Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Ιδού λοιπόν μία από τις ιστορίες μου – το μόνο που τη διαφοροποιεί από τις άλλες είναι η επινόηση. Αυτή η ιστορία συνέβη μπροστά στα μάτια μου την άνοιξη του 1963.
Ένας από τους συγκρατούμενους μου, ο Σεργκέι Κ, έχοντας φτάσει στην κατάσταση της απόλυτης απόγνωσης, εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας όλων των απεργιών πείνας, της αυθαιρεσίας, της αδικίας, αποφάσισε ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να σακατέψει τον εαυτό του. Από κάπου είχε περιμαζέψει ένα κομμάτι συρματόπλεγμα, έφτιαξε από αυτό ένα αγκίστρι και έδεσε μια πετονιά (που έφτιαξε ξηλώντας τθς κάλτσες του). Νωρίτερα είχε φέρει δύο καρφιά που τα είχε κρύψει στην τσέπη του κι είχαν γλιτώσει από τις έρευνες. Το μικρότερο καρφί, το κάρφωσε στη γαβάθα – το κάρφωσε σιγά – σιγά, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο και τον ακούσουν οι δεσμοφύλακες, σε αυτό το καρφί έδεσε την πετονιά με το αγκίστρι. Εμείς, οι υπόλοιποι κρατούμενοι μέσα στο κελί, σιωπηλοί τον βλέπαμε – δε ξέρω τι συναισθήματα είχαν οι άλλοι∙ δεν προβλέπεται όμως να ανακατευτεί κανείς, ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει με τον εαυτό του και τη ζωή του.
Ο Σεργκέι πλησίασε στο τραπέζι, ξεντύθηκε εντελώς, κάθισε σε ένα σκαμνί και κατάπιε το αγκίστρι του. Τώρα πια, αν οι δεσμοφύλακες ανοίξουν την πόρτα ή το άνοιγμα απ’ όπου μας έδιναν το φαγητό, εκείνον χωρίς να το θέλει θα το τραβήξουν προς την πόρτα, και θα μπορεί να κόψει την πετονιά μέσα από τη χαραμάδα του ανοίγματος που έδιναν το φαγητό. Για σιγουριά ο Σεργκέι πήρε το δεύτερο καρφί κι άρχισε να καρφώνει τον όσχεο του στο σκαμνί που καθόταν. Τώρα πια κάρφωνε το καρφί με θόρυβο, υπολογίζοντας και προσπαθώντας να προλάβει να το καρφώσει εντελώς πριν έρθει ο δεσμοφύλακας. Και πραγματικά, κατάφερε να το καρφώσει μέχρι τέλους.
Ακούγοντας τα χτυπήματα και κουδουνίσματα εμφανίστηκε ο δεσμοφύλακας, παραμέρισε το κάλυμμα από το ματάκι της πόρτας και κοίταξε μέσα στο κελί. Προφανώς, αρχικά κατάλαβε μόνο ένα πράγμα: ο κρατούμενος έχει ένα καρφί, ο κρατούμενος καρφώνει ένα καρφί! Και η πρώτη αντίδραση, προφανώς, ήταν να του το πάρει! Άρχισε να ξεκλειδώνει την πόρτα. Τότε ο Σεργκέι του φώναξε εξηγώντας του πως έχουν τα πράγματα. Ο δεσμοφύλακας τα έχασε.
Σύντομα στο διάδρομο, μπροστά στην πόρτα μας μαζεύτηκαν πολλοί δεσμοφύλακες. Κοιτούσαν από το ματάκι, φώναζαν στο Σεργκέι να κόψει τη πετονιά. Στη συνέχεια, όταν πείστηκαν ότι δεν σκοπεύει να το κάνει, οι δεσμοφύλακες απαίτησαν κάποιος από εμάς να κόψει τη πετονιά. Εμείς καθόμασταν στα κρεβάτια μας, χωρίς να σηκωνόμαστε από αυτά: κάποιες στιγμές κάποιος από εμάς πετούσε καμιά βρισιά ως απάντηση στις απαιτήσεις και τις απειλές. Να όμως που έφτασε η ώρα του μεσημεριανού φαγητού, στο διάδρομο ακούγαμε πως περπατούσαν οι τραπεζοκόμοι, στα γειτονικά κελιά άνοιγαν οι πορτούλες, κουδούνιζαν οι καραβάνες. Ένα παλικάρι από το κελί μας δεν άντεξε – για σκέψου, να μείνεις χωρίς φαγητό – κι έκοψε το σχοινάκι από την πορτούλα που έδιναν το φαγητό. Οι δεσμοφύλακες όρμησαν στο κελί. Μαζεύτηκαν γύρω από το Σεργκέι, αλλά δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα: το καρφί είχε μπει βαθιά μέσα στο σκαμνί και ο Σεργκέι καθόταν από πάνω του, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, καρφωμένος στον όσχεο. Κάποιος από τους δεσμοφύλακες έτρεξε να δώσει εξηγήσεις στη διεύθυνση και να ζητήσει οδηγίες. Επέστρεψε και μας διέταξαν να μαζέψουμε τα πράγματα μας – μας μετέφεραν σε άλλο κελί.
Δε ξέρω τι απέγινε ο Σεργκέι. Μάλλον τον έστειλαν στο νοσοκομείο της φυλακής – εκεί είναι πολλοί φυλακισμένοι – «που κάνουν κακό στον εαυτό τους»: και με σκισμένα στομάχια, και εκείνοι που ρίχνουν στα μάτια τους σκόνη από γυαλί, και εκείνοι που καταπίνουν διάφορα αντικείμενα –κουτάλια, οδοντόβουρτσες, σύρματα. Ορισμένοι τρίβουν τη ζάχαρη και την κάνουν σκόνη και μετά την αναπνέουν μέχρι να πάθουν απόστημα στους πνεύμονες… Τα ραμμένα με κλωστή κουμπιά σε δύο σειρές, πάνω στο γυμνό κορμί, –είναι λεπτομέρειες απλά, στις οποίες κανείς δε δίνει την παραμικρή σημασία.
Η εμπειρία του χειρουργού του νοσοκομείου της φυλακής ήταν πλούσια ∙ το πιο συνηθισμένο είναι να ανοίγει το στομάχι και αν είχε φτιάξει ένα μουσείο με τα πράγματα που έβγαζε από εκεί, θα ήταν μάλλον μια από τις πιο θαυμαστές συλλογές στον κόσμο.
Το ίδιο συχνές ήταν οι χειρουργικές επεμβάσεις για το σβήσιμο των τατουάζ. Δε ξέρω πως έχουν σήμερα τα πράγματα, αλλά τότε, τη διετία 1961-1963, οι επεμβάσεις αυτές γίνονταν πολύ πρωτόγονα: απλά έκοβαν ένα κομμάτι δέρματος και μετά οι άκρες τεντώνονταν και ράβονταν. Θυμάμαι έναν κρατούμενο που του έκαναν τρεις επεμβάσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο. Την πρώτη φορά του έκοψαν από το μέτωπο μια λωρίδα δέρματος με τη συνήθη σε αυτές τις περιπτώσεις επιγραφή: «Δούλος του Χρουστσόφ». Το δέρμα στο μέτωπο το τέντωσαν με χοντρή ραφή. Πήρε εξιτήριο και ξανάγραψε στο μέτωπό του «Δούλος της ΕΣΣΔ». Τον έστειλαν ξανά στο νοσοκομείο, του έκαναν ξανά επέμβαση. Και πάλι, για τρίτη φορά, χάραξε στο μέτωπό του «Δούλος του ΚΚΣΕ». Και αυτή τη φορά τον έκοψαν στο νοσοκομείο. Μετά από τρεις επεμβάσεις το δέρμα στο μέτωπο του ήταν τόσο τεντωμένο που δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του, τον αποκαλούσαμε «ο τα πάντα ορών». . .
Εδώ πάλι, στη φυλακή Βλαντίμιροβκα, έτυχε να μείνω στο ίδιο κελί μερικές ημέρες με τον Σουμπόντι. Ήταν ένα παλικάρι συνομήλικός μου, ομοφυλόφιλος. Στη Βλαντίμιροβκα οι ομοφυλόφιλοι ήταν λίγοι, τους ήξεραν όλοι. Δεν έκαναν μεροκάματα εδώ. Την «πολιτική» ποινή την άρπαξε επειδή, όταν ήταν σε ένα συνηθισμένο στρατόπεδο, υπέβαλε τα παράπονα του –δεν άντεξε την «καλή συμπεριφορά». Μια φορά, μετά από 40 ή 50 παράπονα που υπέβαλε προς το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ, τον Μπρέζνιεφ και στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. του Χρουστσόφ, κατάπιε όλα τα πούλια από ένα ντόνιμο, 28 κομμάτια. Όταν επιστρέψαμε στο κελί μετά τον περίπατο (κατάπιε το ντόμιμο πριν τον περίπατο), χτύπησε το στομάχι του και είπε σε ένα παλικάρι που ήταν μπροστά του: «Βαλέρκα, άκου!» Δεν ξέρω, αν όντως ο Βαλέρι άκουσε το χτύπο από τα πούλια στο στομάχι του Σουμπότιν, μα τον ρώτησε: «Τι έχεις εκεί;» – «Ντό-μι-νό», – είπε προφέροντας αργά τη λέξη ο Σουμπότιν. Οι γιατροί δε χειρούργησαν το Σουμπότιν. Απλά τον διέταξαν να μετράει τα πούλια κατά τη διάρκεια των εκκενώσεων, λέγοντας πως θα βγουν μόνα τους. Ο Σουμπότιν φιλότιμα τα μετρούσε κάθε φορά, και, ερχόμενος στο κελί, σε ειδικό φύλλο χαρτιού σημείωνε με μολύβι πόσα βγήκαν. Όσο φιλότιμα κι αν μετρούσε όμως, τέσσερα κομμάτια του ξέφυγαν. Μετά από μερικές ημέρες καταθλιπτικής αναμονής βαρέθηκε να περιμένει: αν είχαν μείνει μέσα στο στομάχι του, τότε απλά δεν τον ενοχλούσαν, αν πάλι βγήκαν, δεν παν’ στο διάβολο.
Ο τίτλος του πρωτότυπου στα ρωσικά: Н.Карагужин, Сталинская улыбка