Χλόη Κουτσουμπέλη, Το ιερό δοχείο, εκδ. Θίνες, 2015.
Η Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται στην οργή του Θεού και τον Κατακλυσμό που επέφερε για να τιμωρήσει το ανθρώπινο γένος, για την ηθική του κατάπτωση. Για να μην καταστραφεί ολοκληρωτικά και να εξαφανιστεί κάθε μορφή ζωής από τη γη, ο Θεός προειδοποίησε τον Νώε, ως τον μοναδικό δίκαιο και ευσεβή άνθρωπο της εποχής του, για τον επερχόμενο Κατακλυσμό και τον καθοδήγησε για την κατασκευή της Κιβωτού, στην οποία θα κλείνονταν ο ίδιος, η γυναίκα του και οι τρεις τους γιοι μαζί με τις γυναίκες τους. Μαζί τους θα έκλειναν και ένα ζευγάρι ζώων από κάθε είδος που υπήρχε στη γη. Έτσι, μετά το τέλος του Κατακλυσμού και τον αφανισμό που θα επέφερε, μέσα από αυτούς θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας καινούργιος κόσμος, απαλλαγμένος από το βάρος της αμαρτίας και της ηθικής κατάπτωσης.
Αν, όμως, ο Νώε ήταν ο μοναδικός δίκαιος και ευσεβής άνθρωπος της εποχής του, συνέβαινε το ίδιο και με τη σύζυγό του, τους γιους του και τις νύφες του; Και τι συνέβη άραγε ανάμεσά τους, όταν επί 40 ημέρες και νύχτες ήταν έγκλειστοι στην Κιβωτό, την ίδια στιγμή που όλος ο κόσμος αφανιζόταν;

Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στο έργο της Ιερό Δοχείο, μας αφηγείται ακριβώς αυτό: τη ζωή των εγκλείστων στην Κιβωτό και τις δυναμικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Κάνει, όμως, μια καθοριστικής σημασίας αλλαγή στα πρόσωπα της Κιβωτού, που επιδρά καταλυτικά σε όλους και επιταχύνει τις εξελίξεις. Αντί για την Εμζάρα, τη σύζυγο του Νώε, στην Κιβωτό βρίσκεται η Σιγκάλ. Ο Νώε, λέγοντας ότι ακολουθεί το Θεϊκό Σχέδιο, αφήνει πίσω την Εμζάρα, που δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει, και παίρνει μαζί του τη Σιγκάλ, που είναι νέα και αισθησιακή, για να του κάνει ένα παιδί στον Καινούργιο Κόσμο. Αυτό είναι το Θέλημα του Θεού, λέει, αυτή είναι η Αναγκαιότητα.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Νώε, δεν έχει πάρει μια τέτοια εντολή από τον Θεό. Επιλέγει να πάρει μαζί του τη νεαρή Σιγκάλ για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του επιθυμίες και επικαλείται το Θέλημα για να κάμψει τις όποιες αντιδράσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν τόσο από την Εμζάρα όσο, και κυρίως, από τους γιους του. Έτσι, όμως, διαπράτει Ύβριν απέναντι στον Θεό. Γιατί εγκληματεί, επικαλούμενος ότι το κάνει στο Όνομά του. Η εγκατάλειψη της Εμζάρα ισοδυναμεί με βέβαιο θάνατο, ο Νώε το γνωρίζει πολύ καλά, όπως το γνωρίζουν, παρότι το αρνούνται αρχικά, και οι υπόλοιποι. Και ο θάνατος αυτός, δεν είναι επιλογή του Θεού, αλλά του Νώε και δεν αντισταθμίζεται από τη σωτηρία της Σιγκάλ. Πρόκειται για μια ανθρωποκτονία από πρόθεση. Με συνενόχους τα παιδιά και τις νύφες τους. Η Ύβρις είναι τόσο μεγάλη, ώστε να συνιστά ουσιαστικά, ένα Δεύτερο Προπατορικό Αμάρτημα και η Ενοχή ρίχνει βαριά τη σκιά της στα πρόσωπα της Κιβωτού και τη συμπεριφορά τους.
Η Σιγκάλ έχει χάσει τη μητέρα της, μένει με τον μέθυσο πατέρα και τα αδέλφια της, οι οποίοι βασάνιζαν τη μητέρα της και βασανίζουν και την ίδια. Τη χρησιμοποιούν σεξουαλικά, με «πασπατέματα» στην πιο αθώα εκδοχή. Εύχεται να μπορέσει να φύγει από το σπίτι και στην κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται, ως από μηχανής θεός, ο Νώε, για να την πάρει μαζί του, προβάλλοντας το «Θεϊκό Σχέδιο», αλλά στην πραγματικότητα την αγοράζει από τον πατέρα της. Η Σιγκάλ εντυπωσιάζεται από την απόλυτα Αρχετυπική Πατρική φιγούρα του Νώε, νιώθει δέος και θαυμασμό για τον άνθρωπο που ο Θεός του ανάθεσε να εκτελέσει το Σχέδιό του και με χαρά και ευγνωμοσύνη τον ακολουθεί.
Αυτήν την αρχική ρόδινη ατμόσφαιρα φροντίζει η συγγραφέας να την υπονομεύει με μικρές φράσεις ενταγμένες στη ροή του κειμένου, που μας προειδοποιούν ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως φαίνονται και ότι αρχικά δεν αντικρύζουμε πρόσωπα, αλλά προσωπεία. Σταδιακά, αυτά τα προσωπεία πέφτουν και αποκαλύπτονται τα πραγματικά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από αυτά.
Η Σιγκάλ αφηγείται την ιστορία, μέσα από πέντε επιστολές που στέλλει στην Εμζάρα, επιστολές που γράφει την έβδομη ημέρα, τη δέκατη τέταρτη, την τριακοστή, την τριακοστή ένατη και ένα χρόνο μετά το τέλος του Κατακλυσμού, από το όρος Αραράτ. Όπως στον Νώε η Σιγκάλ βλέπει μια Πατρική φιγούρα, έτσι επινοεί και μια Μητρική, μην έχοντας τη μητέρα της, αλλά ούτε κάποιον άλλο για να ακουμπήσει πάνω του συναισθηματικά και ψυχικά. Γνωρίζει, παρότι προσπαθεί αρχικά να το απωθήσει, ότι η Εμζάρα είναι αδύνατο να επιβιώσει. Προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό της και να πιστέψει ότι η Εμζάρα θυσιάστηκε για την «Αναγκαιότητα» και έμεινε πίσω με τη θέλησή της, αλλά σύντομα αναγκάζεται να δει την πραγματικότητα. Η Εμζάρα αφέθηκε πίσω να πνιγεί, παρά τη θέληση και τις εκκλήσεις της για το αντίθετο. Η Σιγκάλ αισθάνεται συνένοχη σε αυτό και αυτή η ενοχή τη βαραίνει και την εμποδίζει να αντιδράσει στη συμπεριφορά του Νώε, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ο άγιος άνθρωπος, ο Εκτελεστής του Θελήματος, αλλά ένας γέρος με σεξουαλικές ορέξεις που για την ικανοποίησή τους της προκαλεί πόνο και φόβο, αδιαφορώντας εντελώς για τα δικά της συναισθήματα.
Ο Νώε, επίσης αισθάνεται ένοχος για τις πράξεις του. Έχει διαπράξει Ύβριν προς τον Θεό, άφησε τη γυναίκα του να πνιγεί, αγόρασε τη Σιγκάλ για να ικανοποιεί τις ορέξεις του. Στην αρχή, προσπαθεί να απαλύνει την ενοχή του, εξυμνώντας την Εμζάρα και τις ικανότητές της και μειώνοντας εκείνες της Σιγκάλ και των άλλων τριών γυναικών. Όμως αυτό δεν έχει αποτέλεσμα και σύντομα αρχίζει να πίνει κρασί, ολοένα και περισσότερο, να μεθά και να γίνεται πιο απαιτητικός και βίαιος απέναντι στη Σιγκάλ. Η Σιγκάλ, αναγκάζεται να κρύβεται για να αποφύγει τη σεξουαλική κακοποίηση. Και όταν η Σιγκάλ μένει έγκυος, μεθυσμένος γυμνώνεται και κάνει ανήθικες προτάσεις στην Αντατανάσσε, τη γυναίκα του Ιάφεθ, με την οποία τελικά, συνευρίσκεται σεξουαλικά.
Ο Χαμ αντιδρά έντονα όταν ο Νώε παρουσιάζει τη Σιγκάλ ως εκείνη που θα τον ακολουθήσει στην Κιβωτό αντί της Εμζάρα, αλλά ο Νώε επικαλείται το «Θέλημα» και ο Χαμ υποχωρεί. Όταν ο Νώε γυμνώνεται και κάνει ανήθικες προτάσεις στην Αντατανάσε, ο Χαμ φεύγει και δεν επιστρέφει ποτέ κοντά στους άλλους. Ο Σημ, ένα βράδυ που η γυναίκα του, η Σάντε, του λέει ότι σκέφτεται συνέχεια την Εμζάρα και πως την άφησαν πίσω να πνιγεί, της λέει να σκάσει και τη χαστουκίζει. Στο τέλος ο Σημ συζεί με τη γυναίκα του και τη γυναίκα του Χαμ που εξαφανίστηκε και οι δύο γυναίκες περιμένουν παιδί από αυτόν. Ο Ιάφεθ, όταν η Σιγκάλ τολμά να ξεστομίσει τις «λέξεις που κανείς δεν τολμάει να πει» και να τον ρωτήσει αν η Εμζάρα είναι «ασφαλής», απαντά «ας μας συγχωρήσει ο Θεός, ποτέ δεν θα ξεχάσω τις φωνές της…Πάρτε με μαζί σας. Τρέχαμε μέσα στο δάσος και οι φωνές της μας ακολουθούσαν. Μας καταριόταν, μας έβριζε και μετά μας παρακαλούσε», κλαίει και εξαφανίζεται για ώρες. Στο τέλος, μετά το γεγονός του ξεγυμνώματος του Νώε, σταματά να μιλά, ζει πέρα από τον καταυλισμό που μένουν οι υπόλοιποι και εκπαιδεύει άγρια ζώα για να γίνουν οικόσιτα.
Η Σιγκάλ, στο Αραράτ, έχει τον γιο της και προσπαθεί να εκλογικεύσει, να δει τη θετική πλευρά της ζωής. Ο Νώε, λέει, είναι τρυφερός με τον γιο του, είναι όμορφα και γαλήνια στον καταυλισμό, έχουν την ευλογία του Θεού και χτίζουν, όλοι μαζί έναν «όμορφο καινούργιο κόσμο». Αλλά, αμέσως μετά, καταρρίπτει την ψευδαίσθηση, αφηγούμενη το ξεγύμνωμα του Νώε, το κλείσιμό του στη σκηνή με την Αντατανάσσε, που «νομίζω ότι θέλει κι αυτή λίγη από την εξουσία του», το τρίγωνο του Σημ με τη γυναίκα του και τη γυναίκα του Χαμ που εξαφανίστηκε και την απόσυρση του Ιάφεθ στον δικό του κόσμο και τον κόσμο των ζώων. Και τελειώνει προσπαθώντας και πάλι να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας. «Κατά τα άλλα η ζωή είναι όμορφη.» Αλλά, η προσπάθειά της και πάλι υπονομεύεται από τα λόγια της, όσο και να προσπαθεί, η Απώθηση δεν λειτουργεί και το Ασυνείδητο κάνει την εμφάνισή του. «Ο γιος μου θηλάζει, δαγκώνει τις μικρές μου ρώγες και μου τις κομματιάζει. Και ο Νώε γελάει, ενώ το αίμα κυλάει στην κοιλιά μου. Γιατί είμαι το σκεύος του. Και έκανα τον γιο του. Καθ’ ομοίωση του πατέρα του.»
Το αίμα κυλάει στην κοιλιά της Σιγκάλ και τότε και πάντα. Ο γιος της τη σημαδεύει και μαζί της σημαδεύει και την ανθρωπότητα. Το έγκλημα, η Ύβρις, είναι πάντα εδώ, το Δεύτερο Προπατορικό Αμάρτημα έχει διαπραχθεί και δεν υπάρχει τρόπος να συγχωρεθεί, όπως δια της Βάφτισης, συγχωρείται το Πρώτο. Η ανθρωπότητα θα ζει με το έγκλημα, το αίμα, τη βία, τη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση της γυναίκας,
Και ο Νώε γελά. Μόνο, που το γέλιο του δεν ακούγεται. Το σκεπάζει ένα άλλο γέλιο, ένα γέλιο σαρκαστικό, κοροϊδευτικό και συνάμα τρομακτικό, το Γέλιο του Θεού.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]