Μα τι σημαίνει ευτυχία αν όχι η συμφωνία ενός ανθρώπου με τη ζωή που διάγει;
Αλμπέρ Καμύ1
Η έκθεση από φωτογραφίες και ντοκουμέντα που φιλοξενείται στο Ινστιτούτο Γκαίτε με τίτλο «Herta Müller: ο φαύλος κύκλος των λέξεων» (29.6-28.8) ακολουθεί τη ζωή της ρουμανογερμανίδας συγγραφέως Herta Müller –Νόμπελ Λογοτεχνίας, 2009– από την γέννησή της στο Banat της Ρουμανίας (1953) έως την ημέρα της απονομής του βραβείου Νόμπελ (2009). Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η συγγραφέας διερευνώντας τον φαύλο κύκλο των λέξεων συνδιαλέγεται δυναμικά με την έννοια της τρομοκρατίας, σε πλαίσια τόσο κοινωνικά όσο και ατομικά.
Από τα παιδικά της χρόνια, αφού πρώτα διαπιστώνει πως βλέπει το χωριό της σαν ένα κουτί μέσα στο οποίο γεννιέσαι, παντρεύεσαι και πεθαίνεις, αρχίζει να νιώθει αποστροφή για όλα εκείνα τα «αλαζονικά γυαλισμένα μηδενικά» που από θέση ισχύος σπέρνουν τον τρόμο στον απλό ανυποψίαστο άνθρωπο. Πλέον ξέρει πως ό,τι την ενοχλεί είναι ικανό και να την καθορίσει ̇ γι ̓ αυτό κάποια στιγμή αργότερα, ως ενεργός πολίτης, θα αναρωτηθεί για το πώς είναι δυνατόν να θέσει τον εαυτό της στην υπηρεσία μιας κοινωνίας η οποία της προκαλεί αηδία. Παρά το γεγονός ότι αντιλαμβάνεται πάρα πολύ καλά πως η ανοχή ελαχιστοποιείται όταν κανείς είναι βέβαιος ότι θα μπορούσε να βρεθεί ο ίδιος στη θέση του άλλου, συνειδητοποιεί σε βάθος την απόσταση που χωρίζει το σεβασμό από το φόβο. Η ίδια μέσα από τα βιβλία και τα κολάζ της, επιχειρεί αφενός να καταδείξει όσους ομιλούν ανελεύθερα με την πρόζα της κουλτούρας και υπό το πρόσχημα της ελευθερίας και, αφετέρου, δεν διστάζει να περιγράψει ορισμένες σύγχρονες «ημιδημοκρατίες» που βάζουν και βγάζουν διαρκώς τα κοσμικά τους ρούχα, έτσι που τα έχουν πια κουρελιάσει. Σε τέτοια άρρητη σιωπή που ̓ναι ζευγαρωμένη με την καταστροφή, η Herta δεν καταλαβαίνει (σκοπίμως) τίποτα, συναισθηματικά όμως διαισθάνεται τα πάντα. Όπως αυτός που αγαπά δεν εξετάζει τον έρωτα, έτσι κι αυτός που δρα δεν σκέφτεται τη δράση: αυτή είναι η συνθήκη μέσα στην οποία λειτουργεί το πολιτικό της ένστικτο. Όταν στη ζωή όλα παύουν να ισχύουν, τότε φυσικά γκρεμίζονται και οι λέξεις, κάτι που αποδέχεται πλήρως η Müller ̇ ταυτόχρονα αναγνωρίζει πως, η δυσκολία στο να βρεθεί μια χαραμάδα όπου μπορείς να αποσυρθείς για να επιζήσεις, αυξάνεται στο έπακρο. Σ ̓ αυτή την περίπτωση, αναβιώνοντας το παρελθόν νοσταλγικά, ο κάθε πάμπτωχος άνθρωπος εκστασιάζεται, κι αυτό διότι αντλεί δύναμη από την αλήθεια της αθλιότητας. Κι όχι μόνο, αφού φτάνει στο σημείο να βλέπει τον άγγελο της πείνας να είναι από την ίδια σάρκα την οποία ξεγελά. Πρόκειται για την κατάσταση όπου το αυτονόητο δεν επιστρέφει ποτέ, δεδομένου ότι σου το έχουν κλέψει ολοκληρωτικά. Με άλλα λόγια, πρόκειται για κείνη την κατάσταση της οποίας τον παλμό έχει πολύ εύστοχα περιγράψει ο Καμύ: «Υπάρχει ένας χρόνος για να ζεις κι ένας για να δίνεις μαρτυρία ότι ζεις. Μου αρκεί να ζω με όλο μου το σώμα και να μαρτυρώ με όλη μου την καρδιά»2 . Η νομπελίστρια συγγραφέας, αντίθετη σε κάθε λατρεία σήψης, αντιμετωπίζει ως αλήθεια ό,τι διαρκεί, αν και μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι αλήθειες για τις οποίες η καρδιά είναι σίγουρη. Άλλωστε, η ζωή είναι «col sol levante, col sol cadente»3 . Ίσως η Müller ενστερνίζεται πάλι τον Καμύ όταν λέει πως στο τέλος «μένουν μόνο οι φτωχοί κι ο ουρανός»4 ̇όπλο της πάντως μοναδικό είναι η τέχνη, εκείνη δηλαδή η στέγη που θα ξανασκεπάσει τους ανθρώπους, όλους μα όλους, όταν η παράνοια του πολέμου θα τους γκρεμίσει τα σπίτια.
Απέναντι στον φόβο του θανάτου, η Müller αντιδρά με πείνα για ζωή, μια πείνα για λέξεις. Μπορεί οι εμπειρίες της να εξαφανίζονται και να επανεμφανίζονται στο χαρτί, εντούτοις, ελέγχει πάντα αν όντως το μη πραγματικό επινοημένο μπορεί να φανταστεί το πραγματικό γεγονός. Με αυτό τον τρόπο καθιστά τη γραφή ικανή, έστω και εκ των υστέρων, να επινοήσει μια αλήθεια που δείχνει τι συμβαίνει μέσα και γύρω μας, όταν οι αξίες εκτροχιάζονται. Αυτό το καταφέρνει επειδή (η λογοτεχνία) μιλά με τον κάθε άνθρωπο προσωπικά και επίμονα. Δεν είναι και λίγες οι φορές που το χαρτί αποτελεί το μονόλογο της μνήμης της συγγραφέως, σα να μαρτυρά η ίδια πως η διαδικασία του γραψίματος «ορίστηκε να εκδίδει πιστοποιητικά εκκρεμούς ύπαρξης, επειδή έχει το χάρισμα να πάσχει»5 ̇πάσχοντας, λοιπόν, η συγγραφέας ξαναβρίσκει αυτήν την πατρίδα της ψυχής, όπου η συγγένεια όλου του κόσμου γίνεται αισθητή.
Οπότε, η ευτυχία ίσως μοιράζεται, η τύχη δυστυχώς όχι. Σύμφωνα με την Herta, «το ζώο της καρδιάς» μας, «ένα τόσο μεγάλο σώμα κι ένας τόσο μικρός κινητήρας», υπακούει ευλαβικά και στη σκοτεινή πλευρά του. Επομένως, ο διάβολος ενδεχομένως να βρίσκεται μέσα στον καθρέφτη του εαυτού μας. Άρα, στην Müller, όπως φαίνεται, δεν απομένει κάτι άλλο να κάνει πέρα από το να εξασκεί το «επάγγελμά» της ως άνθρωπος, αδιαφορώντας για την αιωνιότητα, ενώ παράλληλα δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει πως έχουμε ανάγκη να γεμίσουμε κι όχι να εκτονωθούμε. Παρ’ όλα αυτά, αν και όλοι μας είμαστε «ποικιλότροπα άπληστοι με μασκαρεμένα αντανακλαστικά», η όλη εκφραστικότητα που διακρίνεται τόσο στο βίο όσο και στα έργα τής Herta Müller δείχνει να συμπνέει με τη ρηξικέλευθη αντίληψη του Ρουμάνου στοχαστή E.M. Cioran, σύμφωνα με την οποία, όταν «γελάω: γεννιέται ένας κόσμος ̇ θλίβομαι: εξαφανίζεται και διαγράφεται ένας άλλος… Είναι χαμένος όποιος ζει ακόμα με την ανάμνηση των δακρύων που έχυσε: η στείρα οξυδέρκεια θα κατανικήσει την έκσταση, από την οποία γεννιόντουσαν κόσμοι»6 . Και τότε; …Τότε, όπως αφοπλιστικά ομολογεί η Müller σε κάποιους στίχους της, θα ’μαστε ένα «πρόσωπο χωρίς πρόσωπο, μέτωπο από άμμο/στην άσφαλτο βρίσκεται ξυπόλητο ένα παπούτσι»7 .
1. Γάμοι, εκδ. Καστανιώτη, σ. 84
2. Α. Καμύ, ό.π., σελ.23
3. Με τον ήλιο που ανατέλλει, με τον ήλιο που δύει
4. Α.Καμύ, ό.π., σελ.47
5. Κική Δημουλά, Έρανος Σκέψεων, Ίκαρος 2010, σελ.10
6. Στοχασμοί, εκδ.Εξάντας, σελ.190,142
7. Από το τραγούδι ‘’Pe asfalt stᾰ un pantof descula’’ του ροκ συγκροτήματος Pro Muzica, τους στίχους του οποίου έχει γράψει η Herta Müller