Είχαν πάντα μυστικά να μου προσφέρουν. Φωνές από άλλες εποχές. Και οι δικοί μου, ως ξεναγοί σοφοί κουνώντας το κεφάλι, μ’ έμπαζαν στα «λημέρια» τους μ’ ένα σους… στα χείλη, μου απαγόρευαν να γίνω τυμβωρύχος.
Την πρώτη γεύση πήρα, από τις κρύπτες τους, όταν τον ασβέστη τους έβαζα στη γλώσσα. Τους τοίχους τους έκτοτε φίλους έκανα. Και στο βαθύ πηγάδι της πρώτης μου αυλής, ποτέ στο σκέπαστρο δεν πάτησα. Μόν’ έκανα ποδήλατο ολόγυρα, ίσως να το μαγέψω, μην με ξεχάσει, όταν θάφτηκε κάτω από τα μπάζα. Στα χρόνια τα κατοπινά, όταν το στόμιο θα καθάριζα εντός μου ενός αρχαίου πηγαδιού, θα έσκυβα προσκυνητής να πιω ξανά νερό, γιατί «ευχαριστία» μου ήτανε.
Το παραθύρι, που κοντά του πλάγιαζα παιδί, έβλεπε άβατο στενό με σιδερένια πόρτα. Εκεί εγκατάσταινα τους φόβους μου τις νύχτες, κάποιο πεσμένο χερουβείμ, τα ένοχά μου μυστικά. Κρυφά, στη σιδερένια πόρτα-μαυσωλείο, ένα ματσάκι απόθετα, τελετουργία, στην άγνωρη στοά του νου μου.
Τα καλοκαίρια στ’ Αμπελάκια θέριευαν τα υπόγεια και οι καταπακτές στ’ αρχοντικά. Το σπίτι των προγόνων μου γινότανε καράβι. Τα υπόγεια γέμιζαν νερά και τα γερόντια, σαν ναύτες ζαλισμένοι, περιέφεραν ασκούς βαρείς τους λογισμούς τους. Τα σανίδια μου ξεχώριζαν, πού να πατώ. Και στο κρυφό δωμάτιο, που λούφαξαν μια μέρα από τους εχθρούς, δεν μ’ άφησαν ποτέ να μπω. Μόνον σαν από πλάκα γραμμοφώνου, που πολυκαίρισε, έλεγαν εκείνη την κραυγή:
– Μωρή Λένηηη, βγείτε! Θα καείτε ζωντανοί! Κάηκαν τότε όλα τα προικιά στης Φώτως, γιατί πίστεψαν πως οι εχθροί θα σέβονταν το χέρι του ανδρός της, που απόμεινε κατεψυγμένο στα μετόπισθεν …
Όταν μετακομίσαμε και πήγαμε στο δίπατο της Τσιμισκή, υπήρχε μια αυλίτσα μυστική στον έξω κόσμο. Πηδούσα απ’ το παράθυρο, με κούκλες κι ένα καρεκλάκι. Συνόρευε με τον αγριεμένο κήπο μιας αλλόπιστης γριάς με βράκες. Τούρκος, λέγαν, την αγάπησε και με την ανταλλαγή τής άφησε το σπίτι. Λέγαν ακόμη, πως μάγια έκανε και ασάλευτη καθόταν στα φεγγάρια. Στο μυστικό «ταμείο» μου για μήνες ερχόταν και ένα μαύρο πουλί και έκρωζε. Η μάνα τότε με συμμάζεψε.
– Κάποιος παιδί μου για αναχώρηση ετοιμάζεται. Και «έφυγε» ο σπιτονοικοκύρης πρώτος… Και ύστερα ο νοικάρης, ο πατέρας, με ματωμένη την καρδιά…
Έκτοτε, έπαψα να ’μαι παιδί. Μεγάλωσα. Τα καταφύγια με ξέρασαν στο κόσμο. Οι πόλεις έγιναν αβίωτες μες στα κλουβιά. Όμως εγώ τους τοίχους των τσιμέντων στόλιζα. Γιατί φιλάνθρωποι μού στάθηκαν. Μέσα σε οπές έκρυβαν νομίσματα χρυσά, που μου ξεπλήρωναν την πρώτη μας αγάπη. Το άσπρο χρώμα τους έγινε φύλλα, γραμμές, τοπίο υπόλευκο, την όρμιση την πρώτη μου να ξαναζήσω…
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. To έργο είναι του Pierre-Albert Marquet (1875- 1947).]