Η Ματίνα κάθεται μόνη στην πίσω αυλή του σπιτιού της και συλλογίζεται.
Πιο κάτω, στον υπαίθριο κινηματογράφο, ο Μίλτος αγανακτεί με τον παλιόκαιρο. Πάλι δεν θα κόψει εισιτήρια.
Η ατυχία του αυτή συγκινεί την Ματίνα. Η αγανάκτησή του της ξυπνούσε ένα βαθύ συναίσθημα. Εκείνη πάντοτε αγαπούσε κάποιον. Ήταν ήσυχη, καλόψυχη, άκακη, τρυφερή. Όλοι την έλεγαν σπουργίτι.
Φανταζόταν το Μίλτο να τα βάζει με το μεγαλύτερο εχθρό του, την αδιαφορία του κοινού, κι έμενε ξάγρυπνη. Κάποια μέρα ο Μίλτος τη ζήτησε σε γάμο και στεφανώθηκαν. Με τον καιρό έφτιαξαν λίγο και τα οικονομικά τους. Νοίκιαζαν τον κινηματογράφο κατά καιρούς σε διάφορους θιάσους που ανέβαζαν επιθεωρήσεις αλλά και σε ερασιτέχνες ηθοποιούς για τις πρόβες τους, έναντι χαμηλού αντιτίμου.
Ο Μίλτος όμως συνέχιζε να αγανακτεί για τα χρέη του ακόμα κι αν δεν ήταν μεγάλα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε πήγαινε και στην Πάτρα συχνά για δουλειές. Αυτή τη φορά όμως καθυστέρησε. Μετά ήρθε το τηλεγράφημα: Ο σύζυγός σας απεβίωσε αιφνιδίως. Περιμένουμε εντολές για τα περαιτέρω.
Η κηδεία του έγινε στον Άγιο Κωνσταντίνο. Αγαπημένε μου!, φώναξε και πνίγηκε στους λυγμούς η Ματίνα. Γύρισε σπίτι και σωριάστηκε στον καναπέ. Βαρύ το πένθος της κι ατσαλάκωτο.
Από τότε πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Έμπαινε από την πλαϊνή πόρτα της οδού Μενάνδρου. Εκεί εκκλησιαζόταν και ο κύριος Βασίλης που είχε τους « Νεωτερισμούς» στην ίδια οδό, κατάστημα υποδημάτων από τα αρχαιότερα. Επιχείρηση οικογενειακή.
Την παρατηρούσε καιρό. Κάποια μέρα της πρόσφερε τη θέση του. Στο τέλος της λειτουργίας περπάτησαν μέχρι τη μονοκατοικία της Ματίνας. Είχε ήρεμη φωνή και συμπονετική. Τη χαιρέτισε έξω από τη σιδερένια πόρτα με το κρύσταλλο. Η Ματίνα έπιασε τη λαβή και χάθηκε πίσω της.
Μια ηλικιωμένη κυρία που εκκλησιαζόταν στον Άγιο Κωνσταντίνο και στο διπλανό στασίδι με τη Ματίνα, πήρε το θάρρος και της είπε για τον κύριο Βασίλη. Της είπε πόσο καλός και σταθερός άνθρωπος ήταν. Μετά από μερικές μέρες ήρθε επίσκεψη ο ίδιος ο κύριος Βασίλης στη Ματίνα. Κάθισε λίγο. Δεν είπαν πολλά μα η Ματίνα τον αγάπησε. Τόσο, που την νύχτα εκείνη δεν κοιμήθηκε. Δεν το καθυστέρησαν. Προξενιό και γάμος μαζί.
Ζούσαν καλά. Εκείνος στο κατάστημα μεσημέρι- απόγευμα κι η Ματίνα στο σπίτι με την προσμονή του. Όταν επρόκειτο να παραλάβει εμπόρευμα, εκείνη τον βοηθούσε κι έμενε ως αργά στο κατάστημα με τα υποδήματα. Το βράδυ στον ύπνο της ονειρευόταν παπούτσια. Παπούτσια που περπατούσαν στο δάπεδο και στους τοίχους κατακόρυφα, που έβγαζαν τη γλώσσα τους και μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή. Έβλεπε ζευγάρια και νούμερα να μπερδεύονται μέσα στα κουτιά κι άλλες φορές να γλιστράνε από τα ράφια, να σωριάζονται χάμω κι ύστερα να βγαίνουν από το κατάστημα και να παίρνουν τους δρόμους. Συχνά ξυπνούσε μέσα στη νύχτα και ξυπνούσε κι ο Βασίλης. Την καθησύχαζε και ξανακοιμόντουσαν.
Καλά περνάμε, έλεγε στη φίλη της από την εκκλησία και, μακάρι να ζούσαν όλοι όπως εγώ και ο Βασίλης κι ας ταξίδευε μέχρι τη Θεσσαλονίκη στους συνεταίρους του για τα δέρματα και για τις παραγγελίες.
Όταν έφευγε για τη Θεσσαλονίκη, να φέρει εμπόρευμα από τις βιοτεχνίες, έμενε μερικές μέρες. Η Ματίνα τότε ένιωθε μοναξιά και τις νύχτες έμενε ξάγρυπνη.
Κάπου-κάπου τα βράδυα ερχόταν ο Αρίστος, Αριστομένης ήταν το κανονικό του. Συνταξιούχος οδοντίατρος, φίλος, αν και πολύ μικρότερος,του μακαρίτη του πατέρα της. Χρόνια χωρισμένος, είχε και ένα γιο. Έπαιζαν κολτσίνα,να περνάει η ώρα, της έλεγε και για τη ζωή του. Σοβαρός και μετρημένος. Θυμόταν και τον πατέρα της Ματίνας και της μιλούσε συχνά για κείνον. Ακούγοντάς τον η Ματίνα συγκινιόταν. Λυπόταν και για το γιο του Αρίστου που ζούσε μακρυά από τον δικό του πατέρα. Όταν τελείωνε η αναδρομή στις αναμνήσεις, τον συνόδευε στη μαρμάρινη σκάλα και τον αποχαιρετούσε. Εκείνος έσερνε πίσω του τη βαριά σιδερένια πόρτα κι αμέσως υποχωρούσε ο εκκωφαντικός θόρυβος των αυτοκινήτων της μεγάλης λεωφόρου που είχε εισχωρήσει βίαια, με το άνοιγμά της, στο σκοτεινό διάδρομο. Όταν επέστρεφε ο Βασίλης του τα διηγόταν κι αναστέναζαν κι οι δυο για το γιο του Αρίστου και κουνούσαν το κεφάλι τους.
Κάποιο Φθινώπορο ο Βασίλης έπεσε στο κρεββάτι. Αδυναμία, ανορεξία και ανεπάρκεια είπαν οι γιατροί. Ήρθε και στέγνωσε ο άνθρωπος. Έλιωσε και πέθανε.
Αργότερα είπαν πως δηλητηριάστηκαν οι πνεύμονές του από τις αναθυμιάσεις των υγρών βαφής των δερμάτων που κατασκευάζονται τα παπούτσια… Στις βιοτεχνίες, τότε στη Θεσσαλονίκη. Έμεινε πάλι χήρα η Ματίνα.
Μόνο αφού πέρασαν έξι μήνες, έβγαλε τις πλερέζες κι άνοιξε τα παντζούρια. Έλεγαν πως μετά τους έξι μήνες πήγαινε κι ο οδοντίατρος, στην πίσω αυλή του νεοκλασικού και της διάβαζε τα νέα από την εφημερίδα.
Επαναλάμβανε κι εκείνη τα νέα, αλλά επαναλάμβανε και τις σκέψεις του οδοντίατρου. Και η γνώμη της για όλα τα ζητήματα της στοματικής αλλά και της άλλης υγιεινής ήταν ολόϊδια με τη δική του. Δεν μπορούσε να ζήσει πολύ καιρό χωρίς να αφοσιωθεί σε κάποιον και στις ιδέες του. Δεν την κατέκριναν όμως. Ο κόσμος καταλάβαινε την ανάγκη της.
Οι επισκέψεις πύκνωσαν. Ο Αρίστος έφερνε κι ένα φίλο του μαζί και διάβαζαν και οι τρεις μαζί τα νέα και μιλούσαν κι οι τρεις για την ιατρική. Μιλούσε κι η Ματίνα κι ας μην καταλάβαινε. Όταν έφευγε ο φίλος του, εκείνη αγκάλιαζε τον Αρίστο κι ήταν κι οι δυο ευτχισμένοι. Ωστόσο κι αυτή η ευτυχία δεν θα ήταν για πολύ.
Ο γιος του Αρίστου επέστρεψε. Τον είχε ανάγκη , λέει, και θα ζούσανε μαζί. Για λίγο, για πολύ, ποιος ξέρει; Μετακόμισε μακρυά ο Αρίστος. Επάνω, στην Κομοτηνή. Τώρα πια ήταν τελείως μόνη. Αδυνάτισε κι οι γραμμές της έκφρασης εξέπεμπαν θλίψη. Ήταν φανερό πως τα καλά χρόνια πέρασαν κι άρχιζε τώρα μια άλλη και άγνωστη ζωή.
Κοίταζε με απάθεια την άδεια πίσω αυλή. Το σημαντικότερο και το χειρότερο ήταν ότι η Ματίνα δεν είχε πια για τίποτε καμία γνώμη. Έβλεπε γύρω της πολλά αλλά δεν μπορούσε να σχηματίσει γνώμη για τίποτα. Με το Μίλτο και το Βασίλη κι αργότερα με τον Αρίστο, η Ματίνα μπορούσε να τα εξηγήσει όλα και να πει τη γνώμη της για ό,τι της ζητούσαν. Τώρα όμως οι σκέψεις της ήταν κενές.
Ώσπου ένα ζεστό καλοκαιρινό σούρουπο ,κάποιος χτύπησε το κουδούνι της βαριάς σιδερένιας πόρτας. Τράβηξε το σχοινί και ελευθερώθηκε ο σύρτης. Μαζί με το θόρυβο της μεγάλης λεωφόρου μπήκε κι ένας ξένος. Λεπτός ενήλικος, σοβαρός, αμήχανος και κάπως ατημέλητος. Ο γιος του Αρίστου στεκόταν στην αρχή της μαρμάρινης σκάλας. Ο πατέρας, δυστυχώς, πέθανε αιφνιδιαστικά, της λέει, και παίρνει τα χέρια της στα χέρια του. Ήθελε να σας δω, να σας γνωρίσω…
Η Ματίνα σκούπισε τα δάκρυα της χαρμολύπης από τα μαραμένα της μάγουλα και πέρασε τον επισκέπτη της στο καθιστικό. Έφτιαξε τσάϊ να ζεσταθεί η καρδούλα τους και να μαλακώσει το σφίξιμο που ένιωθαν κι οι δυο. Τον ρωτάει για το ταξίδι του, για τη δουλειά του, τη ζωή του στην Κομοτηνή και τη διαμονή του στην Αθήνα.
Μένω στο ξενοδοχείο προς το παρόν, της λέει, και ψάχνω δωμάτιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Μου είπαν για μια δουλειά εδώ, κάποιος γνωστός του πατέρα, γιατί από τη δική μου με απέλυσαν.
Έλα Χριστέ και Παναγιά, λέει η Ματίνα, εδώ, στο σπίτι μου θα μείνεις. Μήπως δεν έχει εδώ δωμάτια; Έχει και περισσεύουν. Και μη σκεφτείς για χρήματα, συμπληρώνει, κι άρχισε να κλαίει από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη.
Ω θεέ μου, θα χαρώ τόσο πολύ!, επαναλαμβάνει για άλλη μια φορά και με αυτό τον ξεπροβόδισε.
Την επόμενη μέρα έφερε μαστόρους κι έβαψαν τη στέγη κι άσπρισαν τους τοίχους. Σε λίγες μέρες μάλιστα ακούγονταν τα νέα από την εφημερίδα που τα διάβαζε η Ματίνα στην πίσω αυλή του νεοκλασικού.-
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Γραφιστικά Νίκος Σεμιτέκολο. Ο πίνακας είναι του Αμεντέο Μοντιλιάνι.]