Μνήμη Μυρτῶς Δουλῆ-Πορφύρη
Τήν ἀκούγαμε ἀπό τόν γυναικωνίτη. Τήν ἀναγνωρίσαμε μέ τό «Ἄσπιλε», καθώς ἀνέβαινε, ὁλοένα ἀνέβαινε ἡ φωνή της. Τρομάζεις ἐκεῖ πάνω στόν κακοφωτισμένο διάδρομο· σάν στοιχειωμένο παρασκήνιο. Τρομάζεις μέ τήν ἐρήμωση, τήν ἐγκατάλειψη. Τ ό τ ε πάντως, τριάντα χρόνια πρίν δηλαδή… Οἱ παμπάλαιες ψάθες στά μωσαϊκά, οἱ σκληρές, οἱ ἄβολες, οἱ ἴδιες ἐκεῖνες καρέκλες τοῦ κατηχητικοῦ, οἱ μετακατοχικές καρέκλες. Μαζί τους κάθεται πάνω στήν καρδιά ὁ μεταπόλεμος μέ μαυρισμένες ψάθες :
Ἀπ’ τόν καιρό τοῦ πάπα Πέτρου, καί πιό πίσω οἱ ἴδιες, μοῦ ψιθύρισε ἡ Ν. πού καθόταν δίπλα μου, τή στιγμή πού σκεφτόμουνα: Τί τοῦ κάναμε τοῦ τόπου μας, Θεέ μου!..
Αἴφνης ἦρθε μέ τό «Ἄσπιλε» ἡ φωνή, καί μέ τή φωνή, κάτι βράδια ὑγρά στό φορτωμένο λεωφορεῖο. Ἐμεῖς, ἴσως γυρίζαμε ἀπ’ τό γιατρό στήν Σατωβριάνδου· ἡ Μυρτώ; Ἴσως ἀπό τό Ὠδεῖο… Μέσα στό συνωστισμό ἔλαμπε τό χρυσό της κεφάλι. Τί πλεξοῦδες!
Τά μάτια της ἀπό μαλαχίτη ἤ ἀπό ἄλλο κρυσταλλικό, ἰριδωτό πέτρωμα; Μπορεῖ ἔτσι νά μοῦ φαινόταν ἐμένα; Κι ἀφοῦ στήν πραγματικότητα ἦταν τυρκουάζ, γιατί τά συνέδεα μέ τό πιό ἀσυνήθιστο πράσινο; Ἴσως γιατί τήν ἔλεγαν Μυρτώ;
Ἀπό τότε μέ τά χρώματα τῶν λέξεων, καί ὄχι μέ τά χρώματα τῶν πραγμάτων, ἄν βέβαια εἶναι ἄλλα. Ἔστω…
Στό λεωφορεῖο τότε, ὅλα τά κουρασμένα βλέμματα πάνω της· ἦταν τό καμάρι μας. Φοροῦσε καμηλό παλτό. Οἱ πλεξοῦδες στεφάνωναν τό κεφάλι της.
Τό λιγότερο πενήντα χρόνια μετά, στόν ἐνοριακό ναό: ἐκείνη ψάλλει μπροστά στήν Εἰκόνα, ἐμεῖς ἀπ’ τή σκοτεινιά τοῦ γυναικωνίτη ‒τή συλλογική μήτρα αὐτοῦ τοῦ τόπου πού ἐπιμένει νά πάλλει, παρά τίς τόσες μαχαιριές.
Νά μποροῦσα νά κρατήσω τό μυστήριο ἐκείνου τοῦ Ἀκάθιστου πού πλανήθηκε ἀνάμεσά μας.
Ἦρθε ἡ μητέρα σου, Μυρτώ (Καί ποιός δέν τήν γνώριζε στήν περιοχή…)· ἡ Ν. μοῦ ψιθύρισε πάλι:
«Τί καλή μάνα πού εἶχε!».
Ἴσως σχετίζεται μέ τό μυστήριο τῆς ἔμπνευσης. Τῆς ρίζας τῆς ἔμπνευσης, ἐννοῶ. Ποιός θά μποροῦσε νά ὑποψιαστεῖ ἤ νά φανταστεῖ πώς πίσω ἀπ’ τή Μαρούσκα στό «Ζεστό Σαμοβάρ» κρύβονται οἱ πλεξοῦδες σου καί πώς, μιλώντας γιά τό κεφάλι της, τό δικό σου κεφάλι ὑψωνόταν στή μνήμη μου;
Θά μποροῦσα νά γράψω ἕνα δοκίμιο γιά τήν Μυρτώ-Ἠχώ, ἀπ’ ἐκεῖνα πού, πιθανόν, νά ἐνέκρινε ἀκόμα καί ἡ συντροφιά Μαρκίδη, Λεοντάρη, Πορφύρη, Λυκιαρδόπουλου, Ροζάνη, ἀλλά θά προτιμήσω ν’ ἀφήσω τή σιωπή μας ἀνάμεσά μας, λίγο ἀκόμη. Ἀφοῦ θά σοῦ τό στείλω αὐτό τό σημείωμα, ἀφοῦ, ἀργά ἤ γρήγορα, θά γίνουμε συγκεκριμένοι.
Πρίν ἀναδυθοῦμε μέ τά περιοριστικά μας ἐγώ ὁ καθένας, ἄς μείνουμε λίγο μέσα σ’ αὐτή τή σιωπή τῶν προσώπων πού στή μνήμη μας θάλλουν, ἄς κρατηθοῦμε στή σκοτεινιά τοῦ γυναικωνίτη, ἀφανέρωτοι, ἀκόμη, ἐμεῖς.
Μυρτώ, ὅλοι, ἐνορίτες καί ἄλλοι ἀναγαλλιάζαμε μέ τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο τῆς Φωνῆς σου, χτές, προχτές, σ’ ἐκείνους τούς Χαιρετισμούς, στούς ἄλλους. Ὑπῆρχε ὡστόσο ἕνας λυγμός ἀγωνίας τήν τελευταία φορά. Σάν νά βιαζόσουνα, ἐνῶ ἐμεῖς θέλαμε νά κρατήσει, νά κρατήσει…
Σέ ποιό καλύβι ἀγνώριστο, σέ ποιά καρδιά θλιμμένη
νά πέρασες τή νύχτα σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιό μαραμένο λούλουδο ἡ χάρη Σου, Κυρούλα
κρυφά-κρυφά ν᾿ ἀνάστησε, σάν τ᾿ οὐρανοῦ δροσούλα;*
Ἡ Φανερωμένη (ἐκτός ἀπό τόσες θνητές τῆς ὄπερας πού τραγούδησες, τόσες ἡρωίδες πού ἐνσάρκωσες), ὁπού στεκόσουν μπροστά στήν Εἰκόνα της καί τήν ὑμνοῦσες πρόσωπο μέ πρόσωπο ὡσάν νά ἤσασταν μόνες οἱ δυό σας, νά σ’ ἔχει μέσα στήν ἀγκάλη της· ἀχρονολόγητη Μυρσίνη.
6.5.2015: Ἀντιγράφω ἀπό παλιό ἡμερολόγιο· χειρόγραφο, δίχως ἡμερομηνία.
[Πρώτη δημοσίευση στό ἠλεκτρονικό Φρέαρ. Οἱ στίχοι (*) εἶναι τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη.]