Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ηρώων του Μεξικανού Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου είναι η σταθερή ροπή τους προς το θάνατο. O κυνηγός Χιου Γκλας, ο θρυλικός χαρακτήρας που ερμηνεύει ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, θυμίζει ιδιαίτερα τον βασανισμένο Οξυμπάλ του Χαβιέ Μπαρδέμ στο Biutiful. Και οι δυο άντρες κινούνται στο όριο της κοινωνίας, ο Οξυμπάλ σαν διακινητής παράνομων μεταναστών και μορφή του υποκόσμου, ο Γκλας σαν μια παράξενη φιγούρα, ακόμα και για τα δεδομένα της θρυλικής Δύσης των γουέστερν και των χιονισμένων αμερικανικών παραμεθορίων περιοχών: ένα άτομο που συγγενεύει με τους Ινδιάνους και νιώθει πιο κοντά στις αυθεντικές και κατατρεγμένες αυτές μορφές παρά στη φυλή του. Και οι δυο ήρωες έχουν ακόμα μια ιδιαίτερη σχέση με το θείο, φαίνονται να συνομιλούν με πνεύματα και αόρατες παρουσίες. Και οι δυο αντιμετωπίζουν μια φυσική απειλή θανάτου (ο Οξυμπάλ πάσχει από καρκίνο, ο Γκλας αργοπεθαίνει εγκαταλειμμένος μετά την επίθεση μιας θηλυκής αρκούδας). Αλλά η σχέση τους με το θάνατο δεν περιορίζεται στην κυριολεκτική, άμεση κατάσταση που τους κατατατρέχει. Σαν άνθρωποι εξόριστοι από την κοινωνία τους είναι συμβολικά νεκροί, φαντάσματα,ακόμα και πριν χτυπηθούν. Η ιδιαίτερη αυτή κατάστασή τους, γεννά αρχικά τη λύπη κι έπειτα τον θαυμασμό.
Η Επιστροφή του Ινιάριτου δεν είναι μια ηρωική ιστορία επιβίωσης, αλλά ένα μοναχικό ταξίδι θανάτου. Η ίδια η φύση, όπως φαίνεται στην εξαιρετική σκηνή της αρκούδας, δεν είναι ένα ειδυλλιακό σκηνικό, αλλά μια συχνά σκοτεινή δύναμη.
Το δεύτερο μέρος δυστυχώς είναι πιο άνισο, ιδιαίτερα ως προς τη στάση του απέναντι στην ιδέα της εκδίκησης. Το παραδοσιακό αμερικανικό γουέστερν φυσικά υμνεί την αυτοδικία. Το σπαγγέτι γουέστερν μέσα από τον πιο απομυθοποιητικό, αμοραλιστικό τόνο του, επίσης παίζει με την ίδια δομή. Οι δικοί του ήρωες, μάλιστα, συχνά απεικονίζονται ακόμα πιο άμεσα ως άγγελοι-τιμωροί, φιγούρες που επαναστατούν όχι μόνο ενάντια στον ανθρώπινο, αλλά ίσως και στον θείο νόμο. Η τραγικότητά τους προκύπτει ακριβώς μέσα από αυτή την παραδοχή. Η ιστορία που αφηγείται ο Ινιάριτου, εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, ακολουθεί ως αφήγηση ακριβώς την ίδια πορεία. Κι ωστόσο ο διάλογος σταθερά κηρύσσει το αντίθετο: την ανάγκη υποταγής στη μοίρα και συγχώρεσης του εχθρού ‒μία βασικά χριστιανική θεώρηση που όσο οικεία κι αν μας ηχεί, εδώ φαντάζει παράλογη: όχι μόνο δεν έχει σχέση με τον μυθολογικό κόσμο του έργου, αλλά βρίσκεται και σε πλήρη αντίθεση με τις πράξεις του πρωταγωνιστή, ειδικά στην αιματηρή κλιμάκωση.
Τέτοιες ασυνέπειες δεν θα συναντούσε κανείς σε παλιότερα, πιο προσωπικά έργα του Ινιάριτου, ούτε στο περσινό Birdman. Διαισθάνομαι ότι ενδεχομένως ο σκηνοθέτης δεν είχε αυτή τη φορά τον απόλυτο καλλιτεχνικό έλεγχο της Επιστροφής (όσο το έργο βρίσκονταν στο στάδιο της παραγωγής, είχε συνδεθεί με ονόματα πιο εμπορικών σκηνοθετών όπως ο Τζον Χιλκόουτ). Ωστόσο, παρ’ όλες αυτές τις ενστάσεις, η Επιστροφή παραμένει μια γοητευτική ταινία, λυρική και οπτικά πλούσια. Ο μεταφυσικός προβληματισμός του Ινιάριτου είναι ειλικρινής, (αν και η θρησκευτικότητα στο σινεμά του μάλλον έχει χαρακτήρα συναισθηματικής διέγερσης παρά στοχασμού), ενώ η κοινωνική βία που κατατρέχει τους πληγωμένους ήρωες του, τους Ινδιάνους και τον ΝτιΚάπριο που συμπορεύεται μαζί τους, δίνεται άμεσα και αποτελεσματικά. Και τα δυο στοιχεία, η θρησκευτικότητα και η ανάγκη και επιδίωξη της λύτρωσης μέσα απο μια βίαη έξαρση, θυμίζουν τη μεξικάνικη καταβολή του Ινιάριτου.
Εν τέλει η Επιστροφή, ακόμα κι αν δεν δικαιώνει απόλυτα τον άλλοτε πιο ικανό Ινιάριτου, εξελίσσεται σε ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον γουέστερν, είδος που τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, μέσα από τoν κινηματογράφο δημιουργών όπως οι αδελφοί Κοέν (True Grit, No country for old men), ο Κουέντιν Ταραντίνο (Django Unchained, The Hateful Eight) και ιδιαίτερα οι σπουδαίες σπαρακτικές ταινίες του Τόμι Λι Τζόουνς (The homesman, Οι τρεις ταφές του Μιλκιάδες Εστράδα) απροσδόκητα φαίνεται να αναπτύσσεται και πάλι.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]