frear
Black Lion Wharf, Wapping 1859 James Abbott McNeill Whistler 1834-1903 Presented by Ernest Marsh 1909 http://www.tate.org.uk/art/work/N02426

Οι «Ρεμβώδους μονόλογοι» του Σταύρου Κοντού – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Σταύρος Kοντός, Ρεμβώδους Μονόλογοι. Στοχασμικοί, αισθαντικοί, ποικίλοι, Aθήνα 2014.

Ο Σταύρος Κοντός ζει ανάμεσα σε τέσσερις γυναίκες, όλες αγαπημένες: η Βασιλικούλα και η Βασιλική, εγγονή και γιαγιά, η Μαρία και η Αθανασία, θυγατέρες, σαν τις τέσσερις ορθές γωνίες στηρίζουν το οικοδόμημα του συναισθηματικού του κόσμου. Στην ευγενική, τρυφερή και στοργική παρουσία τους οφείλει τα πάντα. Και σ’ αυτές αφιερώνει το βιβλίο του, αλλά και στην πατρίδα του που είναι ο γεννήτοράς του. Το βιβλίο περιέχει όλης της ζωής του τη δημιουργία και αυτής της δημιουργίας προηγούνται τα επαινετικά σχόλια φίλων που το διάβασαν και οι δικές του προτροπές προς τον αναγνώστη. Να είναι επιεικής με τα ποιήματα της πρώτης νιότης και της ύστερης και της τωρινής. Ακολουθεί ποίημα εξομολογητικό «Πώς, τι και γιατί γράφω», όπου εκθέτει τους λόγους με χιούμορ και ύφος κωμικό. Εξηγεί επίσης και τη διαφορά μεταξύ ποιητού και στιχουργού, στιχούργημα που θα ήταν κατάλληλο για επιθεώρηση ή, τέλος πάντων, για διασκέδαση και αυτοδιακωμώδηση. Όσο για τη διευκρίνιση «Σε στυλ, σε ύφος, σε Σχολές/ αναφορές δεν κάνω./ Ανάλογα με τις στιγμές/ απ’ ένα πάω σ’ άλλο» είναι φυσικό επακόλουθο, εφόσον η ένταξη σε σχολή απαιτεί δεσμεύσεις, τις οποίες ο γράφων, ως ελεύθερο πουλί περιφρονεί και όπως ομολογεί: «ριμάρω στα απλά». Κι επειδή γράφει όταν τον «τσιγκλάει το μυαλό/ και η καρδιά του βράζει» μας λέει πως μόνο κάτω από την πίεση των συναισθημάτων και των δυνατών παρορμήσεων γράφει. Τέτοιο κέντρισμα και ερέθισμα του δίνει ο τόπος του. Τα δέκα ποιήματα της ενότητας «Αφιερώματα», εκ των οποίων τα εφτά είναι σονέτα, με τίτλους τα τοπωνύμια του νησιού. Στα ποιήματα αυτά, υπάρχουν και οι φωτογραφίες που απεικονίζουν τον περιγραφόμενο τόπο. Η Παναγιά στο Κάστρο, ο αρχαιώνυμος Βρομόλιθος, η Μερικιά στη «μαύρη σερπετή, φιδίσιου δρόμου», ο Άγιος Ισίδωρος πάνω στο βράχο του. Ο ποιητής δεν ξεχνά και τη γειτονική «αρχόντισσα νεράιδα» Κάλυμνο, νησί των σφουγγαράδων, ούτε την Τέλεντο και τον «Πελώριο αρχοντόβραχο», όπως δεν ξέχασε το ηγεμονικό Αιγαίο, το πολύπαθο, το «Αιγαίο Ελληνικό», με τη δική του λάμψη αλλά και την οδυνηρή του ιστορία . Στα ίδια νερά, από τον καιρό της δημιουργίας του κόσμου, πλέει και η Κύπρος η «θαλασσοφίλητη», όπως την αποκάλεσε ο Γιώργος Σεφέρης με τον «μεγαλομάρτυρα Λαό» της, όπως λέει ο Κοντός.

Στη δεύτερη ενότητα, με τον τίτλο «Στοχαστικά- Αισθητικά», τα ποιήματα πάνε πίσω στο χρόνο και ανασκαλεύουν τα χρόνια της εφηβείας, της πρώτης νιότης και του έρωτα. Σε μια πορεία στο χρόνο φτάνει στο σήμερα, όταν πια όλα έχουν περάσει, και τα καλά και τα άσχημα. Τα ποιήματα δείχνουν περισσότερη συμμόρφωση με τη ρίμα και βαθαίνουν σε ποιητική ουσία. Σταματώ για λίγο το ποίημα «Οδός Εδέμ» όπου τα παρηχητικά δισύλλαβα στρώνουν εικαστικό και ηχητικό χαλί στη «Νύχτα σκοτεινή!/Νύχτα κατάμαυρα ντυμένη!/ Νύχτα αλαφιασμένη! Τρομαγμένη! Παγερή!», την οποία ο ποιητής καθόλου δεν βλέπει, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος στον τάφο του Ιούλιου των Μεδίκων, σαν σιωπή και τέλος της ζωής, αλλά τη βλέπει ως χρόνο συνέλευσης όλων των κακών στον κήπο της Εδέμ. Επομένως παρών και «ο όφις ο παγκάκιστος / καγχάζοντας παρέκει». Ο «παγκάκιστος» συμφωνεί με τα κοινώς παραδεδεγμένα και καθόλου με τον Πωλ Βαλερύ που τον ήθελε «ξύπνημα της συνείδησης». Όμως στην ποίηση και τούτο και το άλλο ισχύει και έκαστος πιστός, κατά την ευαισθησία του αντιδρά στην πρόκληση. Αλλού πάλι γίνεται λόγος για τη σύγχυση που προξενεί στη λογική η χαρά «σε ήχο θρηνητικό». Το σχήμα οξύμωρο αναιρείται αν σκεφτούμε ότι ο ποιητής δείχνει να έχει καλά αφομοιώσει την ελληνική παράδοση που θέλει ακόμα και το τραγούδι της χαράς να είναι λυπητερό, όπως τα τραγούδια τα «ανατολίτικα» και «λυπητερά» του Παλαμά, διάθεση που πηγάζει από τον αρχαίο κόσμο και την τραγωδία, δείχνοντας ότι η ελληνική απαισιοδοξία έχει βαθιές ρίζες, όπως υποστηρίζει ο Τερζάκης, επειδή ο Έλληνας θα στερηθεί κάποτε το λαμπερό φως του ήλιου. Αυτό το φως όμως είναι που τον έσπρωξε κι έκανε «οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου», σύμφωνα με το στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Ο ποιητής συνεχίζει τους στοχασμούς του, παρατηρώντας την καθημερινή ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις. Σχολιάζει τη δύναμη της ποίησης και τον εαυτό του, ασκεί κριτική στη στιχουργική του, παίζει, κάνει λογοπαίγνια με το σήμερα, αύριο και χθες, σατιρίζει και αποκαθηλώνει αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί «πρόοδο», «πνευματική άνοδο», «επιτυχία», δείχνοντας τι κρύβεται πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια. Οπωσδήποτε υπάρχουν και ποιήματα ερωτικά αλλά και μια συγκινητική αναφορά στο ποίημα του Κώστα Ουράνη, «Θα πεθάνω ένα πένθιμο…», το οποίο του δίνει αφορμή να γράψει το δικό του ανάλογο σαν απάντηση στο ποίημα του Ουράνη. Ο Ουράνης περιγράφει το πότε και πώς θα πεθάνει «ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι», περιτριγυρισμένος από τη μοναξιά, τα βιβλία του, χωρίς σχεδόν κανείς να πάρει είδηση. Ο Κοντός μας δίνει, από την απόσταση του χρόνου και την ασφάλεια που του παρέχει αυτή η απόσταση, την αληθινή εικόνα της απουσίας σε ένα ωραίο σονέτο, στο οποίο αποκαθιστά τα πράγματα. Αφήνοντας στον αέρα όλες τις λεπτομέρειες της περίστασης του θανάτου- τόπο, χρόνο, πρόσωπα, τέχνη και αντιδράσεις- εστιάζει στο ουσιώδες: «Καρδιές πολλές βαφτίστηκαν στα ρείθρα της γραφής σου!/ Αυτό, μνημόσυνο, για σε, αιώνιο θα μείνει./ Δοξαστικό στο λυρισμό της θείας ποίησής σου!/ Γι’ αυτό, Ουράνη, Ποιητή, Γαλήνιος κοιμήσου…». Και εδώ, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως ο ποιητής, μόλις, ένας άλλος ομότεχνος του έστρωσε το έδαφος, πέρασε σε άλλο πεδίο συγκίνησης, όπου και η τέχνη του ανέδειξε άλλου είδους φτερά.

Η ενότητα με τον τίτλο «Σατιρικά» θα κάνει στροφή στην πολιτική, ολοκληρώνοντας τον κύκλο που άρχισε με τον αυτοσαρκασμό. Και το βιβλίο θα κλείσει, όπως άρχισε, με επαινετικά σχόλια επιφανών φίλων από την γενέτειρα Λέρο.

Το βιβλίο είναι τυπωμένο σε πολύ καλό χαρτί και κοσμείται από ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο, σαν το «πένθιμο δείλι» του Ουράνη, όπου εκείνο το δύον φως του ήλιου πάνω στη σκοτεινή θάλασσα, επιτρέπει στα δυο μικρά, σχεδόν, ιχνογραφημένα, καραβάκια να συνυποδηλώσουν την πορεία της μικρής ζωής και της ποιητικής πορείας στο αχανές της Ζωής και της Τέχνης.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: James Abbott McNeil Whistler.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη