Έτσι ολογύρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης
κι ο ελεφαντένιος ο Υμηττός κι’ αγέρινη Πεντέλη
βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ’ άλλα
Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
(Κ. Παλαμάς, Δωδεκάλογος του γύφτου)
Έτσι ακριβώς, όπως τα λέει ο ποιητής, συμβαίνουν όλα στην Ταράτσα της Άντζυς. Η Αθήνα έχει ένα στεφάνι από βουνά στο κεφάλι της. Στην Ανατολή, εκεί που βγαίνει ο ήλιος, είναι ο Υμηττός, με τα μενεξελιά του χρώματα, ο «τρελός» που έλεγαν παλαιότερα οι άνθρωποι, λόγω του βίαιου ανέμου που έκανε τις νεράιδες να ψάχνουν για τα πέπλα τους, τα σκαλωμένα στα κλαδιά των πεύκων, με βυζαντινά πετρόχτιστα μοναστήρια και τις μεγάλες μοναστηρόπορτες. Βορειότερα είναι η Πάρνηθα με τους δικούς της μύθους και την ιστορία της και το φρούριο της Φυλής από όπου ο Θρασύβουλος ξεκίνησε το 403 π. Χ. για να ανατρέψει την τυραννία των τριάκοντα τυράννων. Στην αγκαλιά του όρους, που λέει ο ποιητής, κάπου στη Βαρυμπόμπη, βρίσκεται ο τύμβος του αρχαίου ποιητή Σοφοκλή. Στην Πεντέλη, η Σπηλιά του Νταβέλη, εκτός από τον ληστή, έκρυβε και το περίφημο μάρμαρό της. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε και την πλούσια Δούκισσα που έχει εκεί και σταθμό του Μετρό και το Μέγαρό της. Λίγο πιο πάνω, πέρα από την τρέχουσα πραγματικότητα, βρίσκεται το σπήλαιο των νυμφών που πήρε το όνομά του από τους σταλαγμίτες που έχουν συστρέψει το σώμα τους έτσι, λες και σταμάτησαν απότομα οι νύμφες να χορεύουν. Με δορυφορική ματιά, κάνουμε γύρω και κοιτάμε πίσω το Ποικίλον όρος, κατάφυτο κάποτε από αμπέλια και ελιές, τώρα αδιαμαρτύρητα βλέπει να πολυώροφα κτήρια να συναγωνίζονται το μπόι του. Το Ποικίλον όρος, φυσικό ορόσημο, ανάμεσα στο λεκανοπέδιο της Αττικής και το Θριάσιο πεδίο, μόλις φτάσει στην Ιερά οδό σταματάει για να της επιτρέψει να τρέξει στην Ελευσίνα και να προλάβει τους μύστες που ένωναν τα χέρια τους πριν μπουν στο θυσιαστήριο. Στο άλλο βουνό που κλείνει τον κύκλο της Αθήνας, το Αιγάλεω, θέλω δε θέλω, σαν σε εξέδρα, βλέπω τον Ξέρξη ένθρονο στο αμφιθέατρο του βουνού να παρακολουθεί από ψηλά την παράσταση της ζωής του και την μη προσδοκώμενη «τίσιν» που προκάλεσε η «ύβρις» του. Κι όπως το ολόγιομο φεγγάρι, κάθε άλλο άστρο τ’ ουρανού σβήνει, έτσι του Ξέρξη τύφλωσε μάτια, αυτιά και νου η αλαζονεία. Στης Σαλαμίνας τα νερά, κουφός, τυφλός κι ανόητος ήταν ο ιδανικός κι ανάξιος θεατής της δικής του τραγωδίας.
Μίλησα στην αρχή για στεφάνι αλλά για πέταλο πρόκειται, αφού όλο το νότιο μέρος είναι ανοιχτό στη θάλασσα, τη γαλάζια γοργόνα. Και δεν είναι η μόνη γοργόνα που κολυμπάει στα πόδια της Αττικής, της Αθήνας, δηλαδή. Η λεωφόρος Συγγρού διασχίζει το κέντρο και τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα εκβάλλει στη θάλασσα του νότου. Η Ιερά οδός εκβάλλει στα Δυτικά, στον κάποτε πεντακαθαρότατο Σκαραμαγκά, και η Μεσογείων με τα παρακλάδια της στις θάλασσες του Ευβοϊκού, στα βορειοανατολικά. Με λίγα λόγια, ενώ η Αθήνα φαίνεται να ασφυκτιά από το τσιμέντο, τα πάρκα και οι νησίδες πράσινου είναι λίγα γενικά, όμως έχει από παντού διαφυγές. Βρίσκεται λοιπόν στο κέντρο, όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες χτισμένη πάνω σε λόφους και χαμηλά βουνά. Ο λόφος της Ακρόπολης, του Φιλοπάππου, του Λυκαβηττού, του Στρέφη, τα Τουρκοβούνια, υψώματα και υψωματάκια, όλα πευκόφυτα κάνουν την Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι. Έτσι την είδε ο Παλαμάς, ο καλύτερος Αθηναιογράφος, αλλά και για τα λίγα, έστω, και γι’ αυτό πολύτιμα, πράσινα, ας την αποκαλέσουμε και σμαραγδόπετρα ή ζαφειροσμαραγδόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Στο κέντρο του λεκανοπεδίου, οι πολυώροφες πολυκατοικίες απορρόφησαν όλα τα παλιά κτίσματα, οι παραδοσιακές αυλές χάθηκαν και οι ακάλυπτοι χώροι αυτονομημένοι απομονώθηκαν ανάμεσα σε ψηλούς και άχαρους τοίχους. Μπαλκόνια, όσα αντέχουν, προσπαθούν να δώσουν μια ανάσα και, όπου υπάρχει δυνατότητα, γίνονται κήποι στην ταράτσα. Η ταράτσα, για όποιον έχει τη δυνατότητα είναι η καλύτερη όαση στο τσιμέντο της πόλης. Λίγα σκαλιά πάνω και να ένας χώρος που υπερίπταται και, αφήνοντας πίσω του την τύρβη, βρίσκεται στον άπλετο αέρα και στο φως. Θα μου πείτε, σε μια θάλασσα από ταράτσες φυσιολογικά κυματίζουν τα μεταλλικά ιστία των τηλεοράσεων. Όμως δεν είναι πάντα έτσι και πολλές ταράτσες έχουν μετατραπεί σε κήπους κρεμαστούς, σαν αυτήν εκεί στη συνάντηση των οδών Πολυτέκνων, Λέοντος Σοφού, Μήλου και Ρήγα Φεραίου. Η ταράτσα μας, όπως και σχεδόν όλες της Αθήνας, έχει το μοναδικό προνόμιο της θέας στην Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό. Οι πολυώροφες πολυκατοικίες το επιδιώκουν αλλά δεν το καταφέρνουν πάντα να μας κρύψουν την αγέραστη ομορφιά της θαυμάσιας αιώνιας πόλης μας. Εμείς, πάντως, βλέπουμε αυτό που θέλουμε. Και η Άντζυ, επίσης, σε κατακόρυφη δόμηση, προεκτείνοντας το μπόι της, Καρυάτιδα και αυτή, έφτιαξε στην ταράτσα κήπο. Ο κήπος της δεν μπαίνει στην θάλασσα, όπως λέει ο ποιητής, τη βλέπει όμως από μακριά και μπαίνει στα σύννεφα.
– Από την ταράτσα σου, Άντζυ, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω Λυκαβηττό και Ακρόπολη, και όταν ο ήλιος ανατέλλει λάμπουν τα χρώματα της Αττικής και μενεξελιές «οι γραμμές των βουνών σαν χαραγμένες από χέρι ανθρώπου» (Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α΄ 1925, σελ. 29).
Έτσι γύρω γύρω, λοιπόν, τριγυρισμένη από τα βουνά νοιώθω πως βρίσκομαι στην αγκαλιά της Αθήνας και από τον κήπο μου ψηλά, ποιητική αδεία, στα σύννεφα βολτάρω σαν την «όμορη αστραπή» (Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, «Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης»).
Η δική μου Εδέμ, όπως και η άλλη η μεγάλη και γνωστή, είναι γεμάτη δέντρα. Λεμονιές, κορομηλιές, μουσμουλιές, στέκονται καμαρωτές σαν ασπίδες προστατευτικές από τις ακτίνες του ήλιου το καλοκαίρι, ενώ των αγγέλων τα φτερουγίσματα ή, έστω, η περιδίνιση των ανεμιστήρων κάνουν τα φύλλα να θροΐζουν μυστικά του καλοκαιριού τ’ ανάκουστα. Όσο για τα πουλιά βρίσκουν κι αυτά κλαράκι να σταθούν και να κελαηδήσουν. Στον κήπο μέσα ποτάμι δεν έχω, σας ορκίζομαι, έχω ένα σιντριβάνι να δροσίζομαι. Αν και η πάλαι ποτέ οδός Αλφειού, ήταν ποταμάκι που κατέληγε στον Κηφισό· είχε όμως την τύχη όλων των ομοειδών του. Καλύφτηκε. Η περιοχή δεν άντεχε τον γίγαντα μύθο του.
Και βέβαια η ταράτσα μου δεν φιλοδοξεί να με θρέψει μόνο με καρπούς, άσε που, φοβούμενη την έξωση από το παράδεισο, ο οποίος, άλλωστε, με δικά μου έξοδα ανθίζει και θάλλει, μηλιά δεν φύτεψα, δέντρο της γνώσεως δεν έχω. Έχω όμως γνώση από άλλα: λεβάντα, δενδρολίβανο και μαντζουράνα, κηπευτικά και μποστανικά του καλοκαιριού δηλωτικά. Εκεί ψηλά που είμαι, εύκολα επικοινωνώ με τον Όλυμπο, στέλνω σήματα καπνού και τσίκνας στους θεούς, όταν το κέφι μου καλεί παρέα εκλεκτή για ψησταριά γενναία. Η ταράτσα, βεβαίως, διαθέτει τον Βασίλη κηπουρό και αρχιοινοχόο, βασιλιά στην καρδιά μου, του οποίου έχω υπεξαιρέσει ένα πλευρό για να είμαστε ζευγάρι ταιριαστό. Βοηθούς και παραστάτες μου εκλεκτούς στον κήπο έχω τη Βάσω, τον Γιάννη και τ’ άλλα παιδιά.
Οπωσδήποτε, επειδή όπου είν’ κήπος εκεί και λουλούδια, δεν μου λείπουν οι θάμνοι και τα άνθη. Τι έχω; Καλύτερα να απαριθμήσω τι δεν έχω. Αδρομερώς ενημερώνω ότι έχω από όλα, εγχώρια και αλλοδαπά, φερμένα από αλλού και ενταγμένα θαυμαστά στο ελληνικό μας αιώνιο καλοκαίρι. Θάμνοι και μυριστικά, φούλια, φυλλόδεντρα, λουίζες, πασχαλιές, τριανταφυλλιές, γαρδένιες, ορτανσίες κι ακόμα κρίνους, σαν μόλις να αποκολλήθηκαν από τα «φρέσκα» της Κνωσού, αμαρυλλίδες, κι ο νους μου τρέχει στον κήπο της βίλας του Δροσίνη στην Κηφισιά, νάρκισσοι που κουράστηκαν να καθρεφτίζονται στα νερά της λίμνης, ντάλιες, τουλίπες, πελαργόνια, πετούνιες, γλαδιόλες και δαφνούλες, όσες γλίτωσαν απ’ του Απόλλωνα τον έρωτα και βρήκαν καταφύγιο στις γλάστρες μου και, οπωσδήποτε, βασιλικούς σγουρούς, πλατύφυλλους και δροσερούς.
Το βράδυ, «Όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου», που λέει κι ο ποιητής (Γ. Σεφέρης, «Ανδρομέδα»), σαν στρας μου μοιάζει ο γαλαξίας τ’ ουρανού και περιδέραιο βλέπω τον περιφερειακό του Καρέα στον λαιμό του Υμηττού· «Η πόλη σαν τη γόησσα φοράει τα κολιέ της», που λέει και το άσμα της Χαρούλας. Τότε απλώνω το χέρι μου και πιάνω τις χάντρες, τ’ αστέρια, ήθελα να πω. Κι αν βρέξει ακούω τις χάντρες της βροχής, δάκρυα πολύτιμου ουρανού πάνω στις τέντες. Στην κούνια ξαπλωτή φέρνω στο νου άλλες ταράτσες που μου σημάδεψαν τη μνήμη. Πάντα για κάθε τι πραγματικό υπάρχει μια «Ιδέα» κι εγώ είχα πολλές.
Η πρώτη που λειτούργησε στη μνήμη μου ήταν αυτή του Ιάκωβου Ρίζου με τον ωραίο αξιωματικό, την μια Κυρία ορθή, την άλλη στο ανάκλιντρο ξαπλωτή. Κομψές και οι δύο, σαν φιγούρες της Belle Epoque. Μία άλλη, πολύ συγγενική, είναι εκείνη στο 1900 του Μπερτολούτσι, με την Κυρία που άπλωνε προκλητικά το πόδι της στο κάθισμα του απέναντι Κυρίου, σαν εξέλιξη στο θέμα του Ρίζου. Μία άλλη είναι η ταράτσα του Εττόρε Σκόλα, όπου μια ομάδα διανοουμένων ανέλυε την υπαρξιακή, φιλοσοφικο –κοινωνικό- ερωτική κρίση της γενιάς της. Την καρδιά μου έχει κλέψει εκείνη του Μουσείου της Ακρόπολης με τον Παρθενώνα απέναντι, του οποίου η θέα και μόνο μας απολυμαίνει και μας αναβαπτίζει από την όποια βαρβαροκρατία. Μια άλλη είναι εκείνη του Μουσείου Μπενάκη, στην Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από τον Εθνικό Κήπο, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από τον Παρθενώνα, ώστε να ακούς το τραγούδι των κιόνων. Ο Γαλαξίας του Χίλτον προσφέρει άλλη μία θέα της Αθήνας πανεποπτική και σχεδόν όλες οι παρόμοια ψηλές ταράτσες της Αθήνας, οι στραμμένες στη θάλασσα και στα νησιά της, στον Πειραιά, τα καράβια και τα ταξίδια τους.
Όμορφή μου Αθήνα, ό,τι κι αν πούνε οι κακοί, ό,τι κι αν καταμαρτυρήσουν ο μύθος σου είναι μεγάλος, δεν θα τον καταργήσουν. Λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της γης κι όλα αλλάζουν. Στεφάνι σου ένα γύρω τα βουνά, φλέβες οι δρόμοι σου που τρέχουν, θάλασσες γύρω γύρω γαλανές, ελάχιστα πάρκα, ναι, αγάλματα όμως και γαζίες στην Πλάκα, το Μοναστηράκι, ο υπό και υπέργειος ηλεκτρικός σου, οι παλιές γειτονιές σου, οι ταράτσες οι θαλερές, οι κρυμμένοι κήποι της αθέατης ομορφιάς σου διαλαλητές. Σαν να τους βλέπω τους θεούς κολώνα κολώνα, να κάνουν νοήματα από τον Παρθενώνα στην ωραία και προνομιακή μου ταράτσα. Σαν άλλη Εύα και αφέντισσα του επίγειου επί ταράτσας παραδείσου μου, εγώ, Αθήνα μου σε προσκυνώ.
[Ο πίνακας είναι του Ιάκωβου Ρίζου, Αθηναϊκή βραδιά, στην Ταράτσα, 1897.]