Όταν φυσάει στη μαρίνα στη Λευκάδα, ο άνεμος σφυρίζει μέσ’ από τα ξάρτια και κάνει τα μεταλλικά εξαρτήματα των ιστιοφόρων να ντιντινίζουν, φτιάχνοντας μιαν απόκοσμη μουσική. Και, από μακριά ιδωμένα με τα πανιά τους ανοιχτά, τα ιστιοφόρα είναι πουλιά που πετούν γερτά, αγγίζοντας με τη μια φτερούγα το νερό. Φαντάζομαι τους ανθρώπους που ’χουν τα ιστιοφόρα: να τα έχουν από ανάγκη κι από αγάπη, σαν τον Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, και να γλιστρούν με τούτα μεταξύ θάλασσας και ουρανού, με την ψυχή τους να φουσκώνει σαν πανί.
Με ρώτησε κάποτε ένας αγαπημένος φίλος, αριστερός, αν δε με πειράζει που κάποιοι είναι εχούμενοι κι άλλοι ζουν μες στην ανέχεια. «Φυσικά με πειράζει», του απάντησα. «Όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν παιδεία και υγεία». Εκείνος ωστόσο επέμεινε: «Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ, που εσένα τα λεφτά ίσα ίσα σου φτάνουν για να βιοποριστείς, ενώ άλλοι μπορούν να ξοδεύουν για τόσα και τόσα». «Εξαρτάται», του απάντησα – «για τι πράγματα ξοδεύουν τα λεφτά που ’χουν;». «Να», είπε, «για παράδειγμα, για να ’χουν ιστιοφόρο». «Μα», διαμαρτυρήθηκα, «δε θα μπορούσαν να έχουν οι πάντες ιστιοφόρα! Το διανοείσαι, δισεκατομμύρια άνθρωποι να ’χουν από ένα ιστιοφόρο;» (Φαντάστηκα μια μποτιλιαρισμένη θάλασσα με λιμενικούς να παριστάνουν τους τροχονόμους). «Εννοώ», μου είπε ο φίλος, «γιατί εκείνος να μπορεί να έχει, ενώ εσύ όχι;». «Δεν ξέρω», του απάντησα. «Δε θα ’θελες να μπορείς κι εσύ να ’χεις ιστιοφόρο;». «Θα το ’θελα», είπα. «Δεν είναι αυτό αδικία;» με ρώτησε. «Όχι», του απάντησα. «Πώς δεν είναι αδικία; Αφού αυτός μπορεί να το ’χει, ενώ εσύ όχι». «Πράγματι», συμφώνησα – «και τι προτείνεις;» «Θα ’πρεπε να μπορούν όλοι να ταξιδέψουν μ’ ένα ιστιοφόρο». «Μα, πώς;» τον ρώτησα. «Να υπάρχουν ιστιοφόρα και, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, να μπορούν όλοι να ταξιδέψουν». «Δε γίνεται αυτό», του αποκρίθηκα. «Γιατί να μη γίνεται;» με ρώτησε. Προσπάθησα να του εξηγήσω: «Γιατί, για να ταξιδέψεις μ’ ιστιοφόρο, όπως εγώ εννοώ το ταξίδι και το φαντάζομαι, πρέπει το ιστιοφόρο αυτό να σου ανήκει, να ’ναι καταδικό σου, μέρος της ψυχής σου. Δεν αρκεί να μπεις απλώς σ’ ένα οποιοδήποτε πλοίο με πανιά και να πεις: “Να, τώρα ταξιδεύω μ’ ιστιοφόρο”. Πρέπει τα πανιά του να είναι δικά σου πανιά όταν ανοίγουν, και η πρώρα του να είναι δική σου πρώρα όταν σχίζει το νερό. Και δεν μπορούν όλοι να ’χουν από ένα τέτοιο ιστιοφόρο – μα ούτε μπορεί να είναι κοινόχρηστο και συνάμα να ’ναι αγαπημένο, όπως πρέπει να είναι, ώστε να ταξιδεύει σαν όνειρο». «Τι ανοησίες είν’ αυτές;» μου είπε – «ένα ιστιοφόρο είν’ ένα ιστιοφόρο, κι ο καθένας θα ’πρεπε να μπορεί, άμα θέλει, να ταξιδέψει με ένα». «Εμένα, πάλι, μου αρκεί να σκέφτομαι πως κάποιος ταξιδεύει μ’ ένα τέτοιο δικό του πλοίο, ότι ταξιδεύει αληθινά γιατί το πλοίο είναι δικό του, κι ότι το αγαπά». Μα, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον – λέγαμε τα ίδια και τα ίδια, και τελικά, γιατί αγαπιόμαστε και ούτε εγώ ήθελα να κακοκαρδίσω το φίλο μου ούτε κείνος εμένα, αλλάξαμε θέμα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Coskun Cokbulan.]