Ερατώ Χατζησσάβα
Επένθεση Μνήμης
Έκθεση ζωγραφικής στον χώρο της Γκαλερί Έκφραση της Γιάννας Γραμματοπούλου.
Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη Θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα
λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (Ο μικρός ναυτίλος, XVII) και πιάνει τις λέξεις σαν πινέλα για να δώσει με «ασβέστη και με θάλασσα» αυτό που κρύβει μέσα του· την Κόρη Θηρασία, το καμένο νησί, το μαυρισμένο από το καταστρεπτικό ηφαίστειο που κρύβει στα σπλάχνα του. Το νησί που βυθίστηκε και πάλι μέσα από το μαύρο, λευκό, αναδύθηκε. Σαν τέτοιο νησί και ηφαίστειο μαζί αναδύθηκαν και από τα σπλάχνα της Ερατώς Χατζησσάβα τα έργα.
Αρχίζοντας από το πρόσχαρο της οικοδέσποινας – καλλιτέχνιδας και προχωρώντας στους αναρτημένους στους τοίχους πίνακες, ο επισκέπτης έχει μια ευχάριστη και πικρή συνάμα έκπληξη. Δεν είναι μεγάλος ο χώρος ούτε πολλά τα έργα, αλλά αν υπολογίσεις ότι κάθε ένα είναι παλίμψηστο, επιφάνειες η μια πάνω στην άλλη και η κάθε μια με τα δικά της σχέδια- χρώματα-πάθη, τότε τα έργα και τα πάθη είναι πολλά και θυμάσαι το στίχο: «και η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές» (Ο. Ελύτης, «Δώρο ασημένιο ποίημα»), σαν αυτές που το καλλιτεχνικό ένστικτο της Χατζησσάβα κατάφερε να συζεύξει για να αναδείξει τις δικές της εσωτερικές ανησυχίες.
Τα έργα (πώς αλλιώς;) τα έθρεψε με το αίμα της και τη φλόγα του καημού της. Το δακτυλικό της αποτύπωμα είναι καμένο. Ο κόσμος της είναι σημαδεμένος από τη φωτιά. Γιατί αυτή η δημιουργική φωτιά του Ηράκλειτου, που είναι ή πρώτη ύλη της ζωής, αυτός ο Δίας ο κεραυνοφόρος που κρύβεται στο μύθο, έλαβε σάρκα και οστά – χρώμα και σχήμα, δηλαδή- πάνω στο πλέξιγκλας που αποτελεί τη βάση, τη γη, από όπου αναδύθηκαν τα έργα της Χατζησσάβα και έγινε καταστροφή και θάνατος. Κάθε πίνακας και ένα πικρό σχόλιο στη ζωή την καθημερινή, την μικρή ιδιωτική, αλλά και την άλλη, τη δημόσια, η οποία μόνο φωτιά αναδίνει. Βλέπεις τα έργα και έχεις την εντύπωση πως μυρίζει η καπνιά που καλύπτει τα σπίτια, την πόλη, το περιβάλλον, πως θα σου κάψει τα μάτια μέσα από το βλέμμα που της απευθύνεις.
Τα τοπία, στο ελάχιστο που διαγράφονται, είναι όλα αστικά. Μερικές φορές είναι οι «υπέρογκες αρχιτεκτονικές» – που λέει και ο Γιώργος Σεφέρης – καμένα ψηλά κτήρια και εκκλησίες και καμπαναριά παραδομένα στην αισθητική του μαύρου, του μοχθηρού, που έρχεται να κάνει αποκαΐδια τα έργα τα μεγάλα που έστησαν οι αλαζόνες άνθρωποι και ο χρόνος με το πόδι- φωτιά- κλώτσησε για να δείξει πως sic transit gloria mundi. Στέκουν εκεί, σκελετοί της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και μαρτυρία της λεηλασίας και της καταστροφικής μανίας κάποιου πυρομανούς Νέρωνα.
Και η τεχνική που έχει επιλέξει η ζωγράφος έλκει το βλέμμα στα βάθη του πίνακα, στις πίσω επιστρώσεις, για να μας δείξει ότι όλα γίνονται και ξαναγίνονται. Καμένες πατρίδες, καμένα σπίτια, καμένοι κόποι μιας ζωής, καμένες ελπίδες.
Αλλού πάλι ο πίνακας όλος είναι μια τεράστια μαυροκόκκινη πληγή σαν της ανεμώνας το σχήμα που πήρε η πληγή στην παλάμη του Ναζωραίου. Κι αλλού ο ίδιος ο Ιησούς καίγεται πάνω στο σταυρό του. Μαύρος, καμένος και η φωτιά στα πόδια του, τιμωρημένος από μια άλλου είδους Ιερά Εξέταση. Δεν μπορώ να μην θυμηθώ τους στίχους που μετέφρασε ο Σεφέρης από τον Σύντνεϋ Κηζ «Η ομορφιά σου είναι πληγή στο πλευρό του κόσμου» («Θρήνος για τον Άδωνη»). Ο κόσμος μας όλος σταυρωμένος, καμένος από τη φωτιά του πολέμου και το κακό. Όλα καμένα. Και η ζωγράφος, με το πολυεπίπεδο έργο της, μοιάζει σαν να θέλει να μας υποβάλει την ιδέα του παρόντος και του μέλλοντός μας, εφόσον πάντα ο θάνατος και η φωτιά σε σύνθεση «χαροκαμένη» ήταν η μοίρα των λαών. Κάπου, πάλι, μια μακρινή μνήμη καμένου Θεοτοκόπουλου, κι αλλού, σαν από διαίσθηση, παραπλανημένη εντύπωση, ίσως, ότι –ΟΧΙ- υπάρχει ελπίδα. Σαν φιλότης και νείκος, πλάι και μαζί, ζωή και θάνατος σε σφιχτή αγκαλιά, η μαυρίλα με τη θαλερή φωτιά, γεννά την εντύπωση ότι η ζωή δεν τελειώνει.
Γιατί εκεί, στης απελπισίας το κορύφωμα, η χθεσινή φωτιά μοιάζει με λίπασμα της αυριανής δημιουργίας. Γιατί, ενώ σε ένα έργο είναι κυρίαρχο το μαύρο, άπειρες μικρές φλογίτσες, σαν τις φλόγες των κεριών της ανάστασης, ανυψώνονται, σαν να λένε πως δεν τελειώνει έτσι ο κόσμος και σαν να υπόσχονται πως όλα θα ξαναγίνουν, αφού η φλόγα υπάρχει. Η ίδια η φωτιά θα ξαναγίνει πηγή ζωής. Μέσα από αυτή τη συμφορά θα ανατείλει και πάλι ο κόσμος. Σαν η καλλιτέχνις να θυμάμαι τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος στο ποίημα «Άγραφον», στα λαμπερά δόντια του ψόφιου σκύλου είδε το στοιχείο της ανάστασης του κόσμου και του ανθρώπου: «υπόσκεση μεγάλη,/αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα/ σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!». Όλα είναι εκεί παρόντα, πραγματικά και συμβολικά.
Επένθεση μνήμης, λοιπόν, ο τίτλος της έκθεσης. Μνήμη πάνω στη μνήμη, όπως και η τεχνική της ζωγραφικής, όπως το παλίμψηστο, όπως η διαφάνεια, όπου όλα έχουν γίνει και ξαναγίνονται και στη διάφανη σελίδα της μνήμης ξαναγράφονται και ξαναφαίνονται το ένα μέσα από το άλλο, παλιά και νέα μαζί σε μια ενότητα.
Τα Εγκαίνια έγιναν στις 7 Απριλίου και η Έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 8 Μαΐου. Οι φιλότεχνοι μπορούν να επισκεφτούν τον ωραίο χώρο, στην όμορφη γωνία- εσοχή της οδού Βαλαωρίτου 9α στο Κολωνάκι, σ’ αυτή την μικρή πινελιά δροσερής όασης, στο κέντρο της πολύπειρης από βιαιοπραγίες Αθήνας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]