«Για το βρέφος, τον έρωτα,
Τ΄όνειρο, την καπνοδόχο.
Αυτό είναι το γάλα,
Χωρίς αυτό θα ‘χαμε σκοτωθεί.»
Οκτάστιχα, Γ. Ρίτσος
Την ιστορία του Μοντερνάτζιο που πέθανε απ’ αγάπη λίγοι τη γνωρίζουν. Κυρίως οι θαλασσινοί που τον λογίζουν γι’ άγιό τους και τον τιμούν με προσευχές την ώρα που κατακτούν τα χρονικά. Κάθε που μιλούν γι’ αυτόν στα μάτια τους ξυπνούν κατακλυσμοί. Περισσότερο για το τέλος του που ήρθε ήσυχα σαν πρωί. Δίνουν ακόμη τ’ όνομά του στα πρωτότοκα παιδιά τους, αψηφώντας τους νόμους των ανθρώπων. Μα αν ρωτήσεις να σου πουν για την όψη του, το σχήμα του προσώπου και την ατμόσφαιρα της ζωής του γελούν και τον αναπλάθουν μ’ άλλα χαρακτηριστικά, σαν κάθε φορά οι άγγελοι να τον ζωγραφίζουν απ’ την αρχή.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του Μοντερνάτζιο που,
Τον πήγαν στον βασιλικό ιατρό. Εκείνος τον εξέτασε σχολαστικά, συναινώντας στην παρουσίασή του ενώπιον της βασίλισσας. Μικρές ιέρειες του ναού τον έπλυναν και τον έντυσαν με μύρο και λάδι. Οι γηραιότεροι θαλαμηπόλοι τον έμαθαν να υποκλίνεται και πέρασαν τρυφερά, όπως αρμόζει σ’ όσους αγαπούν τα ζώα τη λαιμουριά. Είπαν, για καλό και για κακό και έδεσαν γύρω απ΄το λαιμό του αλυσίδες. Αυτοί, οι υπηρέτες της αυλής τον έσυραν ως τα προπύλαια των ανακτόρων. Αξιωματούχοι και πρωτονοτάριοι τον εξέτασαν διεξοδικά και απεφάνθησαν και εκείνοι με τη σειρά τους, πως δεν θα ΄κανε κακό να τον δείξουν στην αυγούστα. Τον είπαν Μοντερνάτζιο και τον έμαθαν κάθε που ακούει τ’ όνομά του να γονατίζει και να σχηματίζει το σημείο του σταυρού σαν καλός χριστιανός.
Και ο Μοντερνάτζιο όλα τα υπέμενε. Και σαν την ωραία Λι που φθάνει με τη συνοδεία της μες στη σπουδή του φθινοπώρου άφηνε να φανούν τ’ ανατολικά χαρακτηριστικά του που δεν έμοιαζαν μ’ όσα ως τα σήμερα είχε κανείς δει. Η βασίλισσα επέτρεψε την ακρόαση και ο άγριος απ’ τους μυστικούς παραλλήλους έλαμψε στο μέσον της ιστορίας. Υποκλίθηκε με χάρη και οι τρόποι του πολύ την διασκέδασαν.
Και όμως μέσα του βαθιά ο Μοντερνάτζιο είχε μια απερίγραπτη λύπη, που δεν κατόρθωσε ποτέ της να μαρτυρήσει Τον καημό για τα δυο του παιδιά και την όμορφη γυναίκα από τα χωριά της Χίμαιρας που ετάφησαν στις βαθιές θάλασσες. Για τους ξεριζωμένους που σώθηκαν προτού δέσει το επιβλητικό εκείνο ιστιοφόρο. Γι’ αυτούς που τους κοιμίζουν τώρα οι ωκεανοί και για το μικρό, γραφικό νησί του που ποτέ δεν θα ξαναδεί. Η βασίλισσα που γοητευμένη ρωτούσε και άλλα για την ιστορία του Μοντερνάτζιο δεν είδε τη λύπη μες στα μάτια του, δεν άκουσε την καρδιά του που έσπασε εκεί εμπρός της.
Τ’ άλλο πρωινό ο Μοντερνάτζιο, ωραίος σαν θεός ξύπνησε μες στο μεγάλο κλουβί που στήθηκε ειδικά για την περίσταση. Γύρω του άνθρωποι της αυλής, γυμνοί και αναίσχυντοί κοιμούνταν σαν μωρά παιδιά. Σύμβουλοι, ευνούχοι, στυλίτες μοναχοί και απελπισμένοι που ζητούν μονάχα μια ακρόαση για κάποιο ζήτημα προσωπικό. Ακόμη και αυτοί οι θαλαμηπόλοι που ως αργά χθες διαφέντευαν τη ζωή του, τώρα με τις στολές τους πρόχειρα φορεμένες τίποτε δεν θύμιζαν απ΄τη χάρη της σκιάς και του κηροστάτη.
Ο Μοντερνάτζιο ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξεχύνεται στις εξοχές, κυνηγώντας απελπισμένος την ελευθερία του. Ως απόψε θα ‘χει γίνει κιόλας ιδέα, θα ‘χει χαθεί σ’ αυτόν τον ουρανό που από τίποτε δεν κρατιέται.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ηλίας Μπουργιώτης.]