Έτος Καβάφη
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ, ΙI
Σε μια συναυλία του πιανίστα Μποσκώφ, στο θέατρο «Αλάμπρα», ανταμώθηκε με το φίλο του Κλεάνθη Μοσχόπουλο, αξιωματικό τότε της Αιγυπτιακής Αστυνομίας. Πολύ μορφωμένος, γλωσσομαθής, πολιτισμένος, ο Μοσχόπουλος γλεντούσε το πνεύμα, την ειρωνία και το χιούμορ του ποιητή.
Ξέροντας πως ο Καβάφης σπάνια πήγαινε σε θεατρικές παραστάσεις και σε συναυλίες, του εξέφρασε την ευχάριστη έκπληξή του. Ο ποιητής βιάστηκε να δικαιολογηθεί με τον δικό του χαριτωμένο τρόπο:
«Εξαίρεση… περνούσα… μεγάλος καλλιτέχνης…».
Μ’ ένα μισοπονηρό χαμόγελο, ο Μοσχόπουλος ριψοκίνδυνεψε μια τολμηρή ερώτηση:
«Πώς πάνε οι έρωτες, κύριε Καβάφη;».
«Στο χαρτί!.. Στο χαρτί!..» απάντησε κατεβάζοντας σαν αυλαία τα ματόκλαδά του.
Όταν ο Μοσχόπουλος μου διηγήθηκε αργότερα τα παραπάνω, πρόσθεσε:
«Τάχα τα δυο αυτά λόγια έκλειναν την πίκρα του ή τάπε για να μου διαλύσει την υποψία πως ήρθε αναζητώντας κάποια περιπέτεια;».
***
Κάποιος ξένος λόγιος του ζητούσε μια μέρα πληροφορίες για τους Αλεξανδρινούς ‒ποιητές και πεζογράφους. Ο Καβάφης ικανοποίησε την περιέργειά του, χωρίζοντάς τους σε παλιούς και νέους. Όταν έφτασε στ’ όνομα του Πέτρου Μάγνη, που την εποχή εκείνη ήταν σαράντα δύο πάνω-κάτω χρόνων, κοντοστάθηκε αναποφάσιστος.
«Et bien, est-il jeune?» ρώτησε ο ξένος.
Είχε τους λόγους του, ο ποιητής, να διστάζει.
Θυμήθηκε, τη στιγμή εκείνη, πως ο Μάγνης, με το ψευδώνυμο Ροβέρτος Κάμπος, είχε τυπώσει κάποτε μια φυλλάδα εναντίον του, που ποτέ δεν παραδέχθηκε μα που μολαταύτα ήταν δική του.
Χαμογέλασε κ’ είπε με το τσάκισμα εκείνο που έπαιρνε η φωνή του όταν ήθελε να κάνει τους άλλους να τον προσέξουν, υπογραμμίζοντας την τελευταία λέξη:
«Oui, jeune encore».
Κι έπειτα γυρίζοντας σε μας:
«Ναι… ακόμα. Καλύτερα να σε πουν παλιό παρά νέο ακόμα. Είναι τρομερό εκείνο το “ακόμα”».
***
Τα παλιά, τα πολύ παλιά ποιήματα, εκείνα που έφεραν την υπογραφή Κ.Φ. Καβάφης (Φωτιάδη είναι το οικογενειακό της μητέρας του), τ’ άφηνε όξω από τις συλλογές του και δεν τα παραδεχόταν.
«Ο Κ.Φ. Καβάφης», έλεγε, «ήταν ένας μακρινός μου εξάδελφος, που έγραφε κι αυτός ποιήματα μα που δεν ήσαν μεγάλο πράγμα».
Θέλοντας όμως να προλάβει τη σκέψη σας και να τα υπερασπιστεί, πρόσθετε αμέσως, απαλύνοντας τη φωνή του:
«Δεν ήσαν όμως και για πέταμα».