frear

Για το βιβλίο της Μαριέττας Κόντου «Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;» ‒ γράφει ο Δημήτρης Αγγελής

Μαριέττα Κόντου, Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;, εικόνες: Ρένια Μεταλληνού, Μεταίχμιο, Αθήνα 2018.

Τι είναι στ’ αλήθεια ένα παιδικό ή εφηβικό βιβλίο; Είναι ένα έργο που γράφεται από μεγάλους και μιμείται τον τρόπο σκέψης ή έστω τον τρόπο με τον οποίο υποθέτουμε εμείς ότι τα παιδιά προσλαμβάνουν τoν κόσμο; Είναι μια ιστορία για μικρομέγαλους, δηλαδή για παιδιά που καμώνονται τους μεγάλους ή από μεγάλους που απλώς παλιμπαιδίζουν; Ποιανού την πλευρά εντέλει εκπροσωπεί περισσότερο; Ας σκεφτούμε εδώ ότι πολλά μυθιστορήματα που σήμερα χαρακτηρίζονται ως «εφηβικά», όπως του Ιουλίου Βερν, ήταν κάποτε γραμμένα για μεγάλους. Υπάρχουν, βέβαια, κι ένα σωρό ιστορίες γραμμένες σαν παραμύθια, με τη δική τους ξεχωριστή μαγεία, που όμως δεν απευθύνονται στα παιδιά ως ιδιαίτερη ηλικιακή ομάδα, αλλά μιλάνε στα παιδιά που κρύβουμε ακόμα μέσα μας όλοι οι μεγάλοι –θυμίζω λ.χ. τον Μικρό πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Είναι αυτά που απελπίζουν τους βιβλιοπώλες επειδή δυσκολεύονται να τα κατατάξουν και να τα τοποθετήσουν στο αντίστοιχο ράφι.

Μ’ όλα αυτά θέλω να πω ότι τα παιδικά και εφηβικά βιβλία συνιστούν μια διακριτή λογοτεχνική κατηγορία που, αν εξαιρέσεις κάποιους τίτλους της προσχολικής αγωγής, είναι γραμμένα για όλους, μας περιλαμβάνουν και μας αγγίζουν όλους. Και γι’ αυτό η συχνά παρατηρούμενη υποτίμηση των συγγραφέων της λεγόμενης «παιδικής» λογοτεχνίας δείχνει πολύ απλά άγνοια της σημασίας και της απαιτητικότητας του είδους. Βέβαια, εδώ έχουν παίξει κάποιον ρόλο και οι δικές μας απαιτήσεις –και τώρα μιλώ απ’ τη σκοπιά μιας άλλης μου ιδιότητας, της πιο σοβαρής απ’ όλες, δηλαδή αυτής του γονιού– έχουμε λοιπόν πρωτίστως εμείς το φταίξιμο που επειδή μας λείπει ο χρόνος, οι γνώσεις ή το ειδικότερο ενδιαφέρον, θέλουμε να έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε αμέσως, άκοπα, με το που θα μπούμε σ’ ένα οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο, το ιδανικό βιβλίο για το παιδί μας, οπότε «αναγκάζουμε» τους εκδότες ν’ αναγράψουν στο οπισθόφυλλο λεπτομέρειες όπως σε ποια ηλικία απευθύνεται το βιβλίο, τι περιεχόμενο ή θέμα έχει (τι μάστιγα κι αυτή!) και δυστυχώς, αφού ζούμε στην εποχή του χρήσιμου, να γεμίσουν τις τελευταίες του σελίδες με εκπαιδευτιικές δραστηριότητες, ωσάν η ανάγνωση από μόνη της να μην έχει κάποια παιδαγωγική αξία αλλά να χρειάζεται και κάποιο δεκανίκι προκειμένου να πιστέψουμε ότι όλο αυτό θα μας φανεί χρήσιμο (και) για το σχολείο. (Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που παρουσιάζουμε σήμερα γράφει «Από 9 ετών», «Θέμα: Ανθρώπινες σχέσεις, οικογένεια», αλλά ευτυχώς δεν υπάρχουν δραστηριότητες). Για την ανάγνωση ως ψυχαγωγία μοιάζει να χρειαζόμαστε άλλοθι. Ας μην ξεχνάμε ότι στην εποχή της δήθεν εντατικοποίησης, το ΙΒ ξεκινάει απ’ το νηπιαγωγείο…

Έχω, όμως, ήδη αργήσει να μπω στο θέμα και το βιβλίο φοβάμαι πως θα σηκώσει το φανταστικό του χέρι και θα με ρωτήσει ανυπόμονο Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι;, οπότε καιρός είναι ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό και να του δώσουμε τον λόγο. Ή ας το προσπαθήσουμε, τέλος πάντων.

Το βιβλίο της Μαριέττας Κόντου, που εικονογραφείται λιτά και γι’ αυτό πολύ ουσιαστικά από την Ρένια Μεταλληνού, είναι γραμμένο από τη χαμηλή σκοπιά του μαθητή της Δ΄ Δημοτικού, του Όμηρου –από μία άποψη είναι η δική του καθημερινή Οδύσσεια, κάποτε μάλιστα, όταν τσακώνεται με τον μικρότερο αδελφό του, τον Κωστή, μπορεί να γίνεται και Ιλιάδα. Ο Όμηρος μάς μιλάει για τη ζωή του, σχολιάζει με κριτική αντίληψη τον κόσμο των μεγάλων και τις αντιφάσεις τους, μας παρουσιάζει την οικογένειά του και τους φίλους του, είναι ένα παιδί σε μεταιχμιακή ηλικία, στα πρόθυρα της εφηβείας, που βιάζεται να μεγαλώσει. Έχει τις γνωστές ανασφάλειες για την εμφάνισή του, βιώνει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα αλλά συγχρόνως βασανίζεται απ’ το καθηλωτικό αίσθημα της ντροπής, ονειρεύεται να γίνει διάσημος (αχ, αυτή η περιβόητη δημοφιλία που βασανίζει τα παιδιά της εποχής μας), βαριέται (άλλη μεγάλη ασθένεια…), ζηλεύει, θαυμάζει και καρπαζώνει ασφαλώς τον μικρότερο αδελφό του, όμως και οι δυο παραμένουν ακόμα τα μικρά αντράκια που στο τέλος της μέρας αποζητάνε την αγκαλιά της μαμάς.

Το βιβλίο είναι γραμμένο με μπρίο και ζωντάνια, χιούμορ και τσαχπινιά (φαίνεται πως η συγγραφέας διασκέδασε γράφοντάς το και αξιοποίησε εντέχνως το υλικό που απλόχερα της πρόσφεραν τα παιδιά της, ο Βάιος και ο Τζώρτζης, έχει αναδρομές και μια εγκιβωτισμένη αφήγηση για την Πιπιλοχώρα, έχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο (αυτό του κοκκινολαίμη) και διεξέρχεται μια σειρά από σημαντικά θέματα ή προβληματισμούς, χωρίς όμως να διαδηλώνει ότι «τώρα σας μιλάω για το bullying γιατί είναι θέμα της εποχής μας». Οι σχέσεις γονέων-παιδιών, οι σχέσεις με το άλλο φύλο, ο ιδιαίτερος δεσμός με τον παππού, η αγάπη για τα ζώα, η φιλία (και το bullying, βέβαια), το ακατανόητα γιατί ακόμα ασυνειδητοποίητο αίσθημα της απώλειας και το θέμα του θανάτου, το διαζύγιο που βλέπει σε πρόσωπα του περιβάλλοντός του, το κάπνισμα είναι ορισμένα από τα θέματα που αντιμετωπίζει με δροσερό τρόπο το βιβλίο. Άλλωστε η συγγραφέας του, ως ψυχολόγος με ειδίκευση σε θέματα σχέσεων και οικογένειας, είναι φυσικό να μιλάει για τα ζητήματα αυτά μετά λόγου γνώσεως και με τον σωστό τρόπο.

Προκατειλημμένος ίσως από το βιογραφικό της Μαριέττας Κόντου, όπως αυτό παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου, δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να διατυπώσω δύο ακόμα παρατηρήσεις, λεπτομέρειες μάλλον που πρόσεξα διαβάζοντάς το. Ανατρέχω στο βιογραφικό, που επιμένει να τονίζει τα χρόνια της διαμόρφωσης της συγγραφέως, αυτό το τότε: «Ανήκει στη γενιά της “Αθλητικής Κυριακής”, του Carnation, του “Λόλα, να ένα μήλο”, του φυτολόγιου, των λευκωμάτων με τις αφιερώσεις, των εικόνων της Sarah Key και των βιβλίων της Πηνελόπης Δέλτα, της Άλκης Ζέη και της Ζωρζ Σαρή. Θυμάται ακόμη την ασπρόμαυρη τηλεόραση, τις ελληνικές ταινίες του Σαββατοκύριακου και το Θέατρο της Δευτέρας. Έζησε τις δασείες, τις οξείες, τις περισπωμένες και τις σχολικές ποδιές». Ανήκοντας κι εγώ στην ίδια γενιά κι έχοντας τα ίδια βιώματα, ένιωσα ότι το ύφος και η οπτική του βιβλίου κάτι μου θύμιζαν –κι ίσως γι’ αυτό και μου μιλούσε– και ξαφνικά κατάλαβα ότι έμοιαζε λίγο με τις ιστορίες του μικρού Νικόλα κι ίσως αυτή να είναι, σκέφτηκα, μια από τις επιρροές της συγγραφέως. Κι έπειτα, πάλι λόγω βιογραφικού, όταν διάβασα τις παρακάτω γραμμές: «Εγώ επίσης αγαπώ τη Δανάη. Η Δανάη όμως δεν αγαπά εμένα αλλά τον Άρη. Ο Άρης πάλι δε δίνει σημασία στη Δανάη, αλλά του αρέσει η Κυβέλη, την οποία όμως αγαπά και ο Νικόλας, αλλά κρυφά από τον Άρη. Το ωραίο είναι ότι η Κυβέλη αγαπά εμένα, που τη συμπαθώ πολύ, αλλά μου αρέσει περισσότερο για φίλη», λοιπόν όταν διάβασα αυτές τις γραμμές, μου ήρθε στο μυαλό το τραγουδάκι του Λουκιανού Κηλαϊδόνη «Πού βαδίζουμε κύριοι» με το γνωστό γαϊτανάκι των σχέσεων. Επειδή ποτέ δεν διαβάζουμε αφήνοντας απ’ έξω τη φιλολογική μας σκευή και ιδίως τις προσωπικές μας αναφορές, μου άρεσε να σκέφτομαι ότι η συγγραφέας, μ’ ένα νοητικό άλμα μέσα στον χρόνο, συνέδεσε υπόγεια τη δική μας γενιά με τη γενιά των παιδιών της.

Το βιβλίο της Μαριέττας Κόντου Συγγνώμη, μπορώ να πω κάτι; μεταφέρει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς, τις αγωνίες, τις χαρές και τις απογοητεύσεις ενός παιδιού. Δεν είναι διδακτικό ή ψυχωφελές ανάγνωσμα, είναι ψυχαγωγικό όμως και ωφέλιμο, χαριτωμένο και συγκινητικό, αληθινό και όχι ψεύτικο, γραμμένο με θερμότητα καρδιάς και παιδική, δηλαδή ποιητική κατά βάθος, αφέλεια –κι αυτό είναι ένα μεγάλο του προτέρημα. Είναι μαζί κι εξόχως αποκαλυπτικό, αφού επιτέλους μαθαίνουμε ότι ο αληθινός πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Τζωρτζ Κλούνεϊ, ότι ο Τολστόι συνδέεται ετυμολογικά με το Toy Story κι ότι το καλύτερο επάγγελμα είναι αυτό του Άι-Βασίλη επειδή σου επιτρέπει να είσαι χοντρός χωρίς να σε κοροϊδεύουν κι έχεις για κολλητό σου τον Ρούντολφ. Για μένα προσωπικά, που γνώρισα τα παιδιά της ως μαθητές Γυμνασίου, με άφησε να συμπληρώσω ή να νομίζω πως συμπληρώνω τα κενά που είχα απ’ την πορεία τους τα προηγούμενα χρόνια στο Δημοτικό. Τα συμπλήρωσα; Όχι βέβαια επακριβώς, μια που τα έργα και οι ημέρες των δύο ηρώων δεν μπορεί να ταυτίζονται εξολοκλήρου με τις προσωπικότητες των δύο γιων της συγγραφέως – άλλωστε αυτό υπονοεί και το τέλος του βιβλίου με το επιτακτικό αίτημα αυτονόμησης, δηλαδή ενηλικίωσης, που διατυπώνει ο Όμηρος: «Είναι τόσα αυτά που θέλω να πω, αλλά δεν τα καταφέρνω. Θέλω να μεγαλώσω για να μπορώ να λέω αυτά που σκέφτομαι, χωρίς να καταλήγω να κοιτάζω στα μάτια τη μαμά και τον μπαμπά σιωπηλός. Θέλω να τους πω ότι μεγάλωσα και ότι, ακόμα κι αν δε μιλάω σαν μεγάλος, μπορώ να σκέφτομαι σαν μεγάλο παιδί που καταλαβαίνει τους μεγάλους. Μακάρι να μπορούν και οι μεγάλοι να σκέφτονται σαν μεγάλα παιδιά που μπορούν να καταλαβαίνουν τα παιδιά. Αυτά θέλω να τους πω, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα…». Μ’ αυτή την ωραία κατακλείδα ας τελειώσει εδώ και η παρουσίασή μας.

[Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό, στις 6 Απριλίου 2019. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. ]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη