frear

Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο -κριτική του Δημήτρη Αγγελή

Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2012.

Αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός ότι, κατ’ αντιστοιχία με τους μοιραίους έρωτες, στη λογοτεχνία αγαπούμε περισσότερο τα έργα εκείνα που μας αντιστέκονται, που δεν παραδίδονται εύκολα και διαμιάς στις επίμονες πολιορκίες μας, αλλά μας παιδεύουν με τη διπλή σημασία της λέξης: ότι προκαλούν τις αναγνωστικές μας προσδοκίες και αντοχές και συνάμα επιχειρούν με ευθείς ή πλάγιους τρόπους να τις μεταβάλουν, φιλοδοξώντας βέβαια – αυτό όμως σπανιότατα το καταφέρνουν – ν’ αλλάξουν ευρύτερα και τον ορίζοντα της κατανόησής μας. Αγαπούμε περισσότερα τα ποιήματα που μας αντιστέκονται –και σημειώνω εδώ ότι κι εμείς αντιστεκόμαστε στον καταστατικό εγωισμό του ποιήματος να συνιστά από μόνο του έναν κόσμο – αγαπούμε δηλαδή τα ποιήματα εκείνα που παρουσιάζουν εκ πρώτης όψεως ένα αινικτό και ανοιχτό περιεχόμενο, μια περίσσεια νοήματος που μας υποχρεώνει να επανερχόμαστε εξακολουθητικά σε αυτά και να ανακαλύπτουμε, διαβάζοντάς τα, κάθε φορά και κάτι καινούργιο. Τολμώ μάλιστα να πω ότι εδώ και σαράντα περίπου χρόνια προτιμάμε τα ποιήματα που τσαλακώνουν τον υποτιθέμενο καθωσπρεπισμό της Ποίησης. Για να το διατυπώσουμε όπως επιτυχημένα το σχολιάζει ο Στεργιόπουλος: «Έκτοτε, όταν βλέπω ιππότες απάνω σε άσπρα άλογα, σκέφτομαι μόνο τι δυσωδία κι ιδρώτα θα ‘χουν μέσα φυλαγμένο».

Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, προσωπική μου άποψη είναι ότι η αμεσότητα στο ποίημα – αν δεν προκαλεί ισχυρό υφολογικό σοκ στον αναγνώστη μ’ ένα μήνυμα που πυροδοτείται αίφνης στα χέρια του, όπως συμβαίνει, για ν’ αναφέρω δύο σημαντικούς σύγχρονους ποιητές, σ’ ένα μεγάλο μέρος του έργου του Μark Strand ή του Juan Carlos Mestre – καλό είναι να συνδυάζεται με μια κάποια, ασφαλώς μη προγραμματική, σκοτεινή και αινιγματική διάσταση, εν μέρει τουλάχιστον μεταφυσική, αλλά οπωσδήποτε μη αναγόμενη σε δυσπρόσιτες υποκειμενικές ή βιογραφικές εμμονές του ποιητή. Είναι προφανές ότι μιλώντας σήμερα για το βιβλίο του Γιώργου Στεργιόπουλου θα μιλήσω περισσότερο για τα δύο σημεία που μου αντιστέκεται η ποίησή του, που διαμαρτύρεται μέσα μου, που είναι συνάμα και τα σημεία εκείνα που καθιστούν ενδιαφέρουσα τη φωνή του.

Και θα ξεκινήσω πρώτα απ’ όλα από τον τίτλο, υπενθυμίζοντας ότι ο Στεργιόπουλος μας είχε ξαφνιάσει και με την τιτλοφόρηση του προηγούμενου βιβλίου του Η διάβολος: Τι σημαίνει αυτό το Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο; Αναφέρεται στη γραμματολογική έννοια του ευαγγελίου ως κειμενικής κατάθεσης, στην οποία ένας πέμπτος ή απόκρυφος ευαγγελιστής ονόματι Χρόνος, κατά το παράδειγμα του Ματθαίου ή του Λουκά, καταγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας τι πραγματικά συνέβη τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ή μήπως έχουμε πράγματι να κάνουμε με μια καλή αγγελία; Και πώς μπορούμε να εμπιστευόμαστε την ειλικρίνεια της μαρτυρίας του Χρόνου όταν όλα τελούνται μέσα του, δηλαδή είναι στην πραγματικότητα συνεργός και θύτης σε κάθετι που συμβαίνει; Πώς δηλαδή ο Χρόνος που μας ευτελίζει σωματικά και πνευματικά και μας οδηγεί λίγο-λίγο προς τα γηρατειά και τον θάνατο μπορεί ν’ αποτελεί μια καλή είδηση; Το ερώτημα είναι απολύτως δικαιολογημένο αφού καθώς φαίνεται τη θέση μου αυτή τη συμμερίζεται και ο ίδιος ο ποιητής όταν γράφει λ.χ. «κάθε τάφος κι ένα βήμα που σωριάστηκε μπρούμητα» ή «Μονάχα ο πόνος κάνει τον χρόνο κτήμα του». Νομίζω πως εδώ μπορούμε να δώσουμε δύο απάντήσεις για το ερώτημα που θέτει ο τίτλος του βιβλίου: η μία, η πιο προφανής, δίνεται από το τελευταίο καταλογάδην κείμενο – ή μήπως ποίημα; – (θα επανέλθω στο θέμα αυτό) που φέρει τον τίτλο «Αχίλλειος μνήμη». Παραθέτω: «Χρόνο με τον χρόνο ερημώνουμε. Στην ερημιά ωριμάζει ο άνθρωπος, στο κρύο και στην εγκατάλειψη, με γεύση που κουβαλά κάτι από τις στάχτες των αιώνων. Ώσπου γινόμαστε, βαθιά μες στα γεράματα, άνθρωποι κυρτωμένοι μα ακλόνητοι. Κατακόρυφη αξιοπρέπεια υπό μορφήν καμπύλης –από πού να κρατηθείς, όταν ακόμα κι η γεωμετρία υποτάσσεται στον χρόνο.» Έτσι κάπως ηττάται ο ημίθεος μέσα μας και γίνεται παράδοση της (ποιητικής) σκυτάλης στις επόμενες γενιές (αυτό είναι το «νόημα» του ποιήματος) – άρα η συμφιλίωση με τον χρόνο μπορεί να είναι εν μέρει και μια καλή αγγελία. Προσωπικά, όταν διάβασα την πρώτη φράση από το εναρκτήριο κείμενο του βιβλίου («Το αστέρι»), «Από μικρός γύριζα αργά στο σπίτι», μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό η εμβληματική αρχή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ, «Από καιρό συνήθιζα να πλαγιάζω νωρίς», του βιβλίου που κατεξοχήν παλεύει για μια, αφηγηματική έστω, συμφιλίωση με τον χρόνο.

Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη απάντηση πιο κοντά στο νόημα της μαρτυρίας, απάντηση βασισμένη στη δομή του βιβλίου –άλλωστε η ποίηση του Στεργιόπουλου νομίζω πως γίνεται καλύτερα κατανοητή ως ενότητα, όταν γνωρίζεις το συνολικό σχήμα κι όχι από τα μεμονωμένα ποιήματα. Το Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο, λοιπόν, με την τριμερή του διάταξη αποτυπώνει τρεις εποχές ελληνικής εμπειρίας: η πρώτη είναι η αρχαιοελληνική, δηλαδή η σειρά «Έλλην», μια ελεγεία για το χαμένο ανεπιστρεπτί, ένδοξο παρελθόν μας, όπως φαίνεται σε στίχους όπως: «Στείρες ελιές κινούνται αγκυλωμένες. / Ανήμπορες να συστραφούν σε κότινο. / Κλαδιά αλύγιστα από την άρνηση» ή «εδώ πλαγιάζουν μόνο ανδριάντες / τυλιγμένοι παρελθόν, χαραγμένοι φθορά». Στη δεύτερη εποχή, τη «χριστιανική» που υπάγεται στην ενότητα «Η Βίβλος της ερήμου», η έννοια του χριστιανικού χρόνου ταυτίζεται με τον ασκητικό ή τον βιωμένο πόνο («Μονάχα ο πόνος κάνει τον χρόνο κτήμα του») ο οποίος χρόνος κείται, στη γνωστή αγιογραφική αναπαράσταση του Παλαιού των Ημερών, σαν μαντήλι στα χέρια του παντεπόπτη Θεού. Οπότε δικαίως γράφεται: «πέστε μου / είμαστε εκ των προτέρων παρελθόν, / μέλλον των παλαιοτέρων, / στη ζωή ανήκουμε ή στην ανυπαρξία / ή μήπως συνυπάρχουμε στα μάτια σας, / ως λέξεις στο χαρτί, ταυτόχρονες;» Εδώ η απόπειρα συνομιλίας με τον Θεό, εν μέρει μέσω και μιας αρνητικής θεολογίας, δηλαδή μιας επιφανειακά βλάσφημης αντιθεολογίας (χαρακτηριστικά και κορυφαία ποιήματα της σειράς «Το παράπονο του Λαζάρου», «Η απολογία του Χριστού», το δίπτυχο «Εν κινήσει», το ακροτελεύτιο «Το βιβλίο της ζωής»), συνιστά ταυτόχρονα μια κατεπείγουσα ανάγκη και συνάμα μια αδήριτη συνθήκη: ο ποιητής, κάθε ποιητής γράφει/του απευθύνεται πάντα σε πείσμα του χρόνου (λειτουργεί με αντίμαχο τον χρόνο, οπότε πρέπει να βιαστεί ενώπιον του επικείμενου θανάτου του) αλλά συνάμα και εν χρόνω, μάλιστα μέσα σε μια χρονική κάψουλα ηρεμίας που φτιάχνει ο ίδιος προκειμένου να απομονωθεί από κάθε εξωγενή θόρυβο, δηλαδή μέσα στην υπομονή της ύπαρξης (ωσάν να μην υπάρχει περατότητα και θάνατος, όπως λέει ο Michel Guerin).

Η τρίτη εποχή, η αλεξανδρινή, («Η πινακοθήκη της Αλεξάνδρειας») ανατρέχει στον αυτονομημένο προσωπικό χρόνο –να μην ξεχνάμε την ατομικότητα και την αυτοαναφορικότητα της ελληνιστικής ποίησης. Εδώ μιλάνε οι προσωπικές μνήμες και προσδοκίες του Γιώργου Στεργιόπουλου, ο αλεξανδρινισμός της ενότητας μάλιστα επιτείνεται με συμπερασματικές διατυπώσεις που η εκφορά τους θυμίζει καβαφική κουζίνα σε νεωτερική εκδοχή και με αυτοσαρκαστική τώρα την ειρωνία – δηλαδή φέρνει και λίγο από Δημουλά. Ακούστε: «κάθε κλαδί της μνήμης θροΐζει αλλιώτικα» «όλα τα μινόρε γεννήθηκαν / όταν η στεναχώρια παραπάτησε ένα ημιτόνιο» ή «Να χάνουμε χρόνια σχίζοντας περίτεχνα χαρτόνια / σε κάθε περιτύλιγμα να μικραίνει και το δώρο μας».

Κι εδώ έρχεται στο προσκήνιο η δεύτερη γραμμή αντίστασης που σχετίζεται με το αποφθεγματικό ύφος, το οποίο διατρέχει λίγο-πολύ όλο το βιβλίο: Με τι εμπειρίες φορτωμένος μπορεί ο γεννημένος το 1985 Στεργιόπουλος να γράφει συμπερασματικά για το καθολικό φαινόμενο της ζωής, συγκρίνοντας εμμέσως τον εαυτό του με τον από τα γεννοφάσκια του γέροντα ποιητή της Αλεξάνδρειας; Πρόκειται για νεανική προπέτεια, για καταδικαστέα επίδειξη ποιητικού θράσους; Καταλήγω μετά από σκέψη ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο ποιητής, ο κάθε ποιητής, οφείλει να συνομιλεί, ανεξαρτήτως ηλικίας, σαν ίσος προς ίσο με τον Ρίλκε, τον Μπωντλαίρ ή τον Ρεμπώ – για να παραθέσω τρεις ποιητικές αναφορές του Στεργιόπουλου – κι αν γίνεται να τους αποκαθηλώνει από τα υψηλά τους βάθρα, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν θα αρθεί ο ίδιος στο ύψος του πεπρωμένου της εποχής του, αλλά θα ζει μονίμως στη σκιά τους. Τολμώ να παρατηρήσω, μάλιστα, ότι τα αποφθεγματικά ποιήματα της συλλογής είναι κάποτε τα πλέον συντηρητικά, αν τα συγκρίνουμε για παράδειγμα με τα τρία καταλογάδην κείμενα του βιβλίου. Στα τελευταία μοιάζει να λύνεται η προσεκτικά περιορισμένη ανάμεσα σε κόμματα και περιπλεγμένη κάπου αλλού έκφραση, καθώς αναδύεται προκλητικά στην επιφάνεια ένα θράσος που πηγάζει κατευθείαν από το Μια εποχή στην κόλαση κι αίφνης έχουμε να κάνουμε με τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής. Η μόνη μου ένσταση ως προς αυτά: νομίζω πως σε επόμενη ή μελλοντική συγκεντρωτική έκδοση τα τρία πεζόμορφα ποιήματα θα πρέπει ανά παραγράφους να μοιραστούν σε ξεχωριστές σελίδες και ν’ αποτελέσουν τρεις διακριτές ενότητες μέσα στο βιβλίο.

Είναι λιγότερο από τρία χρόνια που ο Γιώργος Στεργιόπουλος εμφανίστηκε στα Γράμματα και ήδη έχει καταφέρει με τη σεμνή θρασύτητα και την εργατικότητά του να τον προσέχουμε και να τον υπολογίζουμε, έχει ξεκινήσει να κατοχυρώνει τον δικό του χώρο –κι η συνέχεια θα δείξει με τι υλικά θα τον διακοσμήσει. Όμως το σημαντικό είναι ότι μας έχει πείσει πως είναι ποιητής. Ε και για εκείνους που ακόμα δεν τους έπεισε, ο ίδιος έχει πρόχειρη την απάντηση γράφοντας: «Ίσως γι’ αυτό να μην ταίριαξα με την τελειότητα. Για να προλάβω να δοκιμάσω κάθε τι καινούργιο. Κι η αγάπη, μου ήταν εξαρχής αντιπαθής. Είναι επικίνδυνο να σ’ αγαπάνε. Μπορεί να χαραμίσεις ολόκληρη ζωή για να σταθείς αντάξιος των προσδοκιών.»

[Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο Πόλις Art Café στις 27.3.2013.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη