frear

Μια ποιητική ομοβροντία των εκδόσεων Gutenberg – γράφει ο Στάθης Κομνηνός

Edgar Allan Poe ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ / ΤΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ
ΙΔΕΑ ΒΙΛΑΡΙΝΙΟ: ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ
ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ: ΗΛΙΟΠΕΤΡΑ

Η συγκεντρωτική αυτή βιβλιοκρισία δεν γίνεται τυχαία. Η παρούσα ομαδοποίηση τεσσάρων έξοχων ποιητικών επιλογών των εκδόσεων Gutenberg είναι σκόπιμη. Με βάζει στον πειρασμό να υπαινιχθώ συγκρίσεις, αποτιμήσεις, συνειδητοποιήσεις και πολλά άλλα, τα οποία μοιραία διαφεύγουν των τυπικών βιβλιοκριτικών, είναι ωστόσο αναγκαιότατο να γίνονται, (να υποβάλλονται από τον κριτικό να γίνουν…), από τον αναγνώστη αυτών των κριτικών, έστω και υποσυνείδητα. Φυσικά, το ευκταίο και αναγκαίο είναι να προμηθευθεί ο τελευταίος τα βιβλία και να μορφώσει κριτική/παραβολική αναγνωστική συνείδηση. Συνείδηση που θα του επιτρέπει ευρύτερες θεάσεις, θα του ανοίξει το δρόμο να βλέπει όλο το δάσος και όχι απομονωμένα δέντρα ή κλαριά. Μπροστά μας λοιπόν, έχουμε τέσσερα κείμενα της αμερικανικής ηπείρου. Δύο από τη βόρεια Αμερική, τα οποία είναι και παλαιότερα και παρουσιάζουν ένα παλαιότερο είδος γραφής. Και δύο άλλα που προέρχονται από τη λατινική Αμερική και είναι σύγχρονα ή σχεδόν σύγχρονα, με άλλο είδος γραφής και, ενδεχομένως, άλλες αισθητικές στοχεύσεις. Η στοχευμένη ομαδοποίησή τους αποτελεί μέρος της παρούσας κριτικής. Ωθεί σε σκέψη των κατηγοριών παλιού-νέου, βορειοαμερικανικού-λατινοαμερικανού τρόπου θέασης κλπ. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, δημιουργούνται διαθέσεις συγκρίσεων και αποτιμήσεων, καλλιεργείται αναγνωστικό αισθητήριο, και κυρίως αναπτύσσεται στον αναγνώστη η κριτική και… συνθετική διάθεση. Η καρέκλα του κριτικού πρέπει συχνά να τρίζει, να μένει ενίοτε κενή και οπωσδήποτε να μην έχει πάνω της κανένα διάκοσμο. Αυτή είναι και η επιτυχία του άλλωστε. Αυτό προκύπτει όταν υπάρχουν τέτοιου τύπου αναγνώστες σαν εκείνον που μόλις σκιαγράφησα.

12822258_1081634618555600_1339214561_nΗ παράδοση της πρόσληψης του έργου του Edgar Allan Poe στη χώρα μας, που άνοιξε εδώ και 120 χρόνια περίπου με τις (εν πολλοίς ανεπιτυχείς τελικά κρίνω) μεταφράσεις Ουράνη (και όχι μόνον), συνεχίζεται με την έξοχη δίτομη έκδοση των νεανικών ποιημάτων και των ανάλεκτων του αμερικανού ποιητή από τις εξαιρετικά φροντισμένες και ποιοτικές εκδόσεις Gutenberg, οι οποίες αγωνίζονται, μεταξύ άλλων, τον καλόν αγώνα του πολυτονικού, εμμένοντας στη γλωσσική μας μουσική και στην εικαστική, και όχι μόνον, απεικόνισή της… Εμμονή, λοιπόν, και στην αισθητική αποτύπωση της γλώσσας, ας μην το λησμονούμε αυτό. Ευτυχία: η παράδοση (πρόσληψης του έργου του Poe) συνεχίζεται ώστε να ολοκληρωθεί το Σώμα. Οι λογής σκυτάλες εμπλουτίζουν τους αγώνες και τα τελικά σώματα… Ο Poe ευτύχησε να έχει υπεραιωνόβια μεταφραστική παράδοση στον τόπο μας. Είναι από τους πλέον μεταφρασμένους ξένους λογοτέχνες στην πατρίδα μας. Φυσικά, εικάζω, στο λογοτεχνικό του πλαίσιο, ο όρος παράδοση δεν μοιάζει να ενοχλεί (…). Το προσπερνώ αυτό όμως. Ας τον ξανασκεφτούμε, όμως, ευρύτερα. Εν πάση περιπτώσει, οι Γάλλοι συμβολιστές που τον ανακάλυψαν, και μεταξύ τους ο μείζων εισαγωγέας του στην Ευρώπη -ο Μπωντλαίρ, «δάνεισαν» την ανακάλυψή τους στους Έλληνες (συμβολιστές), οι οποίοι (Έλληνες λογοτέχνες) πάντα καθυστερημένοι σε ανακαλύψεις και προσλήψεις (με ελάχιστες και ευάριθμες φωτεινές δονκιχωτικές εξαιρέσεις), μετέφρασαν κάπου 60 χρόνια μετά το θάνατο του Poe (!) κάποια ποιήματά του. Δυστυχώς, στην αφετηρία αυτή της πρόσληψης του έργου του Poe οι μεταφράσεις γίνονταν από δεύτερο, όπως λέμε, χέρι και δη από τα γαλλικά! Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι το λογοτεχνικό και συνακόλουθα το αναγνωστικό ενδιαφέρον στη χώρα μας ήταν (και εν μέρει εξακολουθεί να είναι…) εθισμένο να μην κοιτά περισκοπικά και ελεύθερα, αλλά να προσανατολίζεται, καθηλωμένο, σε μονοπώλια. Εκείνη την εποχή στο γαλλικό μονοπώλιο. Μετά στο αγγλοσαξονικό. Το δυστύχημα είναι πως και οι ανακαλύψεις γίνονταν (και γίνονται…) από δεύτερο και τρίτο χέρι κι αυτό κρατά πάντοτε πίσω τις χώρες που το πράττουν. Η περισκοπική εποπτεία, όπως έθιγα τις προάλλες σε μια δημοσίευσή μου στο Φρέαρ, καθώς και η καλλιέργεια μεταφραστικών και άλλων παραδόσεων, θα πρέπει πια να αποτελέσουν εθνικό εθισμό, καθώς οι επαναλήψεις μεταφραστικών δοκιμών είναι εξαιρετικά χρήσιμες για να δουλεύεται η γλώσσα, το αναγνωστικό αισθητήριο, η ευαισθησία, ο νους, αλλά, επίσης, και να γίνεται προσληπτό, με αξιώσεις και ευοίωνες προοπτικές, το πρωτότυπο έργο. Άλλωστε, είναι κακό να ακολουθείς ουραγός, καθώς όταν φτάνεις εκεί που άλλοι κάποτε άρχισαν, αυτοί δεν είναι πια εκεί και έχουν ταξιδέψει μακρύτερα, κι εσύ, απορώντας, μιλάς πια μια γλώσσα καθυστερημένη και γερασμένη πιθανόν. Όπως και να έχουν τα πράγματα, κάποιοι λογοτέχνες, για ορισμένους φανερούς αλλά και αδιόρατους λόγους, συμβαίνει να «κολλούν» με τις χώρες εισαγωγής τους. Από 14 ετών αναρωτιέμαι ποιος ο βαθύτερος λόγος που «έδεσε» ο Poe με την Ελλάδα. Δεν έχω απάντηση. Ξέρω, όμως, πως άπαξ και «έδεσε», «έδεσε» για τα καλά, γερά. Μυστήρια πράματα.

12834624_1081634755222253_965278387_nΣυχνότατα, τον τελευταίο καιρό, στις βιβλιοπαρουσιάσεις μου μπαίνω κατευθείαν στο θέμα. Σήμερα, είναι καιρός να πιάσω το θέμα από τη μορφή του, από το παρουσιαστικό του. Είναι, άλλωστε, η άλλη του όψη, η άλλη του διάσταση. Με ίσα δικαιώματα. Παράδοξο αυτό, όμως αληθινό. Η έκδοση, λοιπόν, είναι εξαιρετική, και καλαισθητική επίσης: χρονολόγιο, επίμετρο, διαφωτιστικές και χρήσιμες σημειώσεις, κοσμήματα στις σελίδες, εικονογράφηση. Την ιδέα-επιμέλεια υπογράφει ο αείμνηστος Δ. Αρμάος, τη μετάφραση ο Γ. Βαρθαλίτης και την πολύ ταιριαστή στο κείμενο εικονογράφηση ο W. Heath Robinson (καταφέρνει να δώσει μια μολυβιά Blake στις συνθέσεις του…). Η έκδοση εμπλουτίζεται ακόμη με πρόλογο του ίδιου του Poe, σημειώσεις και επιστολογραφία του, όπου παρέχονται και σημαντικότατοι στοχασμοί για την ίδια την ποίηση. Πολύ χρήσιμα φιλολογικά σχόλια και συμπληρώματα του επιμελητή σε σχόλια του ίδιου του Poe βοηθούν τον αναγνώστη. Θαυματουργικά, δεν κουράζουν ! Δεν αποσπούν, δεν ξηραίνουν ! Διευκολύνουν, ιλαρά (!), και φωτίζουν την ανάγνωση. Επίτευγμα. Όμως, αυτά είναι τα επαινετά μεν, εξωτερικά δε χαρακτηριστικά των δύο αυτών βιβλίων. Το σπουδαίο είναι άλλο: εμπρός μου, μετά από πολλά χρόνια δυστυχώς, έχω ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ μιαν έκδοση δίχως τα συνήθη εκδοτικά λαμπιόνια. Δίχως εκδοτικά πυροτεχνήματα. Αναδύεται μια (τυπογραφική) αγνότητα από το σώμα του βιβλίου που νοσταλγώ καιρό τώρα. Αγνότητα, φυσικά, δεν σημαίνει κάτι πουριτανικό ή στερημένο. Αγνότητα σημαίνει αφουγκρασμός του ίδιου του κειμένου, του όποιου κειμένου, και «στήσιμο», πάνω στη βάση που το ίδιο το κείμενο θέτει, μιας ανθρωπιάς, ενός ανθρώπινου μέτρου, μιας αποφυγής των λογής ύβρεων, των διαφημιστικών ευτελών κόλπων. Αγάπησα τη λογοτεχνία ακριβώς έτσι: δίχως λαμπιόνια. Όλη τη λογοτεχνία. Έτσι. Μάλιστα, μ’ ένα είδος χαρούμενου κι ευφρόσυνου μισοσκόταδου που ακόμη σήμερα δεν έχει ξεθωριάσει μέσα μου. Θεωρώ, άλλωστε, ότι το να γράφει κανείς σημαίνει να είναι κάπως γοητευμένος με κάτι μισοφωτισμένο (κατά ένα τρόπο). Κι ας είμαστε εδώ εμείς στην Ελλάδα. Κι ας έχουμε καταφώτεινους εθισμούς. Δεν έχει, ωστόσο, να κάνει με το φως αυτή η έννοια του μισοσκόταδου που αναφέρω. Περισσότερο είναι μια λέξη καταχρηστική. Ορισμένως ποιητική. Δεν μπορώ να εξηγήσω, όμως, περισσότερο. Η γλώσσα μου κολλά. Ας τη μεταφράσει δόκιμα και στο προσωπικό του ιδίωμα ο αναγνώστης, ο οποίος είμαι βέβαιος ότι τη γνωρίζει από προσωπική πείρα. Αυτά όλα δεν αφορούν, ωστόσο, κανέναν. Αφορούν, όμως, όλους όταν στην προσωπική καθενός γλώσσα αυτό το «μισοσκόταδο» σημαίνει αποφυγή των τυφλωτικών (εκδοτικών και άλλων) βιτρινών, που έχουν βαλθεί να παραπλανούν. Αυτό είναι υποχρέωση του αναγνώστη να το ανιχνεύει, να το εντοπίζει και να αποφασίζει σε ποιο κρεβάτι θέλει να πλαγιάσει…

Η έκδοση λοιπόν, όπως στήθηκε από τις εκδόσεις Gutenberg, ευτύχησε, κατά τη γνώμη μου, να συντελέσει στην ατμόσφαιρα που απορρέει από το ίδιο το κείμενο. Δεν είναι μικρό πράγμα. Έκδοση και κείμενο «κολλούν» αξεδιάλυτα και ευφορικά μεταξύ τους. Δημιουργείται αίσθηση και ατμόσφαιρα, υλικά που ο αναγνώστης θα κουβαλά στο εξής μαζί του για πάντα. Η αίσθηση, μάλιστα, κουβαλά το περιεχόμενο! Το άγγιγμα και η όραση των τόμων φιλοδωρούν μια θερμή χειραψία, ένα ζεστό βλέμμα, από τα οποία αναβλύζει ανθρώπινο μέτρο. Χαίρεσαι να αγγίζεις τις σελίδες. Να τις γυρνάς. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ και παραινώ: αγγίξτε, αγγίξτε, και κοιτάξτε βουλιμικά, ακατάπαυστα, όλο το σώμα του βιβλίου. Θυμηθείτε πώς πρωτομυηθήκατε στον κόσμο του βιβλίου. Στοιχηματίζω ότι το σώμα της έκδοσης αυτής θα έλθει να κολλήσει με την παρθενική αυτή αλλοτινή σας εμπειρία. Αυτό είναι όφελος για το «τώρα». Καθώς δημιουργεί κριτήριο διάκρισης (εκδοτικών) βιτρινών και δολωμάτων από μισοσκότεινες αλήθειες. Κι αν κάποιος νομίζει πως αυτό εκφεύγει σκανδαλωδώς από τις υποχρεώσεις μιας βιβλιοκρισίας, αλλά και από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των αναγνωστών, τότε ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτεί. Η βιβλιοκρισίες δεν αφορούν αποκλειστικά στα περιεχόμενα. Αφορούν και στα σώματα που τα φέρουν. Το ίδιο και οι αναγνώσεις. Πόσο μάλλον όταν κανείς συμβαίνει να είναι και Έλλην…

poe_lowΗ έκδοση δεν είναι δίγλωσση. Μολονότι είμαι από θέση (και οι θέσεις πρέπει να βρίσκουν ευκαιρία να συντρίβονται…. Η δική μου ευκαιρία ήταν αυτή ειδικά η έκδοση του Poe…) υπέρ των δίγλωσσων και παραβολικών εκδόσεων, ακόμη δεν μπορώ να αποφασίσω, ειδικά για την έκδοση αυτή, αν αυτό συνιστά έλλειψη ή όχι. Νομίζω πως η δίγλωσση εκδοχή της θα χαλούσε την αίσθηση που παραπάνω σκιαγράφησα. Κι αυτό είναι, ίσως, ένα πιο σημαντικό κριτήριο εκδόσεων από τη φιλολογική, αν θέλετε, εγκυρότητα ή τη φιλολογική συνήθεια. Πρέπει να οσμιζόμαστε το σώμα, το εκάστοτε ενδεχόμενο σώμα, πριν προχωρήσουμε σε σωματοποιήσεις περιεχομένων. Οι δύο τόμοι συνεργάζονται μεταξύ τους ευφυώς. Παραπομπές γίνονται ώστε να διευκολύνεται η πρόσληψη του έργου του Αμερικανού ποιητή (βλ. π.χ. σελ. 83 [Νεανικά], όπου γίνεται παραπομπή στη σελ. 67 των Αναλέκτων, ή τη σελ. 50 που παραπέμπει, αντίστοιχα, στην 103). Η επιλογή να υπάρξει αναγνωστική θέαση στην ενότητα όλου του ποιητικού σώματος τού Poe, ξεκινώντας από τα νεανικά και φτάνοντας στα πολύ γνωστά του ποιήματα, είναι πολύ εύστοχη, καθώς μπαίνουμε σε ένα ταξίδι ανακάλυψης κατά πόσον τα νεανικά οδηγούν στον Poe των ανάλεκτων… Το ταξίδι δεν ενδιαφέρει, σημειώνω, για φιλολογικούς, κυρίως, λόγους, αλλά πρωτίστως για προσωπικούς του καθενός. Η γλώσσα του Βαρθαλίτη επιδιώκει μουσικότητα. Επιτυγχάνει να δώσει την ποιητικήν ατμόσφαιρα μιας εποχής και αντιστοιχεί, κρίνω, στα 1840 μιλώντας μιαν ελληνική που κινείται άνετα από τις αρχές του 20ού αι. μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι απαρχαιωμένη, ούτε τεχνητή. Δεν είναι μουσειακή. Οι τόνοι κινούνται πάνω στη λέξη, αποφεύγοντας μια ξύλινη και αστική ποιητική γλώσσα που τείνει, ολοένα και περισσότερο, να παγιωθεί στις μέρες μας. Η λέξη, στη μεταφραστική απόπειρα του Βαρθαλίτη, εισέρχεται με το καθημερινό, «πραγματικό» της περίβλημα. Είναι μια λέξη ρεαλιστική και κλασικιστική ταυτόχρονα. Παράδοξο, αλλά αληθινό. Τουλάχιστον, όπως εγώ την προσλαμβάνω. Έχουμε μια «πεποιημένη» ποιητική καθαρεύουσα, με χρήση, όμως, σοφά μετριασμένη και επιλεκτική, που αποφεύγει να δηλωθεί ως υπερρεαλιστική, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα. Η λέξη είναι κάπως βαριά, όπως στην καθημερινότητά της. Κι, ωστόσο, η λέξη αυτή βγάζει στο σύγχρονο ρεαλισμό από τη μια και ανοίγεται στη (συμβολιστική) μαγεία από την άλλη. Κυρίως, όμως, διατηρεί ένα φάσμα της ελληνικής που τείνει να συρρικνώνεται, στο διάβα του καιρού, ολοένα και πιο πολύ. Νομίζω, πως η γλώσσα αυτή ταιριάζει στον Poe. Είναι σαν να μας μιλά …ελληνικά, όμως στο δικό του χρόνο. Στα 1840. Προπαντός, όμως, δεν ακούς (μεταφραστικές) κατεργαριές του 2016. Κι αυτό συνιστά έπαινο. Δεν προχωρώ. Η συνέχεια αφήνεται στον αναγνώστη…

Από την εποχή του Καζαντζάκη που εισάγει τον Λόρκα στην Ελλάδα, του Καρθαίου που μεταφράζει Θερβάντες και του Γκάτσου που, αυτοδίδακτος στην ισπανική και με δισταγμό μεγάλο και δυσκολία να τη μιλήσει, μάς χαρίζει την εκπληκτική μετάφραση του Ματωμένου Γάμου, έχει γίνει αξιοσημείωτη πρόοδος της χώρας στην πρόσληψη της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Από την εποχή εκείνη, που μόλις θίξαμε, έχει πέσει πολύ νερό στο μύλο της σχέσης μας με τον ισπανόφωνο πολιτισμό. Η σχέση αυτή πια έχει παγιωθεί κι ολοένα και περισσότερο βαθαίνει και ριζώνει. Το Φρέαρ είναι ένας συνεπής διάκονος της σχέσης αυτής με πλήθος σχετικές δημοσιεύσεις, και θα το χαρακτήριζα κυψέλη, αναδιανομέα κι αναπαραγωγό της ισπανόφωνης λογοτεχνίας στη χώρα μας. Να λοιπόν κάτι, μεταξύ πολλών άλλων τέτοιων ομοειδών στο χώρο του πολιτισμού και του πνεύματος, για το οποίο υπάρχει εμφανέστατη πρόοδος στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη χώρα, εκατονταετίες τώρα…, στον χώρο της πολιτικής, λόγου χάρη. Η τελευταία παρατήρηση, όμως, ας χρησιμεύσει ως πολιτικό κριτήριο, ρεαλιστικός εντοπισμός και αποτίμηση, αλλά και τρόπος χάραξης (πολιτικής) πορείας…

Idea_Vilarino_2
Idea Vilariño

Οι εκδόσεις Gutenberg, συνεχίζοντας το μαραθώνιο διαπολιτισμικών σχέσεων και λαμβάνοντας, επάξια, τη σκυτάλη της διάδοσης της ισπανόφωνης λογοτεχνίας στη χώρα μας, εξέδωσαν δύο ακόμη βιβλία ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Ένα του γνωστού, εδώ και περίπου 55 χρόνια στη χώρα μας, Οκτάβιο Πας και το άλλο της ακόμη άγνωστης, εν πολλοίς, Ιδέα Βιλαρίνιο. Άψογες και οι δύο αυτές εκδόσεις. Ξεκινώ με τη Βιλαρίνιο. Την επιμέλεια υπογράφει ο αείμνηστος Δημ. Αρμάος και τη δόκιμη μετάφραση η Έλενα Σταγκουράκη. Η ίδια υπογράφει την εισαγωγή, την επιλογή των ποιημάτων από τις συλλογές της ποιήτριας, και το επίμετρο, στο οποίο περιέχονται συνεντεύξεις της Βιλαρίνιο και επιστολογραφία της. Η έκδοση, επίσης, δεν φείδεται κόπου και είναι εμπλουτισμένη με χρονολόγιο, βιβλιογραφία, πρώτες δημοσιεύσεις του έργου της στα ελληνικά και χρησιμότατο κατάλογο ονομάτων. Επίσης, είναι δίγλωσση ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση στο πρωτότυπο όσων γνωρίζουν την ισπανική, αλλά και να γίνουν, παραβολικά, οι οφειλόμενες αποτιμήσεις της εργασίας της δόκιμης μεταφράστριας. Αναφορικά με αυτό, ομολογώ πως θεωρούσα σχεδόν αυτονόητο να υπάρξει για τη Βιλαρίνιο, όπως και για τον Πας, δίγλωσση έκδοση, σε αντίθεση με ό,τι ανέφερα παραπάνω για την έκδοση του Poe. Δεν αναπτύσσω εδώ τους λόγους. Ας το συλλογισθεί ο αναγνώστης. Το σπουδαίο είναι να μην υπάρχουν αξιώματα, προκαταλήψεις, θέσφατα…, αλλά τα πράγματα να κινούνται κατ’ αίσθηση και να λογαριάζουμε πολύ τις εκάστοτε παραδόσεις. Έτσι χτίζει κανείς γερές πόλεις…

Η εισαγωγή της Βιλαρίνιο στη χώρα μας είναι πολύ όψιμη. Μόλις το 2009, από την εξαιρετική πρωτοβουλία Ε. Σταγκουράκη (βλ. σελ. 381). Αυτό είναι και το έτος θανάτου της ποιήτριας. Ασφαλώς, κάλλιο αργά παρά ποτέ, αφού αποφύγαμε να έχουμε, στην περίπτωση της Ουρουγουανής ποιήτριας, ό,τι συχνά συνηθίζουμε να έχουμε οι Έλληνες: έναρξη μιας χ λογοτεχνικής (και άλλης…) γνωριμίας 30, 40, ή και 50 χρόνια μετά από την πλήρη κατάθεση του λογοτεχνικού έργου κάποιου… Όμως, δεν θα πάψω να δυσφορώ για τον εθισμό της χώρας μας στην αργοπορία και την καθυστέρηση. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν βαρύνει τους εκάστοτε μεταφραστές και δημιουργούς, αλλά αντιθέτως βαρύνει κάποιους θεσμούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς. Είναι προτιμητέα η συμπόρευση με τα γεγονότα, όταν αυτά γίνονται και δημιουργούνται, ή έστω λίγο αμέσως μετά. Η χώρα μας θα πρέπει να συνηθίσει, όπως και άλλες δυτικές χώρες έχουν συνηθίσει στον εθισμό της σχεδόν ταυτοχρονίας, να έχει και να γεύεται ζεστά (πολιτισμικά και όχι μόνον…) καρβέλια και όχι «μπαγιάτικα» και πολυκαιρισμένα. Η συμπόρευση με τα (αληθινά και όχι ευπώλητα) γεγονότα σημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, συγχρονισμό μαζί τους, άρα και πιθανότατες πολιτιστικές αντιδόσεις, μίξεις, γόνιμο διάλογο. Οι έγκαιρες προσλήψεις και οι σοφές αφομοιώσεις πλουτίζουν πάντοτε το εγχώριο πολιτισμικό προϊόν και το καθιστούν από τη μια (συν)ομιλητικό και από την άλλη ανταγωνιστικό. Με βάση αυτό, πιθανολογώ, με βεβαιότητα σχεδόν, πως κανείς δεν θα είναι σε θέση να προμαντεύει τις εκπλήξεις που θα πυροδοτεί ο συγχρονισμός μας με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και αυτό είναι ευλογία. Που, φυσικά, δεν υπάρχει από μόνη της, αλλά έχει ανάγκη θεσμίσεως μέσα στην κοινωνία. Αφού για να προσλάβεις ιαπωνική λογοτεχνία, λόγου χάρη, πρέπει να έχεις μιαν, τουλάχιστον, έδρα απωανατολικών σπουδών και άξιους μεταφραστές, γνώστες του πολιτισμικού περιβάλλοντος εντός του οποίου γεννιούνται τα έργα.

VILARINO_COVER_BROSTAΗ γλώσσα της Βιλαρίνιο δεν είναι δύσκολη γλώσσα. Δεν είναι δυσμετάφραστη και απαγορευτική. Ούτε αποκαρδιωτική στη μεταφορά της σε άλλο γλωσσικό ιδίωμα. Αυτό οφείλεται, νομίζω, στο γεγονός ότι η ποιήτρια σπάνια μπαίνει στη διαδικασία να ανασυνθέσει το υπάρχουν γλωσσικό υλικό της εν όψει μιας μορφοποίησης της λογής ποιητικής της συλλήψεως. Κρίνω πως ο κόσμος της, που κινείται ως επί το πλείστον στην ατομική της σφαίρα (θέλω να πω ότι δεν είναι οραματικός…), συντίθεται με απλές ψηφίδες αμεσότητας. Αναγνωρίζω πως τα λίγα αυτά λόγια αποτελούν μιαν ασύγγνωστη και σχηματικότατη έκθεση της ποίησης της Βιλαρίνιο. Το πράττω, όμως, σκόπιμα, και δεν σχολιάζω εδώ περαιτέρω το ποιητικό της ιδίωμα, καθώς θεωρώ πως έχει αποκλειστικό καθήκον να το γνωρίσει ο αναγνώστης μόνος του και για τον εαυτό του. Όταν πρωτοσυστήνεται ένα σώμα είναι, τουλάχιστον, ανοησία να παρεμβαίνει ο κριτικός και να αναλύει. Προέχει, ΠΑΝΤΑ, η χαρά της γνωριμίας. Κι αυτή είναι αδιαμεσολάβητη. Στις «νουμηνίες» ο ελάχιστα, έστω, εχέφρων κριτικός μένει ακίνητος. Μουγγός. Η επισήμανση και μόνο του πρωτογεννήματος είναι από μόνη της επαρκής κριτική….

Η ελληνική απόδοση, τώρα, σεβάστηκε όλα αυτά που προείπα και στοιχήθηκε μαζί τους. Όμως, δημιουργικά και με ποιητική, ασφαλώς, αίσθηση. Εννοώ, σαφώς, την αμεσότητα της γλώσσας της Βιλαρίνιο, καθώς και του συνοδευτικού σ’ αυτήν ατομοκεντρικού της αισθήματος. Η έννοια «ατομοκεντρικό» δεν είναι επ’ ουδενί μειωτική. Η Σταγκουράκη γίνεται τολμηρή, όπου αποφασίζει πως κάτι τέτοιο επιβάλλεται από τα ίδια τα πράγματα. Η τόλμη, άλλωστε, είναι μια ιδιότητα που θα πρέπει να έχει κάποιος που μεταφράζει ποίηση. Φυσικά, την τόλμη την αποκτά κανείς, συνήθως, γράφοντας κι ο ίδιος ποίηση… Οι γόνιμες μεταφράσεις, καλώς ή κακώς, είναι συνήθως πάντα τολμηρές. Δίχως, όμως, να απολυτοποιούν την τόλμη και την ανασύνθεση, αφού από το μέτρο, την ακροβασία δηλαδή, γεννιέται η ομορφιά. Η δικαίωση ή όχι αυτής της τόλμης αφορά στον καθένα μας ξεχωριστά να την αποτιμήσει και δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κριτικού να αποφανθεί, αν φυσικά δεν επιθυμεί να μεταβληθεί σε αξιογέλαστο σατραπίσκο των αναγνωστικών προσλήψεων. Ο κριτικός μπορεί να την επισημάνει μεν, όχι όμως να την αξιολογήσει. Κι αν το πράξει, αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο στη δική του προτίμηση. Έτσι λοιπόν, η μεταφράστρια δεν διστάζει, ενίοτε, να αναδιατάξει στίχους, όταν αυτό της φαίνεται προσφορότερο για τη μεταφορά της αίσθησης που δίνει το πρωτότυπο, στην ελληνική πια εκδοχή του. Ουσιαστικοποιεί ρήματα (βλ. π.χ. σελ. 152 callar, callarse), αφού μ’ αυτόν τον τρόπο (και απολύτως δικαιωματικά…) βιώνει η μεταφράστρια το ποίημα στη γλώσσα υποδοχής του. Άλλοτε, προσφέρει έναν πιο χρωματισμένο τόνο (βλ. σελ. 142 lentamente), που αποδίδει ακριβέστερα την αναδυόμενη αίσθηση από το ισπανικό. Και γιατί όχι, συνομιλώντας επί ίσοις όροις μαζί του και… συμπληρώνοντάς το, κατά την ελληνική του αίσθηση. Κάποτε άλλοτε συμπληρώνει έναν στίχο ή επιχειρεί μιαν επανάληψη που ηχητικά, και όχι μόνον, εκμαιεύει αποτελεσματικά μέρος της ατμόσφαιρας του πρωτοτύπου, και ούτω καθεξής (βλ. π.χ. σελ. 239, 259, 265). Όλα, εν τούτοις, γίνονται με πηγή την αισθαντικότητα μιας ομοτέχνου της Βιλαρίνιο, πράγμα που συνιστά σχεδόν εχέγγυο μεταφραστικής (και όχι μόνον…) εγκυρότητας.

Δεν υπέκυψα στον πειρασμό να απομονώσω στίχους που θεωρώ ότι φέρουν τον βαθύτερο πυρήνα της ποιητικής φωνής της Βιλαρίνιο. Θέλω να τους επισημάνει μόνος του ο αναγνώστης. Ωστόσο, υπέκυψα στον ίδιο πειρασμό σχετικά με την περίπτωση Οκτάβιο Πας, όπως θα διαπιστώσει παρακάτω ο αναγνώστης. Αυτή η αντινομική στάση, αυτή η ανισορροπία, δείχνει ίσως ένα μέτρο συνάντησης με τα πράγματα. Πάντως, δεν μυρίζει στατικότητα και μονολιθικότητα. Ελπίζω.

…………………………………………………………………………………………………………………………

fotoΗ Ηλιόπετρα του Πας είχε την τύχη να δει μια παράδοση μεταφραστικών της προσλήψεων από το 1962 και δώθε, σχεδόν σύγκαιρα με την κυκλοφορία του ισπανικού πρωτοτύπου, πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Έχει, ως εκ τούτου, παρελθόν στη χώρα μας. Αυτή είναι η τέταρτη απόπειρα μεταφοράς της στη γλώσσα μας. Έχω σημειώσει και αλλού πόσο θετικό είναι αυτό για την εγχώρια λογοτεχνία. Δεν επεκτείνομαι. Η έκδοση της Ηλιόπετρας είναι κι αυτή μια άκρως καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Gutenberg. Είναι δίγλωσση, και εμπλουτίζεται από το ποίημα “Κώστας” του Πας, που είναι αφιερωμένο στον Κώστα Παπαϊωάννου. Την εισαγωγή, τη μετάφραση και το επίμετρο υπογράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης, στο οποίο μπορεί να βρει ο αναγνώστης αποσπάσματα μιας εξαιρετικής μελέτης του Π. Ζιμφερρέρ για τον ποιητή. Υπάρχει χρονολόγιο βίου και έργου του Πας, καθώς και η σχετική με τον ποιητή ελληνική βιβλιογραφία. Επίσης, υπάρχουν χρησιμότατες σημειώσεις που θα ωφελήσουν πολύ τον ανεξοικείωτο, με θέματα που αφορούν στην περίπτωση Πας, αναγνώστη. Εκδοτική πληρότητα λοιπόν. Η Ηλιόπετρα είναι το έργο που χαρίζει το Νομπέλ και την παγκόσμια αναγνώριση στον Πας και κάνει τον Κορτάσαρ να πει ότι είναι «το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας» (βλ. σελ. 18). Η εισαγωγή του Κουτσουρέλη είναι επαρκέστατη και μυητική, πολυτρόπως θα έλεγα. Ο αναγνώστης θα ευαρεστηθεί. Δεν αναπτύσσω. Επισημαίνω, ωστόσο, με έμφαση ένα σημείο της, στο οποίο αξίζει, από εδώ, να αναφερθεί κανείς. Στη σελ. 21 γίνεται, ορθότατα, λόγος για «το αποστέγνωμα της σημερινής γλώσσας», και όχι «μόνο στην ποίηση», όπως χαρακτηριστικά λέει ο μεταφραστής. Συμφωνώ απολύτως και με όση δύναμη διαθέτω. Θα πρέπει, γενικότερα, να το προσέξουμε αυτό ιδιαιτέρως. Παρατηρώ εμφατικά πως στην επόμενη σελίδα ορθά ελέγχεται σχετικά μ’ αυτό κι ο ίδιος ο Σεφέρης. Προσυπογράφω τις παρατηρήσεις Κουτσουρέλη. Προς γνώση και συμμόρφωση όλων μας… Η αναφορά, μολαταύτα, αυτού του σημείου στην παρούσα βιβλιοκρισία έχει να κάνει, όπως εγώ κρίνω, με αυτή καθαυτή τη μεταφραστική απόπειρα Κουτσουρέλη. Ο αναγνώστης θα πρέπει να το συνεκτιμήσει αυτό, αν θέλει να σταθεί δίκαιος με τον μεταφραστή και να αποτιμήσει την προσπάθειά του.

Σχολιάζω, καθηκόντως, αν και ακροθιγώς, τη μεταφραστική πρόσληψη της Ηλιόπετρας. Αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που πρέπει πάντα να έχει κατά νου ο αναγνώστης και να το επιζητά, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, οφείλει να είναι καχύποπτος προς όλους : μεταφραστές και κριτικούς. Αφού, οφείλουμε να κρίνουμε και τους κριτικούς κατά την παραίνεση Έλιοτ, μια που ο νηφάλιος κριτικός έχει υποχρέωση να υποσκάπτει συνειδητά τον εαυτό του. Εν πάση περιπτώσει, μιλώ εδώ, φυσικά, για τον αναγνώστη που δεν έχει γνώση της ισπανικής και είναι, μοιραία, αφημένος απόλυτα στα χέρια του εκάστοτε διαμεσολαβητή των κειμένων. Αυτός ο αναγνώστης, θεωρώ, μπορεί να είναι βέβαιος ότι προσλαμβάνει αξιόπιστα τον Οκτάβιο Πας στη γλώσσα του. Αν λαθεύω, ας το αποφασίσει ο ίδιος.

13900-gde
Octavio Paz και Borges.

Ο μεταφραστής μου δίνει την αίσθηση ότι επιζητά να μείνει όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο. Η μεριμνά του είναι πρωτίστως η μεταφορά. Πολύ λιγότερο η όποια ανασύνθεση και πρωτοτυπία. Ελάχιστα, θεωρώ, η όποια ευφάνταστη και πιθανόν γόνιμη απιστία. Όταν «ανοίγεται» σε «αναδιατάξεις» στίχων κλπ, αυτό γίνεται με μετριοπάθεια και πολλή περίσκεψη. Ο Κουτσουρέλης αποστρέφεται, νομίζω, με τιμιότητα και αίσθηση διακονίας του πρωτοτύπου, την προοπτική μεταφραστικών ακροβασιών. Η διαμεσολάβησή του στοχεύει την πιστότερη απόδοση του ισπανικού κειμένου, και πολύ λιγότερο την αναδημιουργία του στην ελληνική. Επιχειρεί συνειδητά, κρίνω, να μην ακουστεί ο Κουτσουρέλης μέσα στον Πας. Ή έστω αν ακούγεται, κάποτε, να μην τον ψευτίζει. Είναι μια άλλη μεταφραστική ιδιοσυγκρασία, αισθάνομαι, από εκείνη της Σταγκουράκη, η οποία δίνει την αίσθηση μιας περισσότερο τολμηρής και αδίστακτης μεταφράστριας από τον Κουτσουρέλη. Ίσως, εκείνη να βγαίνει με περισσότερα θηράματα. Ίσως. Επ’ αυτού, άλλωστε, η σιγουριά του κριτικού λογοτεχνίας θα ήταν ένα συγκαλυμμένο νεκροταφείο. Μια περιλαμπής ανοησία. Συχνότατα, όμως, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται (ως ομοιοπαθής πολύτλας μεταφραστής…) ότι η (μεταφραστική) στάση Κουτσουρέλη συνιστά ακριβώς αυτή τούτη την αναδημιουργία, την κατεξοχήν αναδημιουργία. Μιαν αναδημιουργία του πρωτοτύπου που πιθανότατα είναι έρριζη. Ίσως.

Μολαταύτα, όταν παρουσιασθεί ανάγκη να υπάρξει μια κάποια ανασυνθετική/ευρηματική μεταφραστική λύση, καθώς ο γλωσσικός κόμπος έχει φτάσει στο χτένι και επιβάλλεται άμεσα μια προσφυής λύση, η λύση που βρίσκει ο Κουτσουρέλης είναι επιτυχημένη και με νηφαλιότητα καμωμένη. Στη μετάφρασή του έχει, επίσης, καταβληθεί προσπάθεια να κρατηθεί ένας ρυθμός και να υπάρξει ένα κάποιο μέτρο. Η μουσικότητα βρίσκεται στο πεδίο μέριμνας του μεταφραστή. Φυσικά, ακόμη και τότε και μπροστά στην όποια πιστότητα στην πρωτότυπη λέξη ή στο νόημά της, όταν τίθεται δίλημμα επιλογής, ο μεταφραστής, δίχως δεύτερη σκέψη, δεν διστάζει να τη θυσιάσει επιτόπου και δίχως πολλές τσιριμόνιες.

12833445_1083331535052575_1766268966_nΘα ήταν άσκοπο και πιθανότατα ανόητο να σχολιάσω εδώ το έργο του Πας. Τονίζω, όμως, ότι μπορεί κάποιος να προβεί σε γόνιμους παραλληλισμούς παραβάλλοντας τό, κατά δύο χρόνια νεώτερο του ελυτικού έργου «Το Άξιον εστί», έργο αυτό του Οκτάβιο Πας και να σκεφθεί πάνω στις δυο λογοτεχνίες, τα εκφραστικά τους μέσα και την αξία καθεμιάς. Επίσης, τονίζω ότι η επιλογή να εκδοθεί αυτό το έργο του Πας είναι ταιριαστή και με την παρούσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Ας προσεχθεί αυτή η πτυχή της Ηλιόπετρας. Δεν σχολιάζω, λοιπόν, και ο αναγνώστης ας γευτεί μονάχος του την ποίηση Πας, δίχως άλλες διαμεσολαβήσεις. Τον υποθέτω, άλλωστε, εξοικειωμένο με το έργο του Νομπελίστα ποιητή. Ξεχωρίζω, ολότελα ενδεικτικά και πολύ λιγότερο αξιολογικά, κάποιους στίχους της Ηλιόπετρας, ώστε ο ανεξοικείωτος με τον Πας αναγνώστης να έχει μια πρώτη γεύση της φωνής του ποιητή, όπου εγώ, σφαλερά ίσως, κρίνω πως εντοπίζεται ο βαθύς ήχος της, η ταυτότητά της :

στ. 31 η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα,
33 διάφανος μες στη διαφάνειά σου
53 περνώ απ’ τα μάτια σου σαν από κρήνη,
319 μια πράσινη σιωπή που κυματίζει
320 κι ό,τι ακουμπάμε πάντα φωσφορίζει΄
415 κι εσύ βαδίζεις πλάι μου σαν δέντρο

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη