frear

Μάρκ Στραντ: τρία ποιήματα

Μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου

Άντρας και καμήλα

Στον Varujan Boghosian

Παραμονή των τεσσαρακοστών γενεθλίων μου
καθόμουν στην αυλή καπνίζοντας
όταν, από το πουθενά, εμφανίστηκαν ένας άντρας και
μια καμήλα. Στην αρχή, κανείς τους δεν
έβγαλε μιλιά, καθώς, όμως, ανηφόριζαν το δρομάκι
για να βγουν από την πόλη, οι δυο τους έπιασαν το τραγούδι.
Όμως μυστήριο για μένα, ακόμη, αυτό που τραγουδούσαν‒
οι λέξεις μοιάζαν μπερδεμένες κι ο σκοπός
πολύ περίπλοκος για να τον θυμηθώ. Προς την έρημο
βάδιζαν, κι όπως πήγαιναν, οι φωνές τους
γίνονταν ένα, πάνω από το σύρσιμο των κόκκων
της άμμου, που φυσά ο αέρας. Το θαύμα του τραγουδιού τους,
το ασύλληπτο χαρμάνι άντρα και καμήλας, έμοιαζε
εικόνα ιδανική για όλα τ’ ασυνήθιστα ζευγάρια.
Ήταν αυτή η νύχτα που τόσο καιρό
περίμενα; Ήθελα να πιστέψω πως ήταν,
μα καθώς οι δυο τους εξαφανίζονταν, ο άντρας
και η καμήλα σταμάτησαν το τραγούδι και κάλπασαν
πάλι πίσω, προς την πόλη. Σταμάτησαν εμπρός μου,
κοιτώντας με μάτια που γυάλιζαν, και είπαν:
«Το κατέστρεψες. Το κατέστρεψες για πάντα.»

2032

Είναι βράδυ στην πόλη Χ
όπου ο Θάνατος, που άλλοτε μ’ αγαπούσε, κάθεται
σε μια λιμουζίνα με μια κουβέρτα στα πόδια,
περιμένοντας τον οδηγό του να φανεί. Τα μαλλιά του
είναι λευκά, τα μάτια του κουμπότρυπες, τα μάγουλά του
χωρίς σφρίγος. Χρόνια έχει να κουνήσει
το δρεπάνι του ή ν’ αγγίξει την κλεψύδρα του. Περιμένει
να πάει στο Blue Hotel, το απόλυτο κατάλυμα
όπου μια σιωπή ατελείωτη γεμίζει τον αέρα, που μυρίζει πασχαλιά
και μαρμαρένια ψάρια κολυμπούν ακίνητα σε μαρμαρένιες θάλασσες,
όπου… Μα πού είναι ο οδηγός του; Α, να την,
κατεβαίνει τα σκαλιά του κήπου, με ψηλά τακούνια, βελούδινο βραδινό φόρεμα,
και χρυσαφένια εσάρπα, στέλνοντας φιλιά στα δέντρα.

Καθρέφτης

Σ’ ένα λευκό δωμάτιο μια γιορτή
εγώ καθόμουν με φίλους
κάτω από έναν μεγάλο, χρυσό καθρέφτη
που έγερνε ελαφρά προς τα εμπρός
πάνω απ’ το τζάκι.
Πίναμε ουίσκι
κι ορισμένοι από εμάς, που δε μας άγγιζε ο πόνος,
προσπαθούσαμε ν’ αποφασίσουμε
την ακριβή απόχρωση του κίτρινου
που ο δύων ήλιος έδινε στο ποτό μας.
Για λίγο έκλεισα τα μάτια,
ύστερα κοίταξα επάνω, μέσα στον καθρέφτη:
μια γυναίκα με πράσινο φόρεμα ακουμπούσε
στον απέναντι τοίχο.
έμοιαζε αφηρημένη,
τα δάχτυλα του ενός χεριού
έπαιζαν με το κολιέ της,
και κοίταζε ίσια στον καθρέφτη,
όχι εμένα, αλλά πέρα από μένα, σ’ έναν τόπο
όπου θα μπορούσε να βρίσκεται κάποιος
που ακόμη δεν έχει έρθει, που εκείνη τη στιγμή
θα μπορούσε να ξεκινά το ταξίδι του
με προορισμό εκείνη.
Τότε, ξαφνικά, οι φίλοι μου
είπαν ότι ήταν ώρα να φεύγουμε.
Αυτό συνέβη χρόνια πριν,
και παρόλο που έχω ξεχάσει πια
πού πήγαμε και ποιοι ήμασταν εκεί,
ακόμα θυμάμαι εκείνη τη στιγμή που σήκωσα το βλέμμα
και είδα τη γυναίκα να κοιτά πέρα από μένα
έναν τόπο που μόνο να φανταστώ μπορούσα,
κάθε φορά με μια σουβλιά,
λες κι εκείνη την ώρα βγαίνω
από τα βάθη του καθρέφτη
και μπαίνω στο λευκό δωμάτιο, ασθμαίνοντας και αγωνιώντας,
μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψω, πλέον πολύ αργά,
πως εκείνη δεν είναι εκεί.


[Από την ποιητική συλλογή του Αμερικανού Mark Strand (1934), Man and camel (2006). Στο 6ο μας τεύχος, που μόλις κυκλοφόρησε, θα βρείτε αποκλειστική συνέντευξη του Στραντ στους Αλί Καλντερόν και Δημήτρη Αγγελή.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη