frear

Το σώμα στο Άουσβιτς – του Μιχάλη Πάγκαλου (απόσπασμα)

 

Από τις πρώτες σελίδες του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, η είσοδος στο κολαστήριο του Άουσβιτς αισθητοποιείται με το μαρτύριο της δίψας:

Το ταξίδι κράτησε είκοσι λεπτά. Το φορτηγό σταμάτησε και είδαμε μια μεγάλη πύλη και πάνω της μια επιγραφή ζωηρά φωτισμένη (…): ARBEIT MACHT FREI, η εργασία απελευθερώνει. Κατεβήκαμε και μας οδήγησαν σ’ έναν μεγάλο, γυμνό θάλαμο, ελαφρά θερμασμένο. Πώς διψάμε! Ο αδύναμoς ήχος του νερού στα καλοριφέρ μας αγριεύει. Εδώ και τέσσερις μέρες δεν ήπιαμε καθόλου νερό. Κι όμως υπάρχει μια βρύση: μια ταμπέλα πάνω της γράφει ότι απαγορεύεται να πιεις γιατί το νερό είναι μολυσμένο. Ανοησίες, είναι φανερό ότι μας κοροϊδεύουν, «αυτοί» ξέρουν ότι πεθαίνουμε από τη δίψα, μας βάζουν σ’ ένα δωμάτιο με βρύση και Wassertrinken verboten (1). Εγώ πίνω και παρακινώ τους συντρόφους μου να πιουν κι αυτοί∙ αλλά το φτύνω αμέσως, το νερό είναι χλιαρό και γλυφό και μυρίζει έλος (2).

Ο Λέβι δεν εμφορείται από την οίηση των ιδεαλιστών∙ η ανθρωπινότητα του ανθρώπου δεν ελλοχεύει στις συνάψεις του «καθαρού λόγου» με την «καθαρή βούληση». Η επιθυμία και η ανάγκη στον άνθρωπο είναι σωματικές, τα βασανιστήρια είναι σωματικά, όπως και η έκφραση και η σκέψη που εκφράζονται μέσα απ’ το σώμα. Υποβάλλοντας τους κρατουμένους στα ανελέητα βασανιστήρια της πείνας, της δίψας της ορθοστασίας και του ξύλου, οι ναζιστές τους οδηγούν, ήδη, πριν τον θάλαμο αερίων, στην πνευματική και ηθική απονέκρωση. Τα σωματικά βασανιστήρια, έλεγε ο Λεβινάς, πλήττουν την υποτιθέμενα «άτρωτη» βούληση του ιδεαλισμού στην ίδια την καρδιά του δι’ εαυτόν της. Ο Λέβι μιλά για την κόλαση των βασανιστηρίων:

Αυτή είναι η κόλαση. Στις μέρες μας, η κόλαση πρέπει να είναι αυτό, ένας άδειος θάλαμος, εμείς κατάκοποι να στεκόμαστε όρθιοι, με μια βρύση που στάζει και να μην μπορείς να πιεις, να περιμένουμε κάτι, σίγουρα τρομερό, και να μη συμβαίνει τίποτα, και οι ώρες να περνούν και να μη συμβαίνει τίποτα. Πώς να σκεφτούμε; Δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε, είμαστε σχεδόν νεκροί. Κάποιος κάθεται στο πάτωμα. Ο χρόνος περνά, σταγόνα, σταγόνα (3).

Οι μέθοδοι θανάτωσης του σώματος κλιμακώνονται σε μια ευρύτατη γκάμα που αρχίζει από την πείνα και τη δίψα για να συμπεριλάβει την πολύωρη ορθοστασία και το ξύλο, τις μολυσματικές αρρώστιες (τύφος, διφθερίτιδα) και, τέλος, τις μαζικές δολοφονίες και τη μαζική εξόντωση στους θαλάμους αερίων. Το χειμαζόμενο σώμα των στρατοπέδων δεν είναι το άτρωτο σώμα της δυτικής φιλοσοφίας, που από τον Πλάτωνα ως τον Χούσσερλ γνωρίζει να «υπερίπταται» του θανάτου εμβαπτιζόμενο διαμέσου της «αθάνατης ψυχής» στην καθολικότητα των ιδεών και του λόγου. Η «ψυχή», για τον Πρίμο Λέβι, δεν είναι αθάνατος λόγος αλλά τρωτό σώμα.

Γνωρίζουμε ότι η Φαινομενολογία της αντίληψης [1945] του Merleau-Ponty και το Ολότητα και Άπειρο [1961] του Λεβινάς είναι τα δύο μεγάλα βιβλία στα οποία επιχειρείται η διατύπωση μιας φαινομενολογικής σκέψης εναντίον της καρτεσιανής αντικειμενοποίησης του σώματος. Ο Merleau-Ponty αναζητά έναν τρίτο τρόπο ύπαρξης –ούτε πράγμα, ούτε συνείδηση– που θα ήταν ο «αμφίπλευρος» τρόπος ύπαρξης του «δικού μου» σώματος (4) και μιλά για την αδυνατότητα να θέσουμε το σώμα σε απόσταση, ώστε να αποστασιοποιηθούμε απ’ αυτό και τα πάθη του. Το σώμα δεν είναι ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο αλλά αυτό που «αγγίζει και αγγίζεται», «βλέπει και βλέπεται», και, τελικά, δίδεται μέσα από το φαινόμενο της «σάρκας» [chair]. Το σώμα «δηλοί πρόθεση» και «φανερώνει εσωτερικότητα». Πρόκειται, όμως, για μια εσωτερικότητα σχεδίου, δηλαδή ελευθερίας. Εναντίον της μακραίωνης δυτικής παράδοσης του αναστοχασμού (réflexion) που μας δίνει «το σώμα ως ιδέα» και όχι την «εμπειρία» η την «πραγματικότητα» του σώματος, o Merleau-Ponty επανέρχεται, ακριβώς, στην «εμπειρία του ιδίου σώματος» και, επηρεασμένος από τον Χάιντεγκερ, στο σώμα ως όχημα του «είναι στον κόσμο». Το σώμα είναι, τελικά, στον Merleau-Ponty ο φορέας «των διαθέσεων και των δυνατοτήτων που καθιστούν δυνατές τις προθέσεις και τα προσωπικά σχέδια του καθενός» (5).

Ούτε αντικείμενο αλλά ούτε σχέδιο, θα αντιτάξει με σθένος ο Εβραίος Λεβινάς, ερχόμενος να αντιπαρατεθεί όχι μόνο με τη φαινομενολογία, αλλά με όλη εκείνη τη στωικό-χριστιανική παράδοση της ελευθερίας που παραγνώρισε και περιθωριοποίησε τη βιβλική σκέψη. Η ελευθερία δεν μπορεί να συνίσταται σε μια ατάραχη ενατένιση του σύμπαντος, εναρμονισμένη με την αταραξία του στωικού. Η βιβλική σκέψη είναι εγγενώς πολιτική: η ελευθερία, υποστηρίζει ο Λεβινάς, δεν ευοδώνεται παρά ως οικονομική ισότητα και πολιτική δικαιοσύνη και ως ένα υποφέρειν-για-τους-άλλους της ευθύνης που, μέσα στην ιστορία, γράφεται πάνω στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς προκειμένου να τους νοηματοδοτήσει και να τους αναπροσανατολίσει προς το αγαθό. Ο Λεβινάς καταδεικνύει στον χριστιανισμό τα επιχωματωμένα βιβλικά του θεμέλια. Ομοίως, ο Λεβινάς ενοφθάλμισε στη γαλλική φαινομενολογία έννοιες που υπερβαίνουν κατά πολύ τη δική της πνευματικότητα και τα δικά της όρια, όπως, αίφνης, η έννοια της τρωτότητας και της παθητικότητας ψυχής και σώματος. Σε ρητή αντίθεση με τους άλλους δύο μεγάλους Γάλλους φιλοσόφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς –τον Σαρτρ και τον Μερλώ-Ποντύ– η «υποκειμενικότητα του υποκειμένου» δεν δίνεται, για τον Λεβινάς, μέσα στην πρόθεση και το σχέδιο, αλλά, ακριβώς, μέσα στην εντολή (6) που, ηχώ και κρυστάλλωμα ενός ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού στους αντίποδες του ναζισμού, με προσαρτά ως ανοιχτή και αιμάσσουσα πληγή στους άλλους:

Η υποκειμενικότητα του υποκειμένου είναι η τρωτότητά του, η έκθεση στα παθήματα, αισθητικότητα, παθητικότητα πιο παθητική από κάθε παθητικότητα (7).

Το «είμαι δεμένος με τους άλλους, πριν δεθώ με το σώμα μου» του Λεβινάς, δηλαδή η εντολή, διαυγάζει την εσωτερικότητα του σώματος κατά την ίδια λογική με την οποία, όταν ο Αυγουστίνος έλεγε για το Θεό ότι, interior intimo meo et superior sumo meo, διεύγαζε την εσωτερικότητα της ψυχής (8). Ο πεζογράφος Λέβι θα εστιάσει στο τρωτό σώμα αναδεικνύοντας τόσο το συνολικό σχέδιο της γενοκτονίας όσο και τον πολιτισμό που το γέννησε και το πραγματοποίησε στις βιομηχανίες του θανάτου. Αυτό κάνει, παραδείγματος χάριν, μιλώντας μας για τα ξύλινα χοντροπάπουτσα που φορούσαν οι κρατούμενοι. Αν νομίζει κανείς, λέει, ότι τα παπούτσια στο Λάγκερ είναι ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας, απατάται οικτρά:

ο θάνατος για τους κρατουμένους ξεκινά από τα παπούτσια: για τους περισσότερους από εμάς είναι ένα αληθινό βασανιστήριο, γιατί μετά από λίγες ώρες βάδισμα, σου προκαλούν οδυνηρές πληγές που μοιραία μολύνονται. Στο εξής θα είσαι αναγκασμένος να περπατάς σαν να έχεις μια μπάλα δεμένη στο πόδι (έτσι εξηγείται και το παράξενο βάδισμα της στρατιάς των φαντασμάτων που επιστρέφουν κάθε βράδυ σε παράταξη)˙ παντού θα φτάνεις τελευταίος και παντού θ’ αμείβεσαι με κλωτσιές, αν σε κυνηγάνε δεν θα μπορείς να ξεφύγεις˙ τα πόδια πρήζονται και η τριβή με το ξύλο των παπουτσιών γίνεται ανυπόφορη. Η μόνη λύση είναι το αναρρωτήριο˙ αλλά το να μπεις στο αναρρωτήριο με τη διάγνωση «dicke Füsse» (πρησμένα πόδια) είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί όλοι ξέρουν (και πρώτοι απ’ όλους οι Ες Ες) ότι η αρρώστια αυτή εδώ δεν θεραπεύεται (9).

Η πεζογραφία της ανοιχτής πληγής δίδεται από τον ρεαλισμό του ενδεούς, πεινασμένου, άρρωστου και, τελικά, νεκρού σώματος. Το ναζιστικό μίσος εκφράστηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και μανία εναντίον όχι μόνο των ζωντανών αλλά και των νεκρών! Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι ναζί επιχείρησαν τη βιομηχανική καύση των πτωμάτων στα κρεματόρια με φρενήρεις ρυθμούς! (10) Απόλυτη εκμηδένιση, εξαφάνιση κάθε ίχνους του άλλου ανθρώπου, βιομηχανικός θάνατος χωρίς κηδεία και μνημόσυνο! Ο ναζιστικός πολιτισμός του Είναι ως «δύναμης που ρέει», συνόψισε όλη τη φονική πλευρά του δυτικού πολιτισμού: κατάργησε τη δημοκρατία και μετάτρεψε το κράτος σε φονικό Μολώχ. Λάτρεψε την ιδεολογία και τις πρακτικές του απόλυτου, του «ολοκληρωτικού» πολέμου. Οργάνωσε βιομηχανικά τη βία και το μαζικό θάνατο. Προπαγάνδισε και εξαπέλυσε τον πιο άγριο αντισημιτισμό από καταβολής κόσμου. Έφτασε τέλος να μεταχειριστεί με την πιο βάρβαρη μεταχείριση το ίδιο ανθρώπινο σώμα, και μάλιστα το νεκρό σώμα, αυτό που «κάθε πολιτισμός, από την προϊστορική ακόμα εποχή», λέει ο Πρίμο Λέβι περιέβαλλε, ανέκαθεν, «με σεβασμό, τιμές και φόβο»:

Η μεταχείριση που επιφυλασσόταν στο λείψανο των νεκρών στα Λάγκερ ήθελε να διακηρύξει πως δεν επρόκειτο για ανθρώπινο λείψανο, αλλά για ακατέργαστη ύλη, χωρίς αξία, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, ύλη μόνο για κάποια βιομηχανική χρήση. Ξυπνούν φρικίαση και τρόμο μετά από δεκαετίες, τα εκθέματα του μουσείου του Άουσβιτς, οι τόνοι σε σωρούς, των κομμένων μαλλιών των γυναικών πριν μπουν στους θαλάμους αερίων ή στο Λάγκερ: έχουν ξεθωριάσει και φθαρεί από το χρόνο αλλά δεν έπαψαν να ψιθυρίζουν στον επισκέπτη τη βουβή κατηγορία (11).

Ο δυτικός πολιτισμός, όπως επισημαίνει ο Philippe Nemo (12), είναι ο πολιτισμός που ενσάρκωσε ουδιώδεις πτυχές της Αθήνας, της Ρώμης και της Ιερουσαλήμ. Ο ίδιος πολιτισμός, ωστόσο, παραμένει επίσης, ανεξάλειπτα, ο πολιτισμός των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, του Άουσβιτς και της Χιροσίμα. Με τη φονική αυτή πλευρά του δυτικού λόγου θα πρέπει να αντιμετρηθούμε, να την αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τις αιτίες της και τις ιστορικο-πολιτικές συνθήκες ανάδυσής της. Στην πεζογραφία του Πρίμο Λέβι ο λόγος του νεκρού σώματος αποκαθηλώνει την ενδημική οίηση του δυτικού λόγου ως πρωτείου της οντολογίας εις βάρος της ηθικής. Ας μετρηθούν οι στιγμές που στη μη-ιουδαιοχριστιανική σκέψη, στο δυτικό «οντολογισμό», δηλαδή, από τον Παρμενίδη ως τον Χάιντεγκερ, το τρωτό σώμα μπόρεσε να αποτέλεσε αφετηρία και εφαλτήριο για τη σκέψη. Είναι ελάχιστες τον αριθμό και ωχριούν μπροστά στα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα.

Οι εικόνες του μεταπολεμικού κόσμου με τα ξυπόλυτα παιδιά και τους εξαθλιωμένους εργάτες, όσους γύρισαν ζωντανοί από το μέτωπο, δεν έγιναν ποτέ, για παράδειγμα, το θέμα της αγέρωχης φιλοσοφίας του Μ. Χάιντεγκερ. Ο Χάιντεγκερ δεν ασχολήθηκε ποτέ με κοινούς θνητούς, αλλά μόνο με την Κοσμο-Ιστορία, εφόσον η σκέψη του Είναι που ξεγεννά την Ιστορία ως μοίρα ίσταται υπεράνω της κοινής μοίρας των εύθραυστων όντων (13). Το ανθρωποσφαγείο του πολέμου δεν έγινε ποτέ θέμα του. Το πολιτικό κρίνειν αντικαθίσταται στον Χάιντεγκερ από την «κρίση της Ιστορίας». Στη μεταφυσική και την αισθητική του αρεσκόταν να αναπλάθει τους αρχαϊκούς γερμανικούς μύθους περί αυτοχθονίας. Σύμφωνα με το «βαθύ» γερμανικό αισθητισμό του Χάιντεγκερ, τα παπούτσια του Βαν Γκογκ, σημαίνουν, για παράδειγμα, το μόχθο του αγρότη που αυλακώνει τη μητέρα–γη, και όχι τον μόχθο του πληβείου και του ακτήμονα –ακόμη και ο ιδρώτας του αγρότη θα γίνει αισθητική, στη σκέψη αυτή! Πρόκειται για όλο αυτό τον άρρωστο αισθητισμό του αγρού και της «χαραγμένης μοναξιάς του μονοπατιού» υπό τη σκέπη των αρχαϊκών θεών χωρίς πρόσωπο. Ο Χάιντεγκερ ύμνησε τον «κόσμο του χωριάτη» (14) και προσκύνησε, όσο κανείς άλλος, τον αρχαϊσμό της μοίρας. Στον αντίποδα του Χάιντεγκερ, ο Λέβι αγάπησε τον πάσχοντα άνθρωπο. Για τον Λέβι, τα πράγματα του κόσμου τούτου και συνεπώς τα παπούτσια και τα ρούχα δεν ανήκουν στο μυθικό βασίλειο της «μητέρας-γης» και των «χθονίων θεών» αλλά στον άνθρωπο-κρατούμενο των στρατοπέδων. Τα παπούτσια και τα ρούχα ανήκουν στον όμηρο των Λάγκερ, τον κρατούμενο με τα ματωμένα πόδια, το λαό της Βίβλου, θρησκευόμενους και άθεους καθώς και στους πολιτικούς κρατούμενους και κατ’ επέκταση στον άστεγο, τον «γυμνό και τον ανυπόδητο», τον ξένο, τον φτωχό και, με την πρωταρχική έννοια, τον προλετάριο αυτού του κόσμου.

Έχει ειπωθεί ότι ο ναζισμός ήταν, επίσης, ένας αισθητισμός, μια λατρεία της τέχνης. Ο Λέβι έβλεπε ότι οι ναζιστές σέβονταν και τιμούσαν την τέχνη και την κουλτούρα πάνω από τον άνθρωπο. Στο αυτοβιογραφικό του, Τι ωραία Κυριακή! –ένα από τα πληρέστερα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον ναζισμό και τον σταλινισμό– ο συνοδοιπόρος του Λέβι, Χόρχε Σεμπρούν, διηγείται πως στο στρατόπεδο που ήταν έγκλειστος οι Γερμανοί είχαν αποψιλώσει όλα τα δέντρα του λόφου που βρισκόταν εκεί, εκτός από μια βελανιδιά, γιατί σ’ αυτήν είχε χαράξει τα αρχικά του ο Γκαίτε (15)! Ναζιστική λατρεία της τέχνης! Όπως έχει δείξει ο Lacoue-Labarthe, ο ναζισμός μπορεί, πράγματι, να περιγραφεί ως «εθνικο-αισθητισμός» (16). Νομίζω πως, δικαίως, τόσο ο Lacoue-Labarthe όσο και ο Agamben προσέφυγαν στον Χάιντεγκερ, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα του ναζισμού. Στον Homo sacer ο Agamben, συνδέει την χαϊντεγκεριανή έννοια της Verfallenheit, δηλαδή την «πτώση» ή «καταπεπτωκότητα» που ιδιάζει σε όλα τα γεγονικά όντα, με την ιδιότητα της τροπής του «χαρίσματος» [Hingabe] της κατάστασης αυτών των όντων σε «καθήκον» [Aufgabe] (17). Οι μάζες των εργαζομένων και των ανέργων που αναλαμβάνοντας το πεπρωμένο τους υποστήριξαν τον Χίτλερ αποδεικνύουν πόσο βαθιά είχε εισχωρήσει ο Χάιντεγκερ στη μεταφυσική του ναζισμού: ο ναζισμός είναι η εν «αποφασιστικότητα» ανάληψη της μοίρας, δηλαδή κατ’ ουσίαν μια «αποφασιστική» υποδούλωση, μια συνειδητή αλλοτρίωση, όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης. Αποφασίζουμε συνειδητά και με ενθουσιασμό τον εξανδραποδισμό μας!

Σωστά, ο Agamben επισημαίνει ότι η ανάληψη της «κατάστασης» δια της μετονομασίας της σε «καθήκον» συνιστά την ακύρωση «όλων των παραδοσιακών ορισμών του ανθρώπου», των κλασικών ορισμών που μπορούσαν να θέτουν αντικειμενικούς, ηθικούς φραγμούς, στο σωστό και το λάθος. Χωρίς πνευματικό ένδυμα, ο δυτικός άνθρωπος θα προσδεθεί, όπως το έβλεπε ο Λεβινάς, ήδη, από το 1934 (18), στο βιολογικό εκμαγείο του, κατά Lacoue-Labarthe, τύπου της φυλής, δηλαδή το γερμανικό σώμα. Η βιολογία υφαρπάζει τη θέση της ηθικής και το «πνεύμα» ανάγεται στο μυώδες (γερμανικό) σώμα. Ο ναζισμός ήρθε να σαρώσει τα «πνευματικά ενδύματα» του δυτικού ανθρώπου, λοιδωρώντας το (μονοθεϊστικό) πνεύμα δια της γύμνιας του σώματος, δηλαδή του οχήματος της ράτσας. Ως βιολογισμός, ο ναζισμός απογύμνωσε τον άνθρωπο από τα πνευματικά του ενδύματα. Αλλά τα πνευματικά ενδύματα δεν είναι τίποτα άλλο από τις ηθικές ποιότητες και εντολές. Η διαστρέβλωση, παραχάραξη και τελικά καταστροφή της εντολής, της ηθικής μας φύσης, οδήγησε στην τερατογονία στην καρδιά της Ευρώπης και του δυτικού πολιτισμού, που αξιώνει την περιγραφή του κατεξοχήν «πολιτισμού της ελευθερίας». Ο πολιτισμός της ελευθερίας χωρίς εντολή έφτασε, όμως, να κατασκευάσει βιομηχανικά τον απόλυτο εξανδραποδισμό της ελευθερίας, τον σατανικό κόσμο των Λάγκερ:

Το βιολογικό, με την έννοια του αναπόδραστου που κομίζει, καθίσταται κάτι πολύ περισσότερο από ένα αντικείμενο της πνευματικής ζωής, γίνεται η ίδια η καρδιά της. Οι μυστηριώδεις φωνές του αίματος, οι επικλήσεις της κληρονομικότητας και του παρελθόντος των οποίων το σώμα είναι ο αινιγματικός φορέας, χάνουν τον επιτακτικό χαρακτήρα των ζητημάτων που υπόκεινται στη λύση ενός Εγώ κυριαρχικώς ελεύθερου (…) Η ουσία του ανθρώπου δεν βρίσκεται πλέον στην ελευθερία αλλά σ’ ένα είδος αλυσσόδεσης (19).

Αυτή η προσάρτηση στο βιολογικό σώμα έγινε, τελικά, μέσα στο ναζισμό, προσάρτηση στην πολεμική ιδεολογία και τον πόλεμο ως μοίρα. Είναι γνωστό ότι οι θεωρητικοί του ναζισμού, αλλά και ο ίδιος ο Χίτλερ θεωρούσαν τον πόλεμο και τον φόνο του άλλου, και ιδίως του ασθενέστερου, ως την καθ’ εαυτή φύση του ανθρώπου. Στην, κατά Πολιάκοφ, «πολεμο-ζωολογία» του Χίτλερ, ο ένας άνθρωπος κατασπαράσσει και φονεύει τον συνάνθρωπό του με την ίδια ευκολία και φυσικότητα που αλληλοσπαράσσονται τα άγρια ζώα ή όπως η «γάτα τρώει το ποντίκι» (20) – είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι Εβραίοι παρομοιάζονταν συστηματικά από τους ναζί με ποντίκια, όπως, πρόσφατα, στη Ρουάντα, οι Τούτσι από τους Χούτου με κατσαρίδες. Από την πρώτη ως την ακροτελεύτια σελίδα του ο Πρίμο Λένι μας δείχνει ότι ως απόλυτη εναντίωση προς το βιβλικό «ου φονεύσεις», το «να φονεύεις» διοργανώθηκε σε γιγαντιαίο σύστημα, και σ’ ένα ιμπεριαλιστικό και αιμοσταγές κράτος, που έφτασε να αντιπροσωπεύει, μέσα στο χιτλερικό δαρβινισμό, την ίδια την «ανθρώπινη φύση» (21)!

[1] Γερμανικά στο πρωτότυπο: «Απαγορεύεται να πιεις».

[2] Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφ. Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα 1997, σ. 24.

[3] Ό.π.

[4] Gallimard, Παρίσι, 1945, σ. 173 κ.ε.

[5] Είναι η θέση του σχολιαστή του Merleau-Ponty, Renaut Barbaras, στο βιβλίο του, Le tournant de lexpérience. Recherches sur la philosophie de Merleau Ponty, Vrin, 1998. Βλ. και την ευσύνοπτη παρουσίαση της Michela Marzano, Η φιλοσοφία του σώματος, Que sais-je ? PUF, Παρίσι, 2007, μτφ. Αθηνά Μπάζου, Το Βήμα, 2007, σ. 51, απ’ όπου και το απόσπασμα.

[6] Βλ. Εμμανουέλ Λεβινάς, Ελευθερία και Εντολή, Εστία 2006.

[7] Εμμανουέλ Λεβινάς, Αutrement qu’être ou au-dela de l’essence, Martinus Nijhoff , 1974, σ. 53.

[8] «Interior intimo meo et superior sumo meo », Εξομολογήσεις ΙΙΙ. 6. 11, [ελλ. μτφ. Φ. Αμπατζοπούλου, εκδόσεις Πατάκη, 1997].

[9] Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, μτφ. Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα 1998, σ. 40.

[10] Ως εξαφάνιση κάθε ίχνους του άλλου, ακόμη και των έσχατων χειρονομιών στοργής και πένθους των ζωντανών προς τους νεκρούς τους, η καύση των νεκρών η οποία στις φιλελεύθερες κοινωνίες εκθειάζεται ως «πολιτιστικό δικαίωμα» είναι, κατά τη γνώμη μου, μια πράξη βαρβαρότητας.

[11] Πρίμο Λέβι, Αυτοί που σώθηκαν και αυτοί που βούλιαξαν, ό.π., σ. 129.

[12] Φιλίπ Νεμό, Τι είναι η Δύση, μτφ. Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, Πέννυ Μέγγουλη, Αμαλία Σταθάκη, Ιωάννα Χονδρού, Θεώνη Χρυσανθοπούλου, επιμέλεια Μαρία Παπαδήμα, Εστία, 2008.

[13] Βλ. Είναι και Χρόνος, μτφ. Γιώργος Τζαβάρας σ. 384. Για το θέμα της χαιντεγκεριανής αποφασιστικότητας, ως αντίποδα της βιβλικής τρωτότητας, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω και στο κείμενό μου «Μονοθεϊσμός, ελευθερία, αυτονομία και εντολή»,  Αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Λεβινάς, τεύχος 1814, Σεπτέμβριος 2008, σ. 315 κ.ε.

[14] Βλ., «στη γη ανήκουν αυτά τα παπούτσια και μέσα στον κόσμο της χωριάτισσας διαφυλάσσονται» Χάιντεγκερ, Η προέλευση του έργου τέχνης, εισαγωγή, μτφ. Γιώργος Τζαβάρας, Δωδώνη, Ιωάννινα, 1986, σ. 54-55.

[15] «Ναι λέει ο Σβαρτς. Όταν ο λόφος αποψιλώθηκε, αυτό το εξαιρέσαμε, σε ανάμνηση του Γκαίτε! Και ξεκινά, ο καλός σου ένα μακρύ δεκαρικό περί του εθνικοσοσιαλιστικού σεβασμού έναντι της σεβαστής μας γερμανικής πνευματικής παράδοσης», Χόρχε Σεμπρούν, Τι ωραία Κυριακή!, μτφ. Μπάμπης Λυκούδης, Εξάντας, 1989, σ. 239.

[16] Βλ., Λακού-Λαμπάρτ και Νανσύ, Ο μύθος του ναζισμού, ό.π.

[17] Giorgio Agamben, Ηοmo Sacer, Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επίμετρο Γιάννης Σταυρακάκης, Scripta, 2005, σ. 234.

[18] Στο σπουδαίο άρθρο του «Quelques réflexions sur la philosophie de l’hitlérisme», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Esprit, 26, το 1934. Ο Agemben λέει ότι αυτό το άρθρο του Λεβινάς  «συνιστά ακόμη και σήμερα την πιο πολύτιμη συνεισφορά για την κατανόηση του εθνικοσοσιαλισμού», βλ. Homo sacer, ό.π.

[19] Emmanuel Lévinas, « Quelques réflexions sur la philosophie de l’hitlérisme », Esprit, 26, 1934, σσ. 204-206. Παραθέτω τη μετάφραση του Π. Τσιαμούρα, στο Giorgio Agamben, Ηοmo Sacer, Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, ό.π., σσ. 235-236.

[20] Η παρομοίωση χρησιμοποιήθηκε από τον Χίτλερ.

[21] Για το λόγο αυτό ο  Π. Κονδύλης έχει άδικο όταν θεωρεί ότι οι «χριστιανικές και ιδεαλιστικές δυαρχίες» δεν είναι παρά το ψευδεπίγραφο ένδυμα των εν συγκρούσει πραγματικών δυνάμεων και συμφερόντων, τις οποίες ο φιλόσοφος θα όφειλε να ατενίζει με «στωική φαιδρότητα ψυχής» αφού «έτσι είναι τα πλάσματα της Φύσης και δεν μπορούν να κάμουν αλλιώς», (Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Νεφέλη, 1988, σσ. 37-38). Ο Κονδύλης δεν είναι, βέβαια, σε καμία περίπτωση, ρατσιστής και ναζιστής, αλλά πόσο αντιστέκεται στην ωμή δύναμη μια φιλοσοφία που αντιλαμβάνεται την επιδίωξη της απόλυτης ισχύος εν είδη εντολής εγγεγραμμένης στην βαθύτερη, φύση του ανθρώπου; Η δύναμη με την οποία επιβάλλεται το αυτονόητο είναι, επίσης, μια μορφή οίησης που τυφλώνει το πνεύμα. Χρησιμότερο, απ’ αυτή τη φιλοσοφική, «περιγραφική» αποδοχή της ιδεολογίας του πολέμου, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, να ερευνηθεί η έννοια της φύσεως και οι μετασχηματισμοί της στη δυτική φιλοσοφία και θεολογία και, ειδικότερα, η απογύμνωση της έννοιας του ανθρώπου από τα ουσιώδη ηθικά της κατηγορήματα κατά τη μετάβαση από το Μεσαίωνα στη νεωτερικότητα, όπως το έχει δείξει, για παράδειγμα, ο MacIntyre στο After Virtue, Dukworth, Λονδίνο, 1981, σ. 59-60.

[Απόσπασμα από πολύ εκτενέστερο κείμενο του συγγραφέα με τίτλο “Λόγος και σώμα των στρατοπέδων στον Πρίμο-Λέβι και τον Λεβινάς”, το οποίο δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Πρίμο Λέβι (1919-1987), τχ. 1821, Απρίλιος 2009, σ. 663-706].

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη