Αισθητική της εξέγερσης.
Η αδυναμία του ανθρώπου να απελπίζεται ολότελα. Συμπέρασμα: κάθε λογοτεχνία της απελπισίας απεικονίζει μια οριακή περίπτωση και όχι τη σημαντικότερη. Το αξιοσημείωτο στον άνθρωπο δεν είναι ότι απελπίζεται αλλά ότι ξεπερνάει ή ξεχνάει την απελπισία. Μια απελπισμένη λογοτεχνία δε θα γίνει ποτέ παγκόσμια.
Η παγκόσμια λογοτεχνία δεν μπορεί να σταματά στην απελπισία (ούτε άλλωστε και στην αισιοδοξία – θα αρκούσε να αντιστρέψει κανείς το συλλογισμό), πρέπει μόνο να τη λαμβάνει υπόψη της. Πρέπει να προσθέσουμε και τους λόγους για τους οποίους η λογοτεχνία είναι ή δεν είναι παγκόσμια.
*
Σχέση του παράλογου με την εξέγερση. Αν η τελική απόφαση είναι να απορρίψεις την αυτοκτονία για να υποστηρίξεις την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, αυτό σημαίνει να αναγνωρίσεις σιωπηρά τη ζωή ως μοναδική πραγματική αξία, αξία που επιτρέπει την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, που είναι η αντιμετώπιση «εκ των ων ουκ άνευ». Απ’ αυτό συνάγεται ότι όποιος απορρίπτει την αυτοκτονία υπακούοντας σ’ αυτή την απόλυτη αξία απορρίπτει και τη δολοφονία. Η εποχή μας είναι μια εποχή που, αφού εξώθησε τον μηδενισμό στα ακραία συμπεράσματά του, δέχτηκε την αυτοκτονία. Αυτό επαληθεύεται από την ευκολία με την οποία δέχεται ή με την οποία δικαιολογεί τη δολοφονία. Ο άνθρωπος που σκοτώνει τον εαυτό του εξακολουθεί να διαφυλάσσει μια αξία, τη ζωή των άλλων. Απόδειξη είναι ότι δε χρησιμοποιεί ποτέ την ελευθερία και την τρομερή δύναμη που του δίνει η απόφασή του να πεθάνει για να εξουσιάσει τους άλλους: κάθε αυτοκτονία είναι ως κάποιο σημείο παράλογη. Αλλά οι άνθρωποι της τρομοκρατίας εξώθησαν τις αξίες της αυτοκτονίας ως την ακραία συνέπειά τους, δηλαδή τη νόμιμη δολοφονία ή τη συλλογική αυτοκτονία. Παράδειγμα: η ναζιστική αποκάλυψη του 1945.
*
Γιατί είμαι καλλιτέχνης και όχι φιλόσοφος; Γιατί σκέφτομαι σύμφωνα με τις λέξεις και όχι με τις ιδέες.
Αποσύρθηκα από τον κόσμο όχι γιατί είχα εχθρούς, αλλά γιατί είχα φίλους. Όχι γιατί δε με εξυπηρετούσαν, όπως συνηθίζεται, αλλά γιατί με θεωρούσαν καλύτερο απ’ ό,τι είμαι. Ένα ψέμα που δεν μπόρεσα να ανεχθώ.
*
Προτιμώ τους στρατευμένους ανθρώπους από τις στρατευμένες λογοτεχνίες. Το θάρρος στη ζωή και το ταλέντο στα έργα αρκούν. Άλλωστε ο συγγραφέας στρατεύεται όταν θέλει. Αξία του είναι η κίνησή του. Κι αν αυτό πρέπει να γίνει νόμος, επάγγελμα ή τρομοκρατία, πού βρίσκεται τότε η αξία;
Φαίνεται πως το να γράφεις σήμερα ένα ποίημα για την Άνοιξη θα σήμαινε ότι υπηρετείς τον καπιταλισμό. Δεν είμαι ποιητής, ωστόσο θα απολάμβανα χωρίς υστεροβουλία ένα τέτοιο έργο, αν ήταν ωραίο. Υπηρετεί κανείς όλους τους ανθρώπους ή κανέναν. Κι αν ο άνθρωπος χρειάζεται ψωμί και δικαιοσύνη, αν πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει για να ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη, έχει ανάγκη και από την καθαρή ομορφιά, που είναι το ψωμί της καρδιάς του. Τα υπόλοιπα δεν είναι σοβαρά.
Ναι, θα ευχόμουν να είναι λιγότερο στρατευμένοι στα έργα τους και λίγο περισσότερο στην καθημερινή ζωή τους.
*
Ο παράλογος κόσμος δεν επιδέχεται παρά μια καλαίσθητη δικαιολογία.
*
Στα τριάντα μου, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, γνώρισα τη φήμη. Δε λυπάμαι γι’ αυτό. Θα μπορούσα να έχω αργότερα εφιάλτες. Τώρα ξέρω περί τίνος πρόκειται. Μικροπράγματα.
*
Δημιουργία διορθωμένη.
«Οι άνθρωποι όπως εγώ δε φοβούνται το θάνατο», είπε. «Είναι ένα ατύχημα που τους δικαιώνει».
[Σαν σήμερα πριν 100 χρόνια γεννήθηκε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Αλμπέρ Καμύ. Ο συγγραφέας της Πανούκλας και του Καλοκαιριού, του Επαναστατημένου ανθρώπου και του Μύθου του Σίσυφου, του Ξένου, της Πτώσης και της Κατάστασης Πολιορκίας. Τα παραθέματα προέρχονται από τα Σημειωματάρια, μτφρ. Λήδα Παλαντίου, Εξάντας, Αθήνα 1987.]