Του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου
Τις τελευταίες εβδομάδες, η Ελλάδα έχασε τα πάντα. Δυστυχώς όμως, δεν αναφέρομαι στο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφέρομαι σε εμάς, τους πολίτες. Εννοώ πως επέπλευσαν τα προσχήματα κι έπεσαν παράλληλα τα προσωπεία. Την τελευταία εβδομάδα, ο Έλληνας έδειξε από τι είναι φτιαγμένος και φοβάμαι πως η καρτέλα κάτω από το μανίκι έγραφε «70% μίσος, 30% Εγωισμός».
«Αν ψηφίσετε ΌΧΙ θα σας απολύσω», «Ξύλο και θάνατος στους ΝΑΙ-τζίδες», «Εσείς οι Ρώσοι στα γκούλαγκ σας», «εσύ του ΝΑΙ, εσύ νεοφιλελέ, σε περιμένω στην γωνία». Αυτά είναι μερικά από αυτά που ακούσαμε ή διαβάσαμε τις τελευταίες εβδομάδες. Ακόμα, είδαμε μια λεκτική επίθεση στον Αρκά απλά και μόνο γιατί κάποιες “διάνοιες” έκριναν πως ένα σκίτσο του ήταν «κατά της κυβέρνησης». Αγένεια, υβριστικά σχόλια, προσβολές από όλο το Ελληνικό στερέωμα, αρχής γενομένης από τον απλό πολίτη που μεταμορφώθηκε μέσω facebook σε οικονομολόγο/πολιτικό/δημοσιογράφο μέχρι τους ίδιους τους βουλευτές, ακόμα και την Πρόεδρο της Βουλής, η οποία φέρθηκε αγενέστατα επειδή έκρινε πως το δίκαιο της προσφέρει αυτό το δικαίωμα. Αν κάθε φορά που κάποιος είναι πεπεισμένος πως έχει δίκαιο, δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα της επίθεσης στον απέναντι, τότε καλύτερα ας το κλείσουμε το μαγαζί που λέγεται κοινωνία, να πάμε όλοι για ύπνο. Αυτονόητο; Όπως φάνηκε, όχι σε αυτή τη κοινωνία. Όχι σε αυτή την Ελλάδα. Μπορεί σε κάποια άλλη. Μια Ελλάδα φτιαγμένη από μάρμαρο κι όχι από χαρτί.
Δεν πίστευα ποτέ πως θα ζούσα να δω τόσο κόσμο –τέτοιο κόσμο– να αντιδρά με τον τρόπο που είδα τις τελευταίες εβδομάδες. Και να σκεφτεί κανείς πως δεν έχουμε κανονικό πόλεμο, δεν βιώνουμε εκείνη την κατάσταση που κρατάς το παιδί σου στα χέρια ματωμένο και δεν ξέρεις αν ζει ή αν έχει ήδη πεθάνει.
«Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμα σου να το λες».
Ψιλά γράμματα. Τα πάτησε η μπότα του φασιστικού δικαίου. Γιατί περί φασισμού μιλάμε πλέον, ανεξαρτήτως πλευράς. Δεν τον θέλω αυτόν τον Έλληνα. Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος, όπως γράφει και η συγγραφέας του άρθρου «Ναι, θα έφευγα» στο espressocroquant[1]. «Δεν λέει καλημέρα, παρακαλώ κι ευχαριστώ. Πετάει το σκουπίδι του στον δρόμο. Καπνίζει στο εστιατόριο γιατί έτσι γουστάρει.»
Καπνίζει στο εστιατόριο, συμπληρώνω εγώ, ο ένας γιατί «έχει λεφτά και πλερώνει!», ενώ ο άλλος, ο διαφορετικός, γιατί «είναι ελεύθερος και κανένας δεν θα του βάλει αυτουνού κανόνες». Καθένας κουβαλάει τον χρησμό του, την αλήθεια του, κλειδώνεται μέσα και πυροβολεί από τα παράθυρα. Τα ίδια χάλια κι οι δύο τους. Κανέναν σας δεν θέλω. Κι ούτε εσείς θέλετε εμένα. Εδώ τα βρίσκουμε.
«Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων» είπε κάποτε ο Σεφέρης και βλέπω τον εαυτό μου να μολύνεται από την ίδια αρρώστια, καθώς έρχομαι σε επαφή με αυτή την κοινωνία. «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», συμπληρώνει πάλι ο ποιητής και ντρέπομαι. Πρωτίστως για τον εαυτό μου και τον θυμό αυτόν που εδώ κατακρίνω αλλά, εν τέλει, διοχετεύω μέσα σε αυτό εδώ το άρθρο.
Γίνομαι αυτό που μισώ. Δεν πρέπει να με αφήσω. Βοηθήστε με, να σας βοηθήσω.