Ευαγγελία Πετρουγάκη
Σχήμα Δίκαιο
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2015
Το ευχάριστο, παρήγορο, ενισχυτικό και, γενικώς, ενθαρρυντικό είναι ότι ακόμα κι αν όλα, αντιποιητικώς, σέρνονται, η ποιότητα από τη ζωή δεν χάνεται και το πιο δύσκολο είδος στο χώρο του πολιτισμού που είναι η ποίηση, βρίσκεται σε άνθηση. Όλο και συχνότερα διαβάζω ωραία ποιήματα, τα οποία έχουν την αφορμή τους στην καθημερινή ζωή και τα προβλήματά της, τις εμπειρίες και τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα, τα βιβλία και τις τέχνες, γενικώς. Βέβαια, το περιεχόμενο της ποίησης είναι πάντα το ίδιο, όμως οι ιδιοσυγκρασίες είναι διαφορετικές, το πνευματικό υπόβαθρο επίσης και το ταλέντο φέρει την προσωπική σφραγίδα του καθενός. Κι έτσι συνεχίζεται η, ξεκινημένη από τα αρχαία μας χρόνια, ποιητική τέχνη που, βρίσκοντας αξιόλογους εκπροσώπους, συνεχίζει να προσθέτει κρίκους στην μακρά αλυσίδα της.
Τέτοια επιτυχής και ενδιαφέρουσα είναι και η ποιητική φωνή της Ευαγγελίας Πετρουγάκη που φέρει τον τίτλο Σχήμα Δίκαιο. Η ποιήτρια, με τα όπλα της φιλολογίας στη φαρέτρα της, de facto, έχει τη δυνατότητα της ακριβούς χρήσης και της σωστής μεταποίησης του μύθου. Έχει δοκιμαστεί και κριθεί, άλλωστε, και με άλλη μια συλλογή, έχει δραστηριοποιηθεί σε Λέσχη Ανάγνωσης Διηγήματος και Ποίησης στο Ηράκλειο Κρήτης και συμμετέχει και στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας. Από καταγωγής, λοιπόν, είναι από καλή γενιά και οι προσπάθειές της όλες τιμούν αυτή τη γενιά.
Το Σχήμα Δίκαιο τετρακλαδίζεται στις ενότητες «Του Κύκλου τα Αειθαλή», «Ειλητάρια Δέντρων», «Carmina Circularia», και τα «Άλογα του Χρόνου». Τίτλοι που υποβάλλουν το κάτι διαφορετικό και το ενσωματώνουν, όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά και ως μορφή. Στα εφτά ποιήματα της πρώτης ενότητας, η ποιήτρια μεταπλάθει δημιουργικά τα μυθικά πρόσωπα – αυτά είναι τα αειθαλή- είτε είναι ο Αίας, είτε είναι η Αριάδνη είτε κάποιος άλλος που της προσφέρει το κατάλληλο προσωπείο για να μιλήσει για οικεία ή δημόσια κακά. Με τον τρόπο της δίνει το μέτρο σύγκρισης ή μέτρησης της προσωπικής ευαισθησίας και στο βαθμό που οι προσωπικές έγνοιες είναι κοινές, της κοινής ευαισθησίας. Η ποίηση είναι αλληλεγγύη και, όσο οι προσδοκίες της ποιήτριας συμπίπτουν με του αναγνώστη- αποδέκτη, η ποίηση προσφέρεται ως δώρο. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να εκλάβουμε την άποψη του Γιώργου Σεφέρη ότι «η αποστολή του κριτικού δεν είναι να απονέμει τη δικαιοσύνη, αλλά να ολοκληρώνει μια ορισμένη ευαισθησία» (Δοκιμές Α΄, σελ. 131).
Στα «Ανακυκλώσιμα» της ενότητας, εκείνος ο ανδριάντας που κατεβαίνει από το βάθρο του, «τόνοι ορείχαλκου και αλαζονείας», οι ιαχές του πλήθους αλλά και η μελλοντική χρήση του, συνιστά μια ειρωνική αποτίμηση της έκπτωσης του ειδώλου. Θα λέγαμε μάλιστα πως εδώ συναντάται η σκέψη της Πετρουγάκη με αυτήν του Κώστα Καρυωτάκη, όταν έγραφε τους καταλυτικούς στίχους του για το «Άγαλμα της Ελευθερίας», σχολιάζοντας την εμπορευματοποίηση των ιδεών: οι Αμερικάνοι «λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει/σήμερα το υπερούσιο μέταλλό» της. Η ιδέα έχει χαθεί και το μόνο που μετράει είναι η βαριά ύλη. Η ποιήτρια «Στην έρημο του πλήθους» έχει, επίσης, καλά αφομοιωμένο το προϋπάρχον παράδειγμα του αυτόχειρα της Πρέβεζας, ο οποίος έζησε στην «ερημία των τόπων». Κι ακόμα, ευρηματικά, πλάθει το δικό της μύθο για τον έρωτα, ας πούμε: «Ο θάνατος θριαμβευτής ως έρωτας/ στο άρμα του καλπάζει, / στην αγκαλιά κρατώντας τελεσίδικα/ πνεύμα εφηβικό χαμόγελο Αϊδωνέως» («Επιστροφή»). Οι στίχοι αναπαράγουν τον αρχαίο μύθο αλλά παραπέμπουν ευθέως στην πανέμορφη τοιχογραφία με την αναπαράσταση της αρπαγής της Κόρης από τον Πλούτωνα.
Κι έτσι με όχημα το μύθο και την εικόνα του η Τέχνη βρίσκει τον τρόπο να μεταμφιέσει το οδυνηρό γεγονός σε εικαστικό και το εικαστικό σε αλληγορία θανάτου. Η Τέχνη έχει τα «φάρμακα· νάρκης και άλγους δοκιμές» που λέει και ο Αλεξανδρινός. Μεταμφιέσεις και «ψιμύθια» λέει η Πετρουγάκη. Παραμυθητικά εξαπατήματα, που αν τα βγάλεις από τη μέση μένει γυμνό το πρόσωπο της αλήθειας: «Τι ποιήματα θνητών εξαίσια διακόσμηση θανάτου!».
Από τον αρχαίο κόσμο αναδύεται και ο Φιλοκτήτης και ο Ήφαιστος και πίσω από τον Ήφαιστο προβάλλει ο πατέρας. Ο μέγας επί γης μύθος: «Έτσι να την χτυπάς τη μοίρα σου/ σαν σίδερο στ’ αμόνι/ να τη λυγίζεις με ρυθμό/ όσο μπορείς/ … / Κι εγώ να λέω / ποιος Ήφαιστος/ αυτός είν’ ο πατέρας μου/ όπως τον έβλεπα μικρό παιδί στο σιδεράδικο/ … / Έτσι να την χτυπάς τη μοίρα σου/ σαν σίδερο στ’ αμόνι/ Να τη λυγίζεις με ρυθμό. /Όσο μπορείς// Μόνο σε δυνατή φωτιά σμιλεύεις/ μου ’λεγες το σχήμα της ψυχής σου/Ύστερα παραμέρισες τα χρόνια/ με το χέρι σου να δείξεις/ το γραμμένο/ ώσπου έγινες ολόκληρος βλέμμα/ στοργής θλιμμένο κι έσβησες/ σαν φλόγα στον αέρα/ έσβησες…» («Ιδαίος δάκτυλος»). Αυτός ο «δάκτυλος» του πατέρα, σαν εκείνο τον άλλο στην Καπέλα Σιξτίνα, δείχνει το δρόμο που η κόρη θα κατακτήσει την τέχνη της. Φύσηξε φλόγα κι έπειτα «έσβησε στον αέρα».
Είναι ο πατέρας, λοιπόν, που πήρε τη σκευή του Ήφαιστου ή ο Ήφαιστος που μετενσαρκώθηκε στη νέα μορφή του ή είναι η ίδια η ζωή που ανακυκλώνεται και σε νέα μορφή επιβιώνει, θεών τε και ανθρώπων;
Προχωρώντας στη δεύτερη ενότητα, οχτώ ποιήματα αναλαμβάνουν να μεταφέρουν το βαρύ φορτίο της άυλης μεταφυσικής σκέψης, της υπαρξιακής αγωνίας. Μια «Κιβωτός» φιλοξενεί τα «άστεγα ποιήματα», μια «σκάλα» οδηγεί στο «πουθενά του χρόνου», η φύση επαναλαμβάνει το θαύμα της «στης μεταμόρφωσης το φως / μια συναυλία πράσινων» και η ποιήτρια μετατρέπεται σε μια «άχρονη ιστορία». Τα συμπαραδηλούμενα οδηγούν στην ευδιάκριτη συνειδητοποίηση της ρευστότητας της ανθρώπινης ζωής και μετάπτωσης του είναι σε μη είναι.
Στην τρίτη ενότητα, δέκα ποιήματα, αναδύεται ακόμα περισσότερο ο στοχασμός. Ο «κύκλος» σαν σχήμα επανέρχεται, circularius και αυτός, άλλωστε. Τα συνδηλούμενα μπαλαντζάρουν. Από τη μια, μια πεταλούδα «φεύγει έρχεται/ δίπλα στις λέξεις σαν διπλή τελεία μπαίνει» (άρα κάτι αυτό σημαίνει, σαν να θέλει το εφήμερο ή το τέλος της ζωής να υποβάλει) ή είναι του «μηδ-ενός ο κύκλος» ως «σχήμα τέλειο» και «σχήμα δίκαιο», «χωρίς αρχή και τέλος» που ολοκληρώνει και την τροχιά της ζωής τελειώνει. Από την άλλη όμως, πατά γερά στον επιφανή πρόγονο, Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος προτρέπει: «Έχεις πινέλα έχεις τα χρώματα/ ζωγράφισε τον παράδεισο και μέσα μπες», αλλά και από το μύθο εκβάλει στο στίχο το παράδειγμα του Σίσυφου- «Κι αν πέφτει ο βράχος που σηκώνεις… ανέβασέ τον άλλη μια φορά». Τέλος πιστή στους προγόνους αρχαίους και σύγχρονους, με τη δική της στάση αγέρωχα, όσο και τρομαγμένη δηλώνει: «κάθε πρωί ανοίγω ένα παράθυρο/ ανατολικό στο ποίημα» ή μας προτρέπει: «Τα νύχια να τροχίζεις / πάνω σε σύρματα κλουβιού / ποιητικά». Κι εδώ, όπως και να το κάνουμε, αναγνωρίζουμε το «δάχτυλο» του πατέρα, του Καζαντζάκη, του Θεού, της Κρήτης, με όποια έννοια δάσκαλου, οδηγητή και εμπνευστή.
Στην τέταρτη ενότητα (εφτά ποιήματα πάλι· η συλλογή έκανε τον κύκλο της και διατήρησε τις ισορροπίες της), η Πετρουγάκη περισσότερο ερωτική, βαθιά ουσιαστική, ζωγραφικά περιγραφική, πετυχαίνει την απογείωση: «Ποτάμι έβαλα μικρό αειθαλές πλατάνι/ κρυμμένο τ’ αηδόνι σ’ ένα βιβλίο ανοιχτό/ και δίπλα τα γυαλιά σου/ Το σκηνικό είν’ έτοιμο κι εκείνο το τραγούδι / που έμαθε τόσο καλά να λέει/ να ξαναλέει το νερό της λύπης/ ενώ καλπάζουν άγρια γύρω μου / τα άλογα του χρόνου κι ο κύκλος βιάζεται / τόσο πολύ να κλείσει λείπεις… / εσύ λείπεις». Και αυτός που λείπει μοιάζει να καθυστερεί την ολοκλήρωση του κύκλου. Και η ενότητα κλείνει και αυτή τον κύκλο της, πετώντας και πατώντας ανάλαφρα στα συσσωρευμένα μικρά ποιήματα, κομψά και τρυφερά χαικού, μεστά από αισθήματα και ιδέες, σκέψεις και μνήμες. Σαν από δέντρο που φυλλορρόησε διαλέγω τρία φύλλα: «Των δέντρων χορός·/ μια ροδιά στα κόκκινα/ η κορυφαία», «Σκορπά ο νοτιάς / λεμονανθούς θυσία/στο εφήμερο», «Είναι και τ’ άνθη/ του κακού σ’ ένα κλαδί/ παραδεισένιο».
Το είπα ήδη από την αρχή αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να το επαναλάβω αναλυτικότερα. Η ποιήτρια έχει καλά αφομοιωμένη την παράδοση, έχει γνώση και, κυρίως, ταλέντο. Δουλεύει το στίχο της συστηματικά. Εγκιβωτίζει την παλιά ρίμα, ενσωματώνει τα μέτρα και τους ρυθμούς, αφήνοντας στην επιφάνεια του στίχου μια ευλύγιστη λέξη να καθοδηγεί σαν μαέστρος τη μουσική του ποιήματος: «με φτερωτή μικρή αναίδεια» στο κείμενό της μια πεταλούδα ψυχή «πεταρίζει». Και το παρήγορο, παρά τη θλίψη που γεννά, είναι ότι το χέρι της που «μες στην παλάμη το εφήμερο/ κρατά», σαν θεός-δημιουργός «μια παράταση του δίνει … /μέσα στης Τέχνης το παιχνίδι».
Η ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Πετρουγάκη είναι ένα ποιητικός παράδεισος που μέσα του ανθεί και θάλλει του εφήμερου το λουλούδι και το κάθε «αδέσποτο» ποίημα της, δεν «βουίζει απάνωθε» μας σαν του Καρυωτάκη αλλά μουρμουρίζει εύχυμους καρπούς, προσφορά στον αναγνώστη· να οσφραίνεται, να μαγεύεται, να γιατρεύεται.