«Το κτίσμα»
Φραντς Κάφκα
Σκην. Βίκυ Γεωργιάδου
Φεστιβάλ Αθηνών 2013
«Ο κόσμος είναι πολύπλοκος και ποτέ δεν λείπουν οι δυσάρεστες εκπλήξεις»: προφητική, δυστυχώς, αυτή η ρήση από το κείμενο του Κάφκα, καθώς μια τέτοια, δυσάρεστη έκπληξη, μας περίμενε στο χώρο Ε της οδού Πειραιώς 260.
«Το κτίσμα», διήγημα γραμμένο προς τα τέλη της ζωής του συγγραφέα, πραγματεύεται την εκούσια απομόνωση, τη μοναξιά, το φόβο του διπλανού, τον τρόμο και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης. Ένα πλάσμα, με ζωώδη χαρακτηριστικά, επιδιώκει να περιχαρακώσει την ύπαρξη και το ζωτικό του χώρο, ολοένα κατασκευάζοντας και συντηρώντας ένα δαιδαλώδες οικοδόμημα στα έγκατα της γης, με αναρρίθμητους παραπλανητικούς διαδρόμους και πλατείες, που θα το προστάτευαν από ενδεχόμενη επίθεση. Η εισβολή τελικά πραγματοποιείται, υπό τη μορφή θορύβου, καθιστώντας το απροσπέλαστο του κτίσματος τρωτό, και υπενθυμίζοντας στο πλάσμα αυτό πως εξ ορισμού δεν βρίσκεται μόνο του στον κόσμο. Και τότε εισβάλλει, αντί για τον «εχθρό», ο τρόμος και ο παραλογισμός…
Η παραπάνω περιγραφή –και μόνο– αρκεί, προκειμένου να φανερωθεί ο ερμητικός χαρακτήρας αυτού του τόσο καφκικού, σκοτεινού κειμένου –ένας μονόλογος που διαγράφει συνεχώς κύκλους (όπως το εκκρεμές στο κέντρο της σκηνής), δίχως στην πραγματικότητα να συμβαίνει κάτι–, το οποίο, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, «ανήκει σ’ αυτά τα δυο-τρία κείμενα που κρατάμε ο καθένας γιατί ξέρουμε πως όταν τα διαβάσαμε νιώσαμε να μετακινείται το μυαλό μας». Ιδού λοιπόν η παγίδα, στην οποία έπεσε η ίδια, δημιουργώντας, παρασυρόμενη από ένα αγαπημένο της κείμενο, μια παράσταση-δείγμα ενός παραμορφωτικού φαινομένου: Θέατρο για το θέατρο. Η Γεωργιάδου έφτιαξε μια παράσταση, η οποία ούτε προβάδισμα στο κείμενο δίνει, ούτε κάτι ουσιαστικό προσφέρει, παραστατικά. Η ίδια δήλωσε ότι χρειάστηκε να μεταφράσει εκ νέου το κείμενο, καθώς η προηγούμενη μετάφραση, της Ρασιδάκη, «έγινε εκ των πραγμάτων για να διαβαστεί», ενώ «η νέα μετάφραση έγινε με γνώμονα την προφορικότητα, με βασικό ερώτημα –και ως προς τη σκηνοθετική προσέγγιση– το πώς μιλιέται η σκέψη». Τίποτε απ’ αυτά δεν είδαμε. Πρώτον, δεν είναι η μετάφραση, αλλά το ίδιο το κείμενο! που προορίζεται αυστηρά για ανάγνωση και καθιστά την παράστασή του δύσκολη έως αδύνατη, και άνευ νοήματος. Διαφορετικά, προς τι η απαγγελία ενός αρκετά μεγάλου μέρους του από την ηθοποιό εκτός σκηνής, και με ανύπαρκτο φωτισμό (μέρος που ελάχιστοι κατόρθωσαν να παρακολουθήσουν, ενώ πολλοί χασμουριούνταν, γελούσαν, μιλούσαν μεταξύ τους κ.λπ.); Δεύτερον, δεν διαπίστωσα το επικαλούμενο προβάδισμα στην προφορικότητα, τη στιγμή που ο λόγος –αν και ίσως ήδη απλοποιημένος– εξακολουθούσε να είναι δαιδαλώδης και υποτακτικός. Τέλος, απορώ για τον τρόπο με τον οποίο η Γεωργιάδου ομιλεί τη σκέψη της, αλλά ο δικός μου, τουλάχιστον, τόσο στόμφο κι ένταση δεν έχει. Απ’ την άλλη, ο στόχος της αυτός καθαυτός έρχεται σε σύγκρουση με το βαθμό παραστασιμότητας του έργου. Ποιος ξέρει; Ίσως, κάπου, κάποτε…
Καίριο ερώτημα συνιστά επίσης το πώς ντύνει κανείς σκηνικά ένα τέτοιο έργο. Δύο οι επιλογές: η μία κοστολογικά ανέφικτη, η άλλη αφαιρετική και συμβολική (και –μεταξύ μας– αφενός πιο ενδιαφέρουσα, αφετέρου με περισσότερες ελευθερίες). Εδώ επελέγη βέβαια το δεύτερο, με ένα πλέγμα ζωγραφισμένο με κιμωλία στο πάτωμα –προς αποτύπωση της πολυπλοκότητας του κτίσματος– και μία εγκατάσταση στην άκρη που έμοιαζε με σκακιέρα, όπου τα πιόνια ήταν μπουκάλια μισογεμάτα (ή μισοάδεια) με νερό –κάτι σαν μηχανικά σχέδια του οικοδομήματος–. Στη βάση των μπουκαλιών υπήρχε μαζεμένο χώμα, ώστε ν’ αποτυπώνεται κάποτε και οπτικώς το σκάψιμο στα έγκατα της γης. Έτσι, τα σκηνικά της Heike Schuppelius θα συνιστούσαν ίσως εξαιρετικό εικαστικό έκθεμα, αλλά εν προκειμένω τίποτε παραπάνω, και πώς αλλιώς.
Όσο για την ερμηνεύτρια, την Καλλιμάνη, τι να πει κανείς, όταν η παράσταση είναι από μόνη της κουραστική. Καλή προσπάθεια, αλλά όποιος και να επωμιζόταν το ρόλο αυτό, μάλλον λίγες πιθανότητες θα είχε να κάνει την ανατροπή. Η φουτουριστική μουσική του Κώστα Ανδρέου και το όλο αντίστοιχο φόντο, δεν λέω, συμβαδίζει ίσως με το ύφος και τον κόσμο του Κάφκα, ωστόσο δεν είναι θέατρο.
Το θέατρο υπάρχει για να προσφέρει κάτι, είτε αυτό λέγεται «μήνυμα», είτε καθαρή αισθητική απόλαυση, εν προκειμένω όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Ας μην καταχρώμαστε, λοιπόν, την εμπιστοσύνη του κοινού, απ’ όποιο μετερίζι και αν το υπηρετούμε.
Αθήνα, 14.07.2013