frear

Μίλτου Σαχτούρη: Ποιήματα (1945-1998) – κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945-1998)
Εκδ. Κέδρος 2014

Η νέα έκδοση των ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη, Ποιήματα (1945-1998), από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι πλέον γεγονός. Πενήντα ετών δημιουργία συγκεντρωμένη όλη σε ένα σώμα. Η έκδοση δεν έχει κανένα συνοδευτικό προλογικό, εισαγωγικό ή άλλο σημείωμα. Είναι εύχρηστη με το σκληρό της εξώφυλλο, λιτή και διακοσμημένη με πουλιά, ζώα, ψάρια, φεγγάρια, κεραυνοφόρα, τεθλασμένα τόξα κατευθυνόμενα άλλα προς τα πάνω και άλλα προς τα κάτω, σαν να προειδοποιούν για τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε στεριά, ουρανό και θάλασσα. Μια μικρή περίληψη της εικαστικής εκδοχής της ποίησής του, όπως ο ίδιος την εμπνεύστηκε, κάπως σαν αποχρωματισμένος ή αποκαρδιωμένος Χουάν Μιρό.

Ο Σαχτούρης (1919 –2005), γόνος επιφανούς υδραίικης οικογένειας, δισεγγονός του Γιώργη Σαχτούρη του αγωνιστή του ’21, γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους Δημητρίου Σαχτούρη, γεννήθηκε στην Αθήνα και φοίτησε στη Νομική, χωρίς να αποπερατώσει τις σπουδές του. Το 1937 πέθανε ο πατέρας του, που όπως είναι φυσικό, τον είχε παροτρύνει να σπουδάσει Νομικά. Το 1939, όμως, σαν τον μπουρλοτιέρη προπάππο του, σε μια κρίση, ανάμεσα στο διάβασμα για το πτυχίο και τη συγγραφή της Λησμονημένης έβαλε φωτιά στα βιβλία και εγκατέλειψε τη Σχολή. Η μεγάλη επανάσταση του δισεγγονού ήταν να ασχοληθεί με μια άλλη επαναστατική πράξη, την Ποίηση. Το 1943 γνώρισε τον Οδυσσέα Ελύτη που και εκείνος είχε κάνει ακριβώς το ίδιο. Ο Ελύτης που στα Ανοιχτά Χαρτιά (σ. 300) τον κατατάσσει στους «πιο σημαντικούς» του «ανανεωμένου επιτελείου» των Νέων Γραμμάτων, συνδέθηκε φιλικά μαζί του, καθώς και ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Ήταν ο υπερρεαλισμός που τους έδενε. Ο Ελύτης, μάλιστα, τον παρότρυνε να παρουσιάσει ποιήματά του στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, πράγμα που έγινε το 1944. Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε την πρώτη του συλλογή, τη Λησμονημένη, που ανοίγει και τον τόμο των σημερινών Απάντων του. Η «Λησμονημένη», σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, είναι μια γυναίκα, την οποία θα βρούμε σε όλα του τα ποιήματα μέχρι τα Εκτοπλάσματα. Ακολούθησαν άλλες συλλογές και το 1952 φτάνει η ώρα της καλύτερης απ’ όλες, Με το πρόσωπο στον τοίχο, η οποία, παραδόξως, δεν έτυχε καλής κριτικής. Αντιμετωπίστηκε με χλευασμό, τακτική που χρησιμοποιήθηκε και εναντίον του Εγγονόπουλου. Η συλλογή πούλησε μόνο πέντε αντίτυπα. Τα αρνητικά και χλευαστικά σχόλια υπέγραφαν γνωστοί κριτικοί, οι οποίοι ήταν τελείως ανενημέρωτοι και ανίκανοι να νιώσουν μια ποίηση τόσο έξω από το παραδοσιακό ποιητικό ρεύμα, τον υπερρεαλισμό, με το οποίο δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένοι, ένα κίνημα τόσο επαναστατικό, στον οποίο είχαν προσχωρήσει και ο Σαχτούρης και ο Εγγονόπουλος (αν και ο Εγγονόπουλος έλεγε ότι δεν προσχώρησε ποτέ στον υπερρεαλισμό. Τον υπερρεαλισμό τον είχε μέσα του από πάντα), και από το οποίο απουσίαζε η πολυθρύλητη «νοηματική αλληλουχία» που ήταν συνηθισμένοι να ψάχνουν να την βρουν. Ό,τι δεν τους ταίριαζε ήταν απορριπτέο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει για τον Καρούζο: «Καημένε Νίκο/ τι ζωή κι αυτή / κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες». Όμως, όταν ωρίμασαν τα πράγματα και εμφανίστηκαν νέοι κριτικοί στο χώρο, το έργο του, όχι μόνο αναγνωρίστηκε αλλά και βραβεύτηκε με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του Όταν σας μιλώ (1956), με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Τα Στίγματα (1962) και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του Εκτοπλάσματα (1987). Τελευταία του εμφάνιση ήταν η συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998).

Ο Σαχτούρης δεν εργάστηκε, όπως δεν εργάστηκε και ο Σολωμός και ο Ελύτης και άλλοι. Όμως αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να ξεπουλήσει την οικογενειακή περιουσία, κρατώντας μόνο δυο απλά συναισθηματικής αξίας ενθύμια. Ο γνήσιος ποιητής πρέπει να βρει το «μηχανάκι» του, είχε πει σε μια συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Και πράγματι το «μηχανάκι» τού έδινε τη δύναμη να κάνει πτήσεις, να σφίγγει τα λουριά του, να καρφώνει σταυρούς, να βλέπει τα πράγματα να αιωρούνται, να μπορεί να κόβει το κεφάλι του, να το πετάει στο ποτάμι και να το ξαναβάζει, να κυκλοφορεί με «πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή». Με ένα τέτοιο κεφάλι φυσικό ήταν να βλέπει «ονείρατα γυρτός, ξυπνητός και κοιμιστός», όπως θα έλεγε και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Και αυτό επιβεβαιώνεται από δύο περιστατικά. Το ένα που βλέπει ξυπνητός είναι η Λυν ή αλλιώς Lynne, σερβιτόρα στο μπαρ της παραλίας του Πόρου: ξαφνικά, «έκλεισε το μπαρ /βλέπω όνειρα φριχτά… Αν δεν βρει αλλού δουλειά/ η Lynne/ θα γυρίσει πίσω… Lynne, Lynne,/πώς έτσι αναποδογύρισε ο κόσμος/ Πόρος, θερρμοκρασία 43° κάτι το πρωτοφανές! /και τότε καληνύχτα σας».

Το άλλο είναι η «συνάντησή» του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, πάλι στον Πόρο:
«Και να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον / στον Πόρο /τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα/ τσιγάρα να καίνε σαν κεριά/ γύρω γύρω στα τραπέζια / τσιγάρα πάνω στις καρέκλες / τσιγάρα παντού/ κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε./ Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος / τα μάτια του να καίνε./ –Πώς από τον Πόρο, Ανδρέα;/ εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο./ – Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα/ στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;/ Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο / το φοβερό γέλιο του· /πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια / ένα σύννεφο σπουργίτια / πέρα απ’ το θάνατό του».

Και φυσικά η ιστορία είναι αληθινή. Ο Σαχτούρης βρέθηκε στον Πόρο. Μπήκε σε ένα κατάστημα να ψωνίσει κάτι και η πωλήτρια, μια σεβαστή κυρία, του είπε: «Γεια σας, κύριε Εμπειρίκο. Πώς από τον Πόρο;». Και ο Σαχτούρης αφηγείται: «Τα ’χασα και βγαίνοντας σ’ ένα πεζούλι ζαλισμένος κάθισα. Έγινε ή το φαντάστηκα; Κι όμως με είπε κυρ Αντρέα και Εμπειρίκο. Εκείνος από την Άνδρο κι εγώ από την Ύδρα, τι δουλειά έχουμε στον Πόρο; σκέφτηκα. Και ο Εμπειρίκος να ’ναι δέκα χρόνια πεθαμένος… Και την ώρα εκείνη πέρασε από μπροστά μου ένα σμάρι από σπουργίτια και ‘πολύχρωμα ποδήλατα να περπατάνε’. Έτσι πήγα κι έγραψα το ποίημα που φέρει τ’ όνομά του»1.

Όμως και στην Κυψέλη, όπου πέρασε όλη του τη ζωή, είχε μια πολύ σπουδαία συνάντηση, όταν στην καλοκαιρινή ερημιά της πολύβουης γειτονιάς συνάντησε Εκείνον :  –  Έ, Μάρκο Πόλο/ μου φώναξε τότε «ο Χριστός» /άδεια η Φωκίωνος Νέγρη /μονάχα εμείς οι δύο /είχαμε μείνει/ και τα σκυλιά («Ιούλιος 1990»). Σε μια τέτοια μοναξιά θα πρέπει να βίωσε σα φωτοστέφανο την αύρα που αποτύπωσε στους στίχους: είδα τον Ποιητή  ολομόναχο/ και γύρω του να λάμπει το κενό(«το ποντίκι»).

Ωστόσο, «το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του», λέει ο Ελύτης. Και ο Σαχτούρης γέμισε το δικό του, με τον Χριστό και τους πεθαμένους φίλους, με τους αγαπημένους στα κάδρα, στον τοίχο, στους στίχους, στη σκέψη και στην καρδιά. Η νέα έκδοση, δέκα χρόνια μετά την εκδημία του, μας φέρνει το σώμα και το αίμα και το πνεύμα του στα χέρια μας, Μας φέρνει μήνυμα σαν το «άσπρο περιστέρι» που πήγε και κάθισε στο περβάζι του παραθύρου του. Μας κάνει νεύμα να τον ξαναδιαβάσουμε.


1. Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1997, σελ. 213.
2.  Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1997, σελ. 213.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη