλία σου αποδίδει δικαιοσύνη, η Γαλλία σε θαυμάζει, μα μια μονάχα χώρα, η Γερμανία, μπορεί να σ’ αγαπάει΄ είσαι […]ένα κομμάτι απ’ την καρδιά της.». Φυσικά, η σαθρότατη ελληνική περίπτωση λειτουργεί ανταγωνιστικά και εξόχως ριζοσπαστικότερα της (σχετικά) σαθρής γαλλικής… Μήπως να αρχίσει, θεραπευόμενη, να ακούει τον Ρολάν ;
Σε αντίθεση με τον Ρολάν το έργο του Calvokoressi είναι γραμμένο αμιγώς βιογραφικά έως τη σελ. 40. Τη μετάφραση υπογράφει ο Γ. Αστεριάδης και την έκδοση συνοδεύει επαρκής εργογραφία του Λιστ και βιβλιογραφία. Φυσικά, μέχρι τη χρονολογία συγγραφής της βιογραφίας αυτής από τον Calvokoressi. Μετά τη σελ.40 ο συγγραφέας επιχειρεί ερμηνεία του Λιστ σε κάθε δυνατό επίπεδο: Ο Λιστ ως πιανίστας, όπου η πασίγνωστη πιανιστική δεξιοτεχνία του εκτίθεται επαρκώς. Ως συνθέτης, όπου μπορεί ο αναγνώστης να βρει μιαν εισαγωγή πάνω στην ερμηνεία των έργων του Λιστ και κυριότερα της συμφωνικής του μουσικής [01, 02]. Θεωρώ πως τα δύο αυτά έργα βιογραφιών-μελετών, αλλά και όλα τα εδώ παρουσιαζόμενα σήμερα βιβλία, πρέπει να διαβαστούν συνδυαστικά(βλ.π.χ.σελ.51, όπου συγκρίνεται ο Μπετόβεν με το Λιστ κλπ, ή σελ.57 όπου συγκρίνεται με τον Μπερλιόζ). Ας τονίσω εδώ, επ’ ευκαιρία της πολιτικής επιμονής της βιβλιοκρισίας, ότι, όπως αναφέρεται στις σελ.19-20 κ.α., έχουμε στην Ευρώπη μουσικές εφημερίδες και περιοδικά ευρύτατης κυκλοφορίας. Το επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας μιας χώρας φαίνεται, κρίνω, κυριότατα απ’ αυτό: είναι μουσικά εθισμένη. Αθεράπευτα. Και καλώς είναι. Ο αναγνώστης ας προσέξει ιδιαίτερα τις σελ. 60-61, 63-65,όπου μεταξύ άλλων σπουδαίων προτίθεται και μια προβληματική περί φόρμας. Ο Λιστ συνεχώς ανανεώνει τους μορφολογικούς του τύπους. Θεωρώ πως ο δημιουργός είναι δημιουργός όταν πράττει ακριβώς αυτό : αδιάλειπτη επινόηση Μορφών για τη μετάδοση του Ζωντανού και όχι για τον πνιγμό του εντός ενός κανονιστικού εγκιβωτισμού του. Επίσης, σχετικά με όσα έχω γράψει σε άλλη ευκαιρία σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική, ας προσέξει ο αναγνώστης τη σελ. 83. Ας θυμίσω τέλος, μια και μίλησα για συνδυαστικές αναγνώσεις, ότι ο Λιστ είναι μαθητής του Σαλιέρι (όπως, άλλωστε, και οι Μπετόβεν και Σούμπερτ, μεταξύ πολλών άλλων), όπου μαζί με τον Τσέρνυ τον μυεί στη μουσική του Μπετόβεν, όπου εν τέλει τον συναντά (στα 1822-1823) δεχόμενος τα συγκινημένα φιλιά του μουσουργού για το ταλέντο του. Επίσης(βλ.σελ.34), ότι συνθέτει Φούγκα πάνω στο όνομα του Μπαχ (Bach, ονοματολογία των μουσικών φθόγγων στα γερμανικά).
Αντιπαραβάλλοντας τα δύο βιβλία, εκείνα που αφορούν στους Μπαχ και Μπετόβεν [01 , 02 ], θα έλεγα, ανενδοίαστα, ότι με εκείνο που αφορά στον Μπαχ ο αναγνώστης καθίσταται πια υποψιασμένος για τα μουσικά πράγματα, αφού συμβαίνει να εισχωρεί, έως ένα βαθμό, στα ενδότερα της μουσικής. Το βιβλίο του Russell Martin για τον Μπετόβεν, τη μετάφραση του οποίου υπογράφει ο Π. Μακρίδης, είναι σαφώς πιο «στεγνά» βιογραφικό, παράλληλα με την όποια μυθιστορηματική και αστυνομική του πλοκή, και παραμένει στο επίπεδο αυτό μέχρι τέλους. Το ανάγνωσμα είναι ξεκούραστο και χαλαρωτικό. Εγγυάται μια ήρεμη αναγνωστική εμπειρία κι η τελευταία δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να υποτιμάται. Μυθιστορηματικά «βιογραφικό», λοιπόν, το βιβλίο. Ωστόσο, το να έχει κανείς μιαν ιδέα του βίου του συνθέτη, μαζί με πολλές άλλες παράλληλες και χρήσιμες λεπτομέρειες, είναι ένα στοιχείο που μπορεί, έως ένα σημείο, να φωτίσει κάπως το έργο του ερμηνευτικά. «Η κόμη του Μπετόβεν» είναι ένα κείμενο γραμμένο, πάνω-κάτω, με τη μορφή δημοσιογραφικής ανταπόκρισης, που συναντούμε συχνά στα αμερικανικά μυθιστορήματα, γεγονός που αποτελεί ένα στοιχείο της ιδιαίτερης πνευματικής χροιάς και του ψυχισμού των αποίκων της Νέου Κόσμου, το οποίο αντανακλά, βεβαίως, ένα τμήμα της ίδιας της αμερικανικής νοοτροπίας και «κοσμοαντίληψης». Φυσικά, όταν το εντοπίζει κανείς αυτό ενσυνείδητα και το χειρίζεται αναλόγως δεν είναι σε καμία περίπτωση ανώφελο. Το βιβλίο δεν αποτελεί δα μιαν ανεπανάληπτη συμβολή στη λογοτεχνία. Όμως, η λογοτεχνικότητα των εδώ παρουσιαζομένων βιβλίων έρχεται, ως επί το πλείστον, σε δεύτερη μοίρα. Με ενδιαφέρει πρωτίστως η προώθηση της μουσικής μας παιδείας και δευτερευόντως η λογοτεχνικότητα των μέσων που την κατορθώνουν. Έτσι, το βιβλίο είναι χρήσιμο σε εκείνους που έχουν συνηθίσει να αρέσκονται στο να διαβάζουν απλά μιαν ιστορία, καθώς παράλληλα τους εξοικειώνει, έως ένα βαθμό, με ένα σωρό πράγματα που αφορούν στη μουσική. Με τον τρόπο αυτόν, αποκτούν μια σχέση μ’ αυτήν, έστω και περιφερειακά. Όμως, είναι κι αυτό μια πολύ καλή αρχή για να αγαπήσουν τη Μουσική μέχρι θανάτου. Είναι σώφρον, άλλωστε, όπου εντοπίζουμε το θετικό στοιχείο (εδώ η δημοσιογραφική, έστω, πληροφόρηση για κάτι που αφορά στη ζωή του Μπετόβεν) να ορμάμε και να ωφελούμαστε απ’ αυτό δίχως να υποβαθμίζουμε ή να περιφρονούμε τίποτε. Οι προκαταλήψεις, ως γνωστόν, έχουν επανειλημμένα σφαγιάσει, κυριολεκτικά, την ανθρωπότητα. Επισημαίνω επίμονα, για τους θιασώτες του είδους, ότι εν πολλοίς το βιβλίο αυτό έχει μιαν αστυνομική πλοκή, συνοδευόμενη από αρκετό ιστορικό υλικό, πράγμα που είναι σίγουρο πως θα ευαρεστήσει τους αναγνώστες που αγαπούν την αστυνομική λογοτεχνία. Αναφορές στον Μπερλιόζ υπάρχουν π.χ. στη σελ.37 κ.ε. Επίσης, θέλω να τονίσω ιδιαίτερα την πρακτική ματιά των ξένων όσον αφορά στα μουσικά πράγματα. Έτσι, ο συγγραφέας (σελ.299) παραπέμπει τους αναγνώστες του σε Εταιρία για τον Μπετόβεν, καθώς και σε εξαμηνιαίο περιοδικό (!) που αφορά στον γερμανό συνθέτη. Επισημαίνω την ίδρυση του μουσείου Μπετόβεν στη Βόννη (σελ.82) στα 1889 και τονίζω εμφατικά ότι ακόμη και οι αφιονισμένοι στη βαρβαρότητα γερμανοί στρατιώτες του Γ’ Ράιχ «είχαν μαζί τους εκδόσεις τσέπης της νουβέλας του Βάγκνερ Προσκύνημα στον Μπετόβεν.»(βλ.σελ.144) !…[link ] Εμείς οι θλιβεροί απόγονοι των αοιδών τί;…
Σχετικά με το βιβλίο του Σπύρου Τόμπρα Μουσική και Σημειολογία ένα έχω να πω με απόλυτη σιγουριά, κοιτώντας το χάρτη μουσικής παιδείας της χώρας μας : καταργεί μια και διαπαντός το μουσικό αναλφαβητισμό (αν, φυσικά, μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει ένας τέτοιος ουσιωδώς). Στο βιβλίο του Τόμπρα οφείλεται έπαινος. Σε όποιον ενδιαφέρεται να αποκτήσει στοιχειώδη μουσική κατάρτιση, να μην μείνει μουσικά αναλφάβητος, και να έχει μια επαρκή πρόσβαση στη μουσική γλώσσα και στα μουσικά ιδιώματα (ενδεικτικός ο υπότιτλος του βιβλίου : Μια μέθοδος ερμηνευτικής προσπέλασης του μουσικού έργου), το βιβλίο αυτό είναι πραγματικά ένας απροσδόκητος ελληνικός θησαυρός. Καθώς οι έλληνες ήταν ανέκαθεν γλωσσομαθής λαός είναι μια καλή ευκαιρία το βιβλίο αυτό για να μαθητεύσουν και στην ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ κοσμική Γλώσσα : τη μουσική (βλ. σχετικά τη θέση του Τ.Μανν σελ.103-104).Θεωρώ, βέβαια, ότι η εκμάθηση μιας γλώσσας είναι πάντα αναγκαίο και απαραίτητο στοιχείο επικοινωνίας. Επίσης, παιδείας. Έτσι, κρίνω πως οφείλει κανείς να γνωρίζει τα στοιχεία, έστω, της μουσικής γλώσσας αν θέλει να έχει ένα κάποιο επίπεδο γενικής παιδείας. Χαρακτηριστική, σχετικά, η θέση Bernstein (βλ.σελ.109),για την εφαρμογή της θεωρίας της γλώσσας στο μουσικό πεδίο, την οποία μνημονεύει ο Τόμπρας. Σαφής η θέση του συγγραφέα(βλ.σελ.15): χειρισμός της μουσικής «με γλωσσολογικό τρόπο ως μία πραγματική γλώσσα»(βλ.επίσης σελ.115κ.ε.). Δεν επεκτείνομαι περαιτέρω. Του κειμένου προτάσσεται πρόλογος και εισαγωγή του συγγραφέα, καθώς και χρησιμότατο ευρετήριο ονομάτων και όρων, κι επίσης επαρκής βιβλιογραφία για τους φιλόπονους ενδιαφερόμενους. Φυσικά, οι λογής πληροφορίες που περιέχονται στο βιβλίο μπορούν, κάλλιστα, να συνδυαστούν με ό,τι περιέχεται στα άλλα βιβλία που σήμερα παρουσιάζουμε, δημιουργώντας, επιπρόσθετα, μια στέρεα βάση γνώσης, προβληματισμού και αληθινής παιδείας(βλ. γι αυτό σελ. 113 σημ.37). Ο αναγνώστης, μελετώντας το βιβλίο και έχοντάς το χωνέψει δημιουργικά, θα μάθει πια να ακούει με αξιώσεις ένα μουσικό έργο. Δηλαδή ; Δηλαδή θα εθιστεί στο σκέπτεσθαι, στη λογικότητα, στη συγκρότηση εαυτού και λογικής. Ο άνθρωπος που ζει, μάλιστα, την τέχνη των ήχων είναι ένας άνθρωπος που χτίζει το υποκείμενό του μέσα σε μια καλλυντική λογική, όπου το κάλλος παραπέμπει στην οργάνωση και τη σκέψη κι αυτά, με τη σειρά τους, στο κάλλος ως… αυτονόητο τρόπο υπάρξεως. Παραθέτω ενδεικτικά ορισμένους τίτλους κεφαλαίων (και υποκεφαλαίων): σύγχρονες ερμηνευτικές θεωρίες, Η ερμηνεία, προϋπόθεση της λειτουργίας του μουσικού έργου, Η μουσική ως σύστημα επικοινωνίας, Το μουσικό έργο ως κείμενο, Είναι η μουσική γλώσσα ;,Οι εφαρμογές γλωσσολογικών «μοντέλων» στη μουσική, Σημειολογία της μουσικής, Η κατανόηση του μουσικού έργου.
Η λογική πάνω στην οποία δομείται το έργο του Τόμπρα εκτίθεται στην εισαγωγή, σελ.17-39. Ο Τόμπρας (σελ.13) εκθέτει σαφώς τις δύο πηγές που έχουν τροφοδοτήσει, όπως αναφέρει, το έργο του: το μουσικό έργο και η γλώσσα, -υπό την οπτική του Saussure η τελευταία. Από το κείμενο παρελαύνουν συχνότατα (βλ.πχ.σελ.17, 50-53, 109,κ.ε.) οι Gadamer, Barthes, Heidegger, Kierkegaard, Chomsky, Adorno κλπ. Ειδικά οι Barthes-Kierkegaard διατρέχουν όλο το βιβλίο, χωρίς να υστερούν, φυσικά, και όλοι οι υπόλοιποι. Η φιλοσοφία και η γλωσσολογία, προφανώς, αφθονούν στις αναφορές του συγγραφέα. Επίσης, δεν λείπουν οι συχνότατες αναφορές στην Ποίηση(βλ.π.χ.σελ.38 σημ.35, Γκαίτε Μαλαρμέ)και στο θέατρο (βλ.σελ.234 κ.ε.).Επιπλέον, πυκνότατες είναι οι (οφειλόμενες, θεωρώ)αναφορές στον διαπρεπέστατο και τιμημένο από το γερμανικό κράτος μουσικολόγο μας Θ. Γεωργιάδη(βλ.π.χ.σελ.136,σημ.139), ο οποίος έγραφε τις μελέτες του στα γερμανικά και παραμένει παντελώς άγνωστος στη χώρα μας (ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του είναι «Ο ελληνικός ρυθμός», που επάξια εξέδωσαν οι εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, και θα παρουσιάσουμε σε επόμενη βιβλιοκρισία μας).Ο Γεωργιάδης έχει αποτελέσει πηγή συχνών αναφορών σε προδημοσίευση μουσικολογικού μας κειμένου (01, 02 κλπ) και ανεκμετάλλευτη πηγή για έλληνες μουσικούς και μουσικολόγους. Απόψεις του ιδίου σαν κι αυτές που συναντά κανείς στη σελ. 134 καταδεικνύουν τη σπουδαιότητα της συμβολής του διεθνώς αναγνωρισμένου έλληνα μουσικολόγου: «…βρίσκει κανείς στην σημερινή Ελλάδα ένα είδος δημοτικής μουσικής, που ακολουθεί το αρχαιοελληνικό αξίωμα της αντιπαράθεσης μακρών και βραχέων». Ο Τόμπρας συμπληρώνει πάνω σ’ αυτό: «Όλοι οι νεοελληνικοί 5σημοι,7σημοι και 9σημοι ρυθμοί έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαιοελληνικούς ρυθμικούς πόδες.».Προφανές είναι, νομίζω, πως πάνω σε τέτοια και παρόμοια θεμέλια μπορεί κανείς να χτίσει ιδιοπροσωπία επιστημονικώς. Παράλληλα, οι αναφορές στη λεγόμενη βυζαντινή και δημοτική μουσική εν σχέσει με την αρχαιοελληνική μουσική είναι, θα έλεγα, πυκνές(βλ. π.χ. σελ.90 σημ.32, σελ.94, σελ.124κ.ε.).Αυτό συνιστά, οπωσδήποτε, αιτία προβληματισμού και έρευνας για τον ενεργητικό αναγνώστη και επίσης αποτελεί θραύση των συχνών και ανέρειστων προκαταλήψεων σχετικά με τη βυζαντινή μουσική, που στο έργο του Τόμπρα αντιμετωπίζεται, γενικά, αξιοπρεπώς (παραπέμπω σ’ ένα, σχετικά με το θέμα, πρόσφατο link: frear.gr/?p=12966). Σημειώνω μια διαφωτιστική παράγραφο του Τόμπρα(σελ.94): «Τόσο η βυζαντινή παρασημαντική όσο και η ευρωπαϊκή μουσική σημειογραφία είχαν μια μεγάλη εξέλιξη μέχρι σήμερα και κάλυψαν τις ανάγκες που αντιμετώπισαν με τη μουσική όπως καλλιεργήθηκε με την πάροδο των αιώνων. Είναι φυσικό πως οι δύο μουσικές αυτές «γραφές» ακολούθησαν τις ιδιαιτερότητες της μουσικής που ετάχθηκαν να υπηρετήσουν.». Με κάτι τέτοια πάει κατά διαβόλου, νομίζω, η νεοελληνική (μουσική και άλλη…)μειονεξία. Σε σχέση μ’ αυτά, ας σημειωθεί εδώ η παρατήρηση του Τόμπρα (βλ.σελ.77 σημ.9) ότι «Η αρχή της εποχής αυτής [της γεννήσεως της δυτικής μουσικής] ανάγεται στον 12ο αι. μ.Χ. με την εμφάνιση (…) της πολυφωνικής μουσικής.» [01, 02].Ας είμαστε σε θέση, λοιπόν, οι Έλληνες να κάνουμε τις όποιες αποτιμήσεις μας.
Δεν θα σχολιάσω επιμέρους σημεία με τα οποία βρίσκομαι σε διαφωνία και για τα οποία κρίνω πως ο Τόμπρας δεν είχε, ουσιαστικά, γνωσιακές προσλαμβάνουσες. Νομίζω πως δεν αφορούν στον αναγνώστη εκείνον που επιζητεί τη μουσική του μόρφωση ξεφεύγοντας από τα σκοτάδια της μουσικής παιδείας, που άφθονα έριξε πάνω του το νεοελληνικό τραγελαφικό κρατίδιο από καταβολής του. Επιθυμώ, όμως, να αναφέρω ότι δυστυχέστατα και αξιοπερίεργα στο κείμενο του Τόμπρα δεν αναφέρεται πουθενά ο Σίμων Καράς (ούτε καν στη βιβλιογραφία της σελ.279)και το κολοσσιαίο μουσικολογικό και παιδευτικό του έργο. Μάλιστα, τη στιγμή που από το 1981 έχει εκδοθεί το «Μέγα Θεωρητικόν» της ελληνικής μουσικής από τον ογκόλιθο αυτόν του μουσικού πολιτισμού μας. Αντ’ αυτού μνημονεύεται και μελετάται από το συγγραφέα (!) το ξεπερασμένο, παρωχημένο, ανεπίκαιρο και αξιοπεριφρόνητο θεωρητικό του Μαργαζιώτη (βλ.π.χ.σελ.232). Η σοβαρή, όμως, αυτή έλλειψη του Τόμπρα, την οποία επισημαίνει εύκολα ο υποψιασμένος αναγνώστης, δεν επηρεάζει καθόλου τον αρχάριο στα θέματα του βιβλίου αναγνώστη. Φυσικά, αν το επιθυμεί μπορεί ο ίδιος να καλύψει το κενό μόνος του, επιστρατεύοντας τη φιλομάθειά του (ή μήπως όχι ;…). Επιπλέον, μια και κάναμε ήδη λόγο για αναλφαβητισμό και ριζική του εξόντωση, μέσω της μουσικής μας παιδείας, θα πρέπει να τονίσουμε, ολότελα εμφατικά, ότι μετά το αλφάβητο, ως γνωστόν, υπάρχουν οι λέξεις, που φτιάχνονται από τις συνουσίες των γραμμάτων, και έπονται οι κατασκευές προτάσεων, που φτιάχνονται από τις συνουσίες των λέξεων. Έτσι, μετά το αλφάβητο, που μπορεί να μάθει με το βιβλίο του Τόμπρα ο αναγνώστης, υπάρχει ΜΟΝΟ και διαπαντός η ΜΟΥΣΙΚΗ! Δημιουργικός αναγνώστης του κειμένου θα είναι εκείνος που δίχως προκαθορισμούς και προκαταλήψεις θα αφήσει τον εαυτό του να εθιστεί στην τέχνη των ήχων ως συνεπής ακροατής και μακάρι ως εκτελεστής και θα θελήσει να εγκαταστήσει εσαεί μέσα του τον ΗΧΟ ως υπαρξιακό του στοιχείο.
© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ