frear

Η τέχνη της όρασης – κριτική της Πόλυς Μαμακάκη στο νέο ποιητικό βιβλίο του Γιώργου Βέη

 

Γιώργος Βέης, Βλέπω, εκδ. ύψιλον 2013, σελ. 139

Με το νέο ποιητικό βιβλίο του ο Γιώργος Βέης, δηλώνει σε ενεστώτα χρόνο ενεργητικής φωνής το παρόν της γενεσιουργού όλων των εικόνων και παραστάσεων αίσθησης που βοηθάει τα όντα να ερμηνεύουν την απείρως ισχυρότερη φύση τους, τον νοητό δηλαδή κόσμο που τα περιβάλλει ως μικρά κομμάτια ενός προέχοντος και ανεξιχνίαστου όλου. Διακρίνει, αντιλαμβάνεται, λαχταρά, διαμορφώνει, εν τέλει, ένα τοπίο συνύπαρξης της ιστορικής γνώσης με την αφανή αρμονία που διδάσκει ο Ηράκλειτος, ως ανώτερη της φανερής και άρα ευχερώς προσβάσιμης και προδήλως κατανοητής. Πρόκειται ασφαλώς για την εσωτερική αρμονία, την οποία δεν δυσκολεύεται να εντοπίσει και να κατοικήσει ο ποιητής και ταυτόχρονα εξερευνητής των πραγμάτων, μύστης και ζωντανό υποκείμενο μέσα στο δίπολο γη-ουρανός, που δεν μπορεί να αποκοπεί από το δυσοίωνο σύμπαν που τον περιέχει, όμως μπορεί να αναζητήσει το φως, άλλως να αφυπνίσει την ανθρώπινη διάνοιά του, αφού και η ζωή δεν είναι παρά μια διαρκής μαθητεία φωτός, τόσου όσου μπορούν ασφαλώς τα ανθρώπινα μάτια να αντέξουν.

Η αμφιλύκη / πάντα θα τα προσέχει ιδιαιτέρως τα λουλούδια της ίριδας / τα λόγια της μιμόζας / και τα κλαδάκια των κυανών λωτών / μαζί με όλα τα δάκρυά τους / δεν τ’ αφήνει να γίνουν θρύψαλα μέσα στο σκοτάδι / γι’ αυτό και η αμφιλύκη κρύβει κάθε φορά / λίγο φως στους μίσχους τους / να έχουν να περάσουν τη νύχτα / να λαμπυρίζουν έστω αμυδρά, αλλά παρήγορα / όπως τα φώτα των λιμανιών / όταν υποδέχονται τα ξέπνοα βλέμματα των παρ’ ολίγον ναυαγών. («Πρόνοια», σ. 21)

Ο μυστικός και συνάμα ποιητικός λόγος ουρανού και γης, ανθρώπινης και φυσικής ύλης οδηγεί σε μια διάφορη πραγματικότητα, διακριτή από την πρώτη ιδωμένη και αντιληπτή ως καθημερινή, όπου ο φυσικός χώρος χαρακτηρίζεται από έναν – αρμονικότατο – μη διαχωρισμό του σύμπαντος ως ενιαίας ολότητας. Και η όραση δομείται ως μία γλώσσα, κατά τον Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, καθώς ο κόσμος παρουσιάζεται μέσω αυτής ως ένα κάποιο «κείμενο», προτού καν εκφραστεί με το λόγο (βλ. Η αμφιβολία του Σεζάν – Το μάτι και το πνεύμα, μτφρ. Αλέκα Μουρίκη εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1991). Έτσι, ο ήδη ασκημένος στην εξερεύνηση τοπίων, φυσικών και ονειρικών, Γιώργος Βέης βλέπει και ζωγραφίζει με το στιχουργικό πινελάκι του κάθε μικρή λεπτομέρεια, υπομονετικά και μεθοδικά, συνομιλεί με κάθε στοιχείο της φύσης και ταυτίζεται με κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα του κόσμου του, του κόσμου μας, γι’ αυτό και τα ποιήματά του δεν παύουν να αντανακλούν μαζί με τη δική του εύγλωττη φωνή και τις, σταθερές στην ποιητική του, φωνές των δέντρων, των θαυμαστών ζώων και πουλιών, αλλά και ιστορικά στιγμιότυπα, εικόνες ερωτευμένων ή εκλάμψεις σοφών. «Η αγάπη που απευθύνεται σ’ ένα πράγμα αιώνιο και άπειρο τρέφει την ψυχή με γνήσια χαρά, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε λύπη, απόλυτα επιθυμητή και άξια να την αναζητά κανείς με όλες του τις δυνάμεις.», μας επαληθεύει ο Σπινόζα στην Ηθική (μτφρ. Ευάγγελος Βανταράκης, εκδ. Εκκρεμές 2009,), ενώ βέβαια όλα έχουν ομορφιά, αλλά δεν την βλέπουν όλοι, μας υπενθυμίζει ο Κομφούκιος (βλ. Ανάλεκτα, μτφρ. Σωτήρης Χαλικιάς, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2001), τον οποίο εμφανώς ανακαλεί και ο ποιητής με το παρόν έργο. Απομονώνω μία στροφή από το ποίημα «Κορμοράνοι ζεσταίνονται στον ήλιο»:

[…] Απομάγευση τοπίου ίσον θάνατος, πληγές / κλείνουν, οι βελόνες, οι λεύκες, τα πικρά τα χόρτα / συμφωνούν μαζί μας, λέξεις από σελήνη χρυσές / ίπτανται, σιγή γεννάει τη μεταφυσική μας […] (σελ. 38).

Γραφή διανοητικά αισθησιακή, που ακολουθεί τον παλμό της καρδιάς και μαζί με τους στίχους της αναπνέει, χαρίζοντας στον αναγνώστη την ακατανίκητη έλξη της εμπειρίας μέσω της παρατήρησης, αλλά και την παυσίλυπο αίσθηση της συνέχειας μέσα στο ταξίδι της ύπαρξης, όπου η όραση δεν είναι παρά το ίδιο το είναι μας, όπως επισημαίνει στο Βιβλίο της Ανησυχίας και ο Φερνάντο Πεσσόα (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2007), αφού μόνο εάν φανταζόμαστε βλέπουμε, ενώ και τα ταξίδια μας δεν είναι παρά εμείς οι ίδιοι ως ταξιδιώτες. Και «δεν υπάρχει όραση δίχως σκέψη», θα συμπλήρωνε ο Ντεκάρτ. Στο σημείο αυτό, άλλωστε, θα πρέπει να στοχαστούμε πως είναι προνόμιο της ανθρώπινης φύσης μας αυτή η βαθύτερη όραση (ή ενόραση) που βιώνεται ως διαρκής αναζήτηση και αγωνιά να φτάσει την ουσία των πραγμάτων. «Δεν είσαι πια παρά ένα μάτι. Ένα τεράστιο και σταθερό μάτι που βλέπει τα πάντα, τόσο το αραγμένο σου σώμα όσο και σένα, να κοιτάζεις που κοιτάζεσαι, ωσάν να είχε συστραφεί εντελώς μέσα στην κόγχη του και σε ατένιζε δίχως κουβέντα, εσένα, το εσωτερικό σου, το μαύρο, άδειο, σκυθρωπό, φοβισμένο, αδύναμο εσωτερικό σου. Σε κοιτάζει και σε καρφώνει. Δεν θα πάψεις ποτέ να σε βλέπεις.», αντιπαραβάλλω εδώ απόσπασμα του Ζωρζ Περέκ από το Σκέψη / Ταξινόμηση (μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2005). Αλλά και ο Ρίλκε εννοεί με τον ίδιο τρόπο την όραση και ορίζει το μάτι μάλιστα ως «παράθυρο της ψυχής». Συνεχίζω με αυτούσια κάποια ποιήματα του βιβλίου, που δεν παύει να μας αποκαλύπτει στοχαστικούς παραλληλισμούς της ανθρώπινης σκέψης και διαχρονικούς στην αξιοποίησή τους πνευματικούς θησαυρούς.

«Η αίσθηση του παντός, / η επινόηση της αίσθησης του παντός∙ / καλά είναι κι έτσι αυτή τη νύχτα / κάτω από τ’ αστέρια / χωρίς φεγγάρι / ν’ αρχίζουμε να πιστεύουμε κι εμείς / ότι είμαστε ή ότι μπορούμε να γίνουμε άνθρωποι» / αναλογίστηκαν ξαφνικά / την ίδια ακριβώς στιγμή δύο εντελώς ανόμοια όντα». («Πολλαπλασιασμός», σ. 127)

«Βαθιά στα μάτια του άλλου σκύλου» (σελ. 129) που έρχεται συχνά τ’ απογεύματα στο σπίτι / να παίξει με τον δικό μου / υπάρχει το ίδιο ακριβώς σκοτάδι / γι’ αυτό και είναι τόσο φιλικός / τόσο μεθοδικός στο χάδι / σίγουρος για τον εαυτό του / σαν από πάντα φύλακας πιστός / των ίδιων τρομερών μυστικών.

Σχεδόν ήχος / μια νότα πιο χαμηλά από τον ψίθυρο / του σχεδόν νεκρού / λίγο προτού αποχωριστεί, εννοώ, το ξερό φύλλο / από το κλαδάκι του / αυτή η τέλεια υπόκρουση / το θρόισμα ενός γράμματος / ενός μορίου Γνώσης. («Ίμερος», σελ. 72)

Έστω γι’ αυτό λοιπόν, / για ένα απόγευμα από χαλκό / και λίγη χρυσόσκονη / κολυμπήσαμε ως εδώ / στις επαρχίες του «θέλω», / στις ακτές του Νότου, / στις βιομηχανίες και τα μεταλλεία του Βορρά, / χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πού πάνε τα τέσσερα / ωρομίσθιοι, μονόγλωσσοι / ήρωες της παρανόησης, / αλλά προικισμένοι ναυπηγοί του τυχαίου. («Γραφείο αποδήμων», σ. 44)

Ισορροπεί μεταξύ του ολέθρου και της νίκης / το να επιζείς δεν είναι χάρις μήτε αυθάδεια / δείχνει η ροή των υπαινιγμών της / δεν είναι τίποτε άλλο παρά / αφοσίωση στο σπέρμα της μουσικής / στον ψίθυρο του γλιτωμού / μέσα από τις καταιγίδες της παραφοράς / που οι άνθρωποι έχουν πει: μπροστά. («Η σαγήνη της κλαίουσας», σ. 56)

Διότι ο άνθρωπος δεν είναι ασφαλώς το κέντρο του περιβάλλοντος κόσμου του ούτε και ο σκοπός της δημιουργίας, αλλά μέρος – και μόνο – μέσα στο θεϊκό όλον, ένας μικρόκοσμος που εντάσσεται στο μεγαλείο του σύμπαντος και κατά φυσική αναγκαιότητα το ακολουθεί. «Ο πόνος και η ευτυχία είναι καταστάσεις του Εγώ. Ξεχάστε το Εγώ.» μας υποδεικνύει και ο σημαντικότατος εκπρόσωπος της κινεζικής φιλοσοφίας Λάο Τσε (βλ. Τάο Τε Τσινγκ, μτφρ. Μαίρη Μεταξά-Παξινού – Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2007,). Κέρδος, λοιπόν, ανυπολόγιστο η καθολική ενσυναίσθηση των ποιημάτων του προκείμενου βιβλίου, ενός διαπολιτισμικού και άκρως μελετημένου στη σκέψη του ποιητή της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς, καθώς, όλως φυσικά και αβίαστα, έρχεται να καταλαγιάσει και, γιατί όχι, να εξισορροπήσει την παράλογη απαίτηση του σύγχρονου ανθρώπου του άστεως για μια ως δια μαγείας εξαφάνιση του θλιβερού δικού του παρόντος, χωρίς να αναλογίζεται πως το παρόν αυτό δεν είναι αποκλειστικά προσωπικό του απόκτημα και προνόμιο. Ας δούμε, μας παροτρύνει ο Βέης, με όση σοφία διαθέτουμε σήμερα, πιο καθαρά και πιο βαθιά, πέρα από τον ανθρώπινο πόθο και την «υστεροβουλία» των παθών. Και παραθέτω, αντί επιλόγου, απόσπασμα από το ποίημα «Δώρο φίλου» (σ. 126).

[…] Διαβάζω και ξαναδιαβάζω σήμερα τα δύο αρχικά: G V / και δεν ξέρω~ τι σημαίνουν / ποιο πρόσωπο, άντρα ή γυναίκα, ν’ ανακαλούν / ίσως να είμαι ήδη κι εγώ ο ίδιος ένας ίσκιος / που μπαινοβγαίνει στις πόρτες αυτής της αβέβαιης αυγής / μπορεί να με λέγανε κι εμένα κάπως / δεν ξέρω πως και τι.

[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Yannick Doublet.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη