Την Τρίτη 2 Ιουλίου ομάδα συνεργατών του Φρέατος συναντήθηκε με τον Στέλιο Ράμφο στην Πεντέλη. Με τέσσερα αυτοκίνητα και διαφορετικά σημεία συνάντησης μέσα στην πόλη, φτάσαμε στο φιλόξενο σπίτι του Ράμφου και στην αυλή του, σ’ έναν εξώστη που τον σκέπαζαν λογής αναρριχητικά φυτά και με θέα όλη την ανατολική Αττική ως τη θάλασσα, είχαμε μια απολαυστική συζήτηση με τον στοχαστή.
Ξεκινώντας από το θέμα που τον απασχολεί τελευταία για τα όνειρα των Βυζαντινών και των Νεοελλήνων, η κουβέντα στράφηκε σε ζητήματα όπως η σχέση μας με τον χρόνο, η ψυχοσύνθεση των πολιτισμών του προφορικού και του γραπτού λόγου, η κρίση, η σύγχρονη πολιτική κατάσταση και οι αλλαγές νοοτροπίας που απαιτούνται προκειμένου να αποβεί η περίοδος που διανύουμε από προβληματική κατάσταση σε δημιουργική ευκαιρία, η λογοτεχνία και το χρέος των περιοδικών σήμερα.
Μια ενδιαφέρουσα γνωριμία με τον στοχασμό του Στέλιου Ράμφου, που κράτησε πάνω από δυόμιση ώρες – είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν φύγαμε – και έδωσε αφορμές για γόνιμο προβληματισμό.
***
Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα παλαιότερο κείμενο του συνεργάτη μας Αχιλλέα Ντελλή για τον Στέλιο Ράμφο:
Κρίση, ιστολόγιο και Ράμφος
Ο καθένας ανάγει τα πρώτα ακούσματα στην παιδική ηλικία, τη νεότητα, τη φοιτητική περίοδο. Νομίζω ότι ήταν στο σεμινάριο μιας αξιόλογης καθηγήτριας (ταπεινής και χαμηλών τόνων- από τις δύο παρουσίες που με συγκίνησαν στο Καποδιστριακό, αυτής και του Παναγιώτη Φαναρά) και ποιήτριας, της Μαίρης Γιόση, όταν για πρώτη φορά άκουσα το όνομα «Ράμφος». Μας συνέστησε να διαβάσουμε το Μίμησις εναντίον μορφής ως βοηθητικό εργαλείο στην προσπάθεια να κατανοήσουμε την Ποιητική του Αριστοτέλη.
Από τότε το όνομα Ράμφος ερχόταν και επανερχόταν. Το συνάντησα κάποια στιγμή, όταν βολόδερνα από κινηματογραφική αίθουσα σε συζητήσεις και σεμινάρια. Στο πλακιώτικο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν ο Ράμφος σαν κάτι να ’λεγε για τον Πλάτωνα και τον Φαίδρο του και εγώ σαν κάτι προσπαθούσα να καταλάβω. Πρέπει να ήταν η ίδια περίπου εποχή με την αποφοίτησή μου από το χαμηλής ποιότητας και εθνικοκεντρικής σύλληψης του 19ου αιώνα Τμήμα Φιλολογίας του Καποδιστριακού, όταν διάβαζα με αγωνία κάθε Κυριακή στις Νέες Εποχές τα κείμενα των Μπακουνάκη και Πρεντέρη για τους σύγχρονους διανοούμενους της Ελλάδας (εκδόθηκε μάλιστα αυτή η συλλογή των άρθρων). Εκεί λοιπόν ο Μπακουνάκης έγραφε ότι ο Ράμφος αρνιόταν να φωτογραφηθεί. Αργότερα εξεπλάγην, απόρησα και προσπάθησα να καταλάβω τη στάση του, όταν στο Ιλαρόν Φως κατέληγε σε μια απαξίωση της σχέσης Έλληνα-κινηματογράφου. Η στάση του άλλαξε πολύ, όπως και η δική μου.
Αν είναι κάτι μέσα στην κρίση για το οποίο νιώθω ευτυχής, είναι ότι η αφήγηση του Ράμφου με βοηθά να κατανοήσω την ελληνική ταυτότητα, τις παλινωδίες της και το ιστορικό αδιέξοδο που βιώνει, ενώ η ιστορία του Παπαρηγόπουλου δεν μου λέει κάτι, είναι κενό γράμμα(1). Αν, εν ολίγοις, το ζήτημα για τον Ράμφο είναι η ανάδυση της ατομικότητας, τότε αυτό που έχουμε ως πρότυπο είναι το αγγλοσαξονικό μοντέλο της ατομικότητας με το οποίο λίγη συγγένεια έχω: επιθετικό, έξυπνο, αλλά εξυπνακίστικο, εξορθολογισμένο ως τα μπούνια και συχνά πυκνά χωρίς μεταφυσική διάσταση (2).
Δεν ξέρω (δεν έχω ψάξει – δεν είναι των άμεσων ενδιαφερόντων μου) τι θα έλεγε ο Ράμφος στον Λορεντζάτο αν βρίσκονταν σε μια φανταστική συζήτηση: ποιο μοντέλο ταιριάζει καλύτερα στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα: η μονήρης και ταπεινή στάση ως τα όρια της εκμηδένισης, που έλεγα στην προηγούμενη ανάρτηση, και της οποίας για μένα πρότυπο του διανοούμενου είναι ο Λορεντζάτος, ή η εμπλεκόμενη και ενεργητική, την οποία φαίνεται να έχει υιοθετήσει ο Ράμφος στις αρχές του 21ου αιώνα; Και τα δύο παραδείγματα (με την έννοια του Κuhn) έχουν πολλές παραλλαγές με πιο γνωστές τις δεύτερες: Ελύτης ή Θεοδωράκης, Αρκάς ή Λαζόπουλος, Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου ή Πρεντέρης κ.ο.κ. και για να πάω στο χώρο της ελληνικής κριτικής κινηματογράφου Μπλάθρας ή Δανίκας.
Αυτό το δίλημμα δεν μου δίνει επαρκείς απαντήσεις για την κρίση, τη σκοπιμότητα της ύπαρξης αυτού του ιστολογίου και τη θέση του ατόμου στη θύελλα που έρχεται ή καλύτερα για το από πού θα κρατηθεί το άτομο, όταν αυτή η θύελλα θα σαρώνει το σπιτικό του (αλλά για αυτό σε νέα ανάρτηση).
Υποσημειώσεις
1. Για περισσότερες πληροφορίες στο θέμα αυτό βλ. Δημήτρης Πλάντζος, «Κλασσικιστές χωρίς έθνος», The Athens Review of books, Σεπτέμβριος 2011, σσ. 27-30.
2. Διάβασα αυτές τις μέρες, για εκπαιδευτικούς λόγους, ένα άρθρο του Καψωμένου που μιλάει για τις αρχές του ελληνικού πολιτισμού οι οποίες πάνω κάτω περιστρέφονται γύρω από τη σχέση φύσης-κοινωνίας/πολιτισμού, ταύτιση κάλλους-αγαθού, σύνθεση (θα έλεγα, ραμφιωτικά μιλώντας, αντίθεση) ορθολογισμού-μυστικισμού, διάκριση νόμιμου-δίκαιου, υπέρβαση αντίθεσης ατόμου-κοινωνίας. Περισσότερα στο Ερατοσθένης Καψωμένος, «Λογοτεχνία, πολιτισμικές αξίες και εθνική ταυτότητα», στο Ελληνικό Σχολείο και πολιτισμός, Αθήνα: Child Services, 2001, σελ.143-148.
Πηγή εδώ