[…ας είναι
να δίνει πάντα ο Θεός
να πεθαίνουμε
σαν τον
Δον Κιχώτη..]
Κ. Βάρναλης, Ισπανία
I.
Τέτοιες ώρες γεννιούνται μυστικά. Όσα γνωρίσαμε σ’ αυτήν την περιπέτεια περνούν στην ιστορία. Γίνονται πάει να πει πράματα τρυφερότερα. Και ξυπνούν οι θύελλες και η ζωή μας παίρνει άλλη τροπή. Αυτός που φθάνει απ΄το βάθος του δρόμου, κάποιος που μας γνέφει, ένας φίλος σ’ αποσπάσματα που ζει τώρα στην άλλη άκρη του κόσμου. Εγώ λέω πως γέμισε η ζωή μας με σημαίες. Γι’ αυτό και εμείς δίνουμε μια και τις ανεμίζουμε σε πορείες και παρελάσεις. Μες στη νύχτα ανεμίζουμε λέει τα κουρέλια μας με μόνα εφόδια τις αφαιρέσεις των ποιητών.
II.
Μέρα μεσημέρι τιναχτήκαμε απ’ τα σπίτια μας. Κατακαλόκαιρο, ψυχή στους δρόμους, την αγορά. Ένα αστέρι είχε πέσει πάνω στον τοίχο του παλιού παπουτσάδικου. Και τώρα πώς θα φτιαχτεί ξανά το μαγαζί και πώς θα δουλέψει πάλι . Το αστέρι αυτό θ’ αλλάξει για πάντα τους χάρτες, είπε κάποιος καθώς δίπλωνε τα φτερά ενός. Άλλος φώναξε, πιάστε τα χέρια. Θυμήθηκαν τις ευχές που κάνανε παιδιά και με τη συγκίνηση της απόστασης βυθίστηκαν στις αναμνήσεις. Θα ’ταν πριν νυχτώσει που πήραν το αστέρι μακριά, αφήνοντας εκεί φτερά, φωτογραφίες και μια δική σου λεπτομέρεια που έχω πια για πάντα ξεχάσει. Έτσι λοιπόν πεθαίνουν τα αστέρια. Μας ραγίζουν τις καρδιές και έπειτα ένα αναστυλωμένο μαγαζί και η αγορά και σωρός τα γιαπιά μες στα μάτια σου.
III.
Τη νύχτα ακούμε τραγούδια και ξεψυχάμε στους εξώστες, με την καρδιά στα χέρια, τρελοί από έρωτα και μοναξιά. Τίποτε δεν αποκαλύπτουμε το πρωί, όλες μας τις πληγές τις ντύνουμε με χρόνια, με βαθιές σιωπές και λονδρέζικα υφάσματα. Πολύ αργότερα όταν πια το πλήθος έχει συρρεύσει έξω απ΄το παραβάν και απαιτεί πια ομολογίες, παίρνουμε τότε τις τελευταίες στροφές και έτι δερβίσικα μια νύχτα καιγόμαστε στις άλλες ατμόσφαιρες, στο μέσον ενός θεάτρου.
IV.
Κάθε βράδυ τον βλέπω στο κούφωμα της αερογέφυρας. Όπως στα παραμύθια της Χαλκίδας ανάβει κάτι μικρές φωτιές, σήματα για κανέναν πια. Και μετά από τόση μοναξιά, μετά από τόσες ιδέες θα χαθεί με τη νύχτα, θα γίνει μια απ΄εκείνες τις πολύ προσωπικές μας προτιμήσεις, τις αδυναμίες μας. Το ποίημα εννοείται πως δεν μπορεί παρά να τελειώνει σε ψηλότερες κλίμακες.
V.
Να πέφτουν λέει, να σωριάζονται αγάλματα και και ιδέες. Και με το λιγοστό μου εισόδημα, με τ΄απόθεμα της καρδιάς μου που για πάντα να έχει πια χαθεί, να ερωτεύομαι στη σκιά των Μεγάρων, με μια τετράχρονη σφαγμένη άνοιξη για προσευχή μου. Και να πέφτει η νύχτα, λέει και ούτε λόγος για σωτηρίες και προσευχές.
Μητέρα,εδώ όλα βαίνουν καλώς. Μην διαβάζεις τις εφημερίδες. Εμείς, να ξέρεις εμείς είμαστε τα μοντέλα που διώξανε οι ζωγράφοι, ό,τι αφήνουν τα ρεύματα όταν τελειώνουν. Κάτι σπουδαίο μητέρα που ακόμη δεν περιγράφεται. Γι’ αυτό μην πιστέψεις ούτε λέξη απ’ όσα πουν.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Steve McCurry.]